Ο Τζο Μπάιντεν, ο δημοφιλέστερος βάσει όλων των δημοσκοπήσεων πολιτικός των Δημοκρατικών, δεν αποκλείεται να διεκδικήσει και αυτός το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις επόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Και γιατί όχι; Οι περισσότεροι από μια ντουζίνα υποψήφιοι είναι τάχα καλύτεροι από αυτόν; Μήπως ο –πολυδιαφημισμένος αλλά άγραφος χάρτης πολιτικά– Μπέτο Ο’ Ρουρκ έχει την πείρα του;
Αν και ο ίδιος ο Μπάιντεν αποφεύγει να αποκαλύψει τις προθέσεις του (ή, αν κάτι του ξεφύγει –εδώ– το παίρνει αμέσως πίσω) δεσμεύτηκε να τοποθετηθεί εγκαίρως ώστε όλοι να πληροφορηθούν τι τελικώς θα πράξει»…
Ο Μπάιντεν εργάστηκε σε όλη του τη ζωή για να καταφέρει να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, παρατηρεί ο συγγραφέας Τζορτζ Πάκερ, ωστόσο το 2016, έπειτα από τις αποτυχημένες καμπάνιες του για το χρίσμα (το 1988 και το 2008), αποφάσισε να μην «τρέξει στην κούρσα», και αυτό για τρεις λόγους: για να μην ασκήσει πιέσεις στον Ομπάμα, για να μη συνεριστεί την όχι και τόσο διακριτική στις απειλές της Χίλαρι, αλλά και επειδή ως πατέρας πενθούσε για την απώλεια του γιου του. (To βιβλίο του «Promise Me, Dad» του 2017 -τα απομνημονεύματά του, κατά κάποιον τρόπο- φωτίζει αρκετά σημεία από όλα τα προαναφερθέντα.)
Για την εφημερίδα Wall Street Journal ο Μπάιντεν συγκεντρώνει πολλά θετικά στοιχεία, αλλά, φευ, ο βίος του αναμετράται πλέον σκληρά με τον πανδαμάτορα. Το 2020 θα είναι 78 ετών, ο γηραιότερος πρόεδρος στην Ιστορία, γράφουν. Αλλά ομολογούν ότι ο πρώην αντιπρόεδρος θα μπορούσε να είναι το πραγματικό ανάχωμα στον Ντόναλντ Τραμπ, μία εξαιρετική και ασυναγώνιστη προσωπικότητα για να σταθεί απέναντί του – υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο θα το επιτρέψουν οι… Δημοκρατικοί.
Με το δημοκρατικό ήθος του, σφυρηλατημένο στο βιομηχανικό Σκράντον (δηλαδή στη γενέτειρά του), ο Μπάιντεν έχει τα φόντα να ενώσει το χάσμα που χωρίζει τους δύο κόσμους: εκείνον που ανέδειξε πρόεδρο τον Ομπάμα (γυναίκες, μειονότητες, πλούσιοι φιλελεύθεροι λευκοί, νεολαία) και εκείνον τον λαϊκό πληθυσμό που κάποτε είχε ψηφίσει τον Ομπάμα αλλά κατόπιν εγκατέλειψε τους Δημοκρατικούς και ψήφισε τον Τραμπ (την αμερικανική εργατική τάξη, δηλαδή).
Ο «πολιτικός που μιλάει τη γλώσσα των εργατών», όπως τον χαρακτηρίζουν οι αμερικανοί πολιτικοί αναλυτές, είναι «σταθερά προοδευτικός αλλά όχι κραυγαλέος σαν σοσιαλιστής» – και για αυτό έχει απήχηση μεγάλη στις ΗΠΑ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News