Η γενιά μου γεννήθηκε στα ‘60ς, αλλά μεγάλωσε στα απόνερα τους. Και καμιά φορά σκέφτομαι ότι θα έβαζα ευχαρίστως δέκα χρόνια πάνω στην ηλικία μου για να ζήσω την πιο συναρπαστική και συνάμα την πιο δραματική δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Διότι τα ‘60ς ήταν, τελικά, το Big Bang των καιρών μας.
Θα προτιμούσα, βέβαια, να τα ζήσω κάπου στη Νέα Υόρκη ή στο Σαν Φρανσίσκο, αν και το Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας θα ήταν γοητευτικό στις ωδίνες ενός νέου κόσμου. Όμως η Αμερική του ‘60 είχε πάνω της την πατημασιά του Νιλ Αρμστρονγκ, το αίμα του Κένεντι και του Κινγκ, τα άρβυλα των στρατιωτών στο Βιετνάμ και των φοιτητών στους δρόμους της Ουάσιγκτον. Μύριζε μαριχουάνα και έκλεινε τα μάτια ακούγοντας τον Χέντριξ. Σεξουαλική απελευθέρωση και χίπις. Ο παλιός κόσμος άλλαζε δέρμα, αποκαλύπτοντας μία πολύχρωμη επιδερμίδα.
Αν η τέχνη περιγράφει μία εποχή, τότε η δεκαετία του ‘60 δεν θα μπορούσε να κλείσει διαφορετικά, το ημερολόγιο δεν θα γύριζε στα ‘70ς χωρίς το Woodstock.
Ήταν Αύγουστος του 1969 όταν 400.000 άνθρωποι μαζεύτηκαν σε ένα χωράφι στην πολιτεία της Νέας Υόρκης για ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία της μουσικής. «300.000 χίπις σε μία θάλασσα από λάσπη» έγραψαν οι εφημερίδες. Οι χίπις ήταν περισσότεροι κατά 100.000, αλλά αυτό μικρή σημασία είχε. Λίγες μέρες πριν στηθεί η σκηνή του φεστιβάλ, ο άνθρωπος είχε πατήσει στο φεγγάρι. Όμως όσοι βρέθηκαν στα χωράφια του φεστιβάλ, ταξίδευαν στα αστέρια, με νότες και ουσίες. Ήταν ένα φεστιβάλ για την ειρήνη, την αγάπη και τη μουσική. Ήταν που «έσκαγαν» τα ‘60ς και γέμιζαν τον κόσμο με χρώματα.
«Ήταν ένας χείμαρρος. Τα νερά βέβαια μετά τραβήχτηκαν, αλλά το σημάδι που έφτασε η στάθμη τους, ψηλά στον βράχο, υπάρχει πάντοτε για να μας θυμίζει ότι η αληθινή τέχνη οφείλει να εκφράζει πάντα την αξεδίψαστη δίψα μας» γράφει ο Διονύσης Σαββόπουλος στην εισαγωγή του βιβλίου που συνέγραψαν για το Woodstock ο δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας και ο μηχανικός Στέφανος Σακελλαρίδης που ζει στις ΗΠΑ. Ο Σαββόπουλος μάλιστα θυμάται τον χαμό που έγινε με την προβολή της ταινίας στα χρόνια της χούντας, αλλά και τη γνωριμία του με τον σκηνοθέτη της. Η ταινία στην Ελλάδα προβλήθηκε λογοκριμένη, έπρεπε να αφαιρεθούν διάφορα «επαναστατικά» ή αρκετά χίπικα.
Που λέτε, το βιβλίο «Το Woodstock και ο μύθος του» είναι η πληρέστερη, αν όχι η μοναδική, αναφορά στην ελληνική βιβλιογραφία για το φεστιβάλ. Δεν ανατρέχει μόνο σε οργανωτικές λεπτομέρειες, κυρίως μεταφέρει το κλίμα της εποχής. Και φυσικά πατάει στη λάσπη των χωραφιών. Ακούει Σαντάνα, Τζόπλιν, Χέντριξ, Μπαέζ, Κόκερ. Και εξηγεί γιατί δεν πήγαν οι Beatles -ο Λένον φοβόταν ότι θα έχει μπλεξίματα. Γιατί απουσίασαν οι Doors -το περιβάλλον δεν άρεσε στον Μόρισον. Γιατί δεν εμφανίστηκαν οι Led Zeppelin -ο μάνατζερ τους προτίμησε να μην τους βγάλει στη σειρά με άλλα γκρουπ.
Οπως σημειώνουν οι συγγραφείς, το βιβλίο είναι προϊόν μίας ουτοπικής νοσταλγίας δύο δωδεκάχρονων του 1969 για εκείνο το καλοκαίρι που το ροκ ήταν ακόμα επικίνδυνο, δείχνοντας απατηλά πώς μπορεί να κληρονομήσει τον κόσμο. Είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, αξίζει να το διαβάσετε ανατρέχοντας, δια του YouTube, στις εικόνες και στους ήχους του φεστιβάλ. Και θα διαπιστώσετε ότι εκείνο που το 1969 έδειχνε άγριο και αγριώδες, σήμερα δείχνει τόσο αγνό και ανέμελο. Δεν είναι νοσταλγία, είναι οι καιροί που αγρίεψαν.
Tο βιβλίο θα παρουσιαστεί σε εκδήλωση στην Αθήνα την Τρίτη, 10 Δεκ. στις 12 το μεσημέρι, στο Polis Art Cafe, Πεζμαζόγλου 5. Εκτός από τους συγγραφείς, θα μιλήσουν οι Διονύσης Σαββόπουλος, Παύλος Τσίμας και ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Επίκεντρο»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News