Η είδηση είναι γνωστή: ο δισεκατομμυριούχος πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ «έκανε τα χαρτιά του» σαν κοινός θνητός ώστε να λάβει μέρος στην κούρσα για το χρίσμα των Δημοκρατικών, στοχεύοντας στις προεδρικές εκλογές του 2020. Φιλοδοξεί να γίνει και αυτός πρόεδρος των ΗΠΑ. Γιατί όχι, αφού υπάρχει το προηγούμενο του Τραμπ – θα μπορούσε να πει συγκαταβατικά ένα αδιάφορο για τα πολιτικά πράγματα των ΗΠΑ στόμα. Οι Αμερικανοί ωστόσο –οι διανοούμενοι, τουλάχιστον– δεν συμφωνούν. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν ότι ο όλος θόρυβος δεν είναι παρά το μπαμ της φούσκας που σκάει και απελευθερώνει τον αέρα της κοπανιστό κοπανιστό στην ατμόσφαιρα. Οχι, κύριέ μου, λένε, η Αμερική δεν περιμένει έναν μεγιστάνα-σωτήρα. Ο τεράστιος πλούτος δεν προσφέρεται για ρεαλιστική αποτίμηση της πραγματικότητας.
«Οι δισεκατομμυριούχοι δεν είναι απαραιτήτως κακοί, οι περισσότεροι από αυτούς πιθανότατα δεν είναι. Ωστόσο, μερικοί είναι. Η μη επιστημονική γνώμη μου είναι ότι οι δισεκατομμυριούχοι, εν συγκρίσει με τους υπολοίπους, έχουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν κακοβουλία και λανθασμένη κρίση, ιδίως στην πολιτική, λόγω του άκρατου εγωισμού τους».
Ο Πολ Κρούγκμαν, έστω χωρίς την… κατάλληλη επιστημονική γνώση, παίρνει από την αρχή κιόλας του άρθρου του στους ΝΥΤ ξεκάθαρη θέση για το ζήτημα, το οποίο, σε τελική ανάλυση, αφορά τα προσόντα του πολιτικού, την οπτική γωνία του, αλλά και το ήθος του κύκλου των στενών συνεργατών του. Ο πλούσιος θέλει να περνάει πάντα το δικό του, και ως πολιτικός μαγνητίζει όσους προθυμοποιούνται να του λένε κάθε φορά αυτό που επιθυμεί να ακούει. Γυρεύει γύρω του αυλοκόλακες δηλαδή και τσιράκια. Οι συμβουλάτορες αυτού του φυράματος ενισχύουν τη φαντασίωση του δισεκατομμυριούχου πολιτικού ότι ο λαός τον θέλει για ηγέτη του, ώστε να ανταποδώσει κατ΄αυτόν τον τρόπο τα καλά που εκείνος έκανε στην κοινωνία! «Η τάξη των δισεκατομμυριούχων ζει μέσα στη φούσκα της, και καλοπερνάει» γράφει ο Κρούγκμαν.
Ο αρθρογράφος ξέρει ότι γενικολογεί και ότι οι αναγνώστες του επείγονται να μάθουν την άποψή του ειδικά για τον Μπλούμπεργκ: «Θα φτάσω και στον Μπλούμπεργκ, αφήστε με όμως να μιλήσω λίγο ακόμη για τους πλουσίους». Ετσι, ως οικονομολόγος, μας πληροφορεί ότι σημαντικό μέρος του πλούτου των δισεκατομμυριούχων προήλθε από μη παραγωγικές επενδύσεις, από το χρηματιστήριο και από τη «φούσκα των ακινήτων η οποία αποσταθεροποίησε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα ήδη δραστικά εξασθενημένο εξαιτίας διαφόρων ‘καινοτομιών’ που υποτίθεται ότι θα μας έκαναν όλους πιο πλούσιους». Και μας θέτει το ρητορικό ερώτημα: «Θέλετε όντως να κάνετε την υπόθεση ότι οι δισεκατομμυριούχοι του χρηματοπιστωτικού κλάδου είναι μεγάλοι ευεργέτες;»
Συνεχίζοντας τονίζει ότι άλλη μερίδα δισεκατομμυριούχων έβγαλε λεφτά από τη μόδα και από το λιανεμπόριο και ότι η τεχνολογία είναι αυτή που ακολουθεί στη σειρά των πλουτοπαραγωγικών πεδίων των δισεκατομμυριούχων, ωστόσο με έναν τρόπο μονοπωλιακό. Θυμίζει ότι κάποτε η αμερικανική οικονομία τα πήγαινε καλά χωρίς να έχει τόσο πολλούς δισεκατομμυριούχους.
Ανατρέχει στη μεταπολεμική περίοδο και έως τη δεκαετία του ’80 για να υπογραμμίσει ότι, τότε, η «φορολόγηση, τα ισχυρά συνδικάτα και οι κοινωνικοί κανόνες περιόρισαν την ακραία συσσώρευση πλούτου στην κορυφή». Από τότε όμως αρχίζει η «εποχή της ανερχόμενης ανισότητας». (Ιστορικώς η περίοδος της έντασης της εισοδηματικής ανισορροπίας την οποία εδώ σχολιάζει ο Κρούγκμαν συμπίπτει με τη διακυβέρνηση Ρόναλντ Ρίγκαν και με την εφαρμογή της πολιτικής μειωμένης φορολόγησης των επιχειρήσεων και των πλουσίων, πολιτική η οποία έμεινε στην ιστορία της οικονομολογίας με τον όρο Reaganomics.) Ο Κρούγκμαν επικρίνει τα αποτελέσματα του τριακονταετούς ανοίγματος της ψαλίδας και, έτσι, περνάει στην πολιτική.
«Τι συμβαίνει με την πολιτική; Πολλοί άνθρωποι στη Wall Street και ένα σημαντικό μέρος της πολιτικο-οικονομικής ελίτ είναι κοινωνικά φιλελεύθεροι, ωστόσο οικονομικά συντηρητικοί. Είναι υπέρ της φυλετικής ισότητας και υπέρ των δικαιωμάτων των LGBTQ λόγου χάρη, όμως είναι αντίθετοι στη σημαντική φορολόγηση των πλουσίων και στην επέκταση των κοινωνικών προγραμμάτων. Μέσα στη φούσκα τους, οι δισεκατομμυριούχοι φαντάζονται ότι οι απόψεις τους έχουν λαϊκή απήχηση. Ε, λοιπόν, δεν έχουν! Οι περισσότεροι άνθρωποι, μαζί τους και αρκετοί αυτοπροσδιοριζόμενοι ως Ρεπουμπλικανοί, θέλουν να δουν υψηλότερους φόρους για την τάξη των πλουσίων και αυξημένες δαπάνες για τα κοινωνικά προγράμματα. Ωστόσο, αρκετοί άνθρωποι συνδυάζουν αυτά τα συναισθήματα με την εχθρότητα για τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, και για αυτόν τον λόγο τελικά ψηφίζουν εναντίον των συμφερόντων τους».
Ο Κρούγκμαν υπολογίζει ότι το ποσοστό απήχησης της ιδεολογίας της ελίτ (κοινωνικός φιλελευθερισμός μεν, οι πλούσιοι στο φορολογικό απυρόβλητο δε) είναι ασήμαντο στην αμερικανική κοινωνία. Θυμίζει την περίπτωση του εβραιοαμερικανού δισεκατομμυριούχου και αποτυχημένου πολιτικού Χάουαρντ Σουλτζ, της εταιρείας Starbucks, και αποφαίνεται ότι ανάλογη θα είναι και η τύχη του Μπλούμπεργκ, παρά τη «μαγιά» της δημαρχιακής θητείας του στη Νέα Υόρκη. Δηλώνοντας ότι δεν επιθυμεί να «μεταφραστεί» το συγκεκριμένο άρθρο του σαν αβάντα στην Ελίζαμπεθ Γουόρεν ή στον Μπέρνι Σάντερς, ο Κρούγκμαν καταδικάζει επί τη ευκαιρία και την πολιτική τού Medicare for All «όχι λόγω κόστους, αλλά επειδή η πρόταση για την κατάργηση της ιδιωτικής ασφάλισης θα μπορούσε να αναστατώσει εκατομμύρια ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης».
Και η (υπέροχη στη διατύπωσή της) κατακλείδα: «Η ιδέα ότι η Αμερική περιμένει έναν δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία για να τη σώσει, είναι απλώς ηλίθια. Αν το καλοεξετάσει κανείς, είναι η ιδέα στην οποία μόνο ένας δισεκατομμυριούχος θα μπορούσε να πιστέψει».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News