Με τον πολυπράγμονα, Eλληνα (θα καταλάβετε παρακάτω γιατί έχει τόση σημασία η επισήμανσή του) συνθέτη Δημήτρη Παπαδημητρίου είχαμε ξεκινήσει τις εκ βαθέων κουβέντες μας από το 1993, όταν η Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης τον είχε αναγνωρίσει ως έναν από τους επτά καλύτερους συνθέτες «κλασικής» – λόγιας, δηλαδή – μουσικής στον κόσμο και τον είχε καλέσει στο Tanglewood. Κοιτίδα της παγκόσμιας σύγχρονης μουσικής δημιουργίας στη Μασαχουσέτη και θερινή έδρα της Συμφωνικής και των μεγάλων, περίφημων φεστιβάλ της.
Hταν ή περίοδος π.Τ. (προ τραγουδιών) και π.Μ.Ε. (προ μεγάλης επιτυχίας, κυρίως στον στίβο του τραγουδιού). Και όμως. Εκείνη η περίοδος ήταν που φώτισε μέσα του εκείνο που σχηματοποιεί και πρεσβεύει, κόντρα στα σημεία των καιρών συχνά, σήμερα. Την ανάγκη για μια πραγματική ελληνική μουσική γλώσσα, που να αναγνωρίζεται διεθνώς 100% ως τέτοια, και για μια πραγματική Εθνική Μουσική Σχολή. Οχι την Εθνική Σχολή του Καλομοίρη, που υπήρχε μόνον ως σκέψη και έμεινε προσκολλημένη στην περιοχή του φολκλόρ, αλλά μια Σχολή που θα γίνεται κατανοητή – και ως γλώσσα – αρχικά από τους ίδιους τους Ελληνες.
Στο Tanglewood, λοιπόν, αυτό ακριβώς κατάλαβε. Και αυτό του είπαν. Δεν τον επέλεξαν για τα δυτικότροπα πρώτα έργα του, γραμμένα σε μιαν άλλη μουσική γλώσσα, αλλά για την μουσική του στον «Φιλοκτήτη», που είχε ελληνικό χρώμα. «Η γλώσσα σου είναι τέτοια», του είπαν, «που και μόνον ένα κρουστό να ακουστεί είναι πειστικό. Στην δική μας μουσική γλώσσα αυτό δεν γίνεται». Το κράτησε λοιπόν αυτό και το επεξεργάστηκε. Πηγαίνοντας δε, εκεί, να ακούσει έναν σύγχρονο Σύρο συνθέτη βρέθηκε να ακούει κάτι σαν… Σένμπεργκ. Και αυτό ενίσχυσε τη σκέψη του. «Εκεί κατάλαβα τι είμαι εγώ για τους άλλους όταν γράφω σε άλλες μουσικές γλώσσες». Και έφτασε σε αυτό που είναι και πιστεύει, με πάθος και ζέση, σήμερα. Όπως και τις δυνατότητές μας πλέον. «Πρέπει να γράφουμε λόγια έργα, σύνθετα, υψηλού επιπέδου και υψηλής διανόησης, σε ελληνική μουσική γλώσσα όμως. Μπορείς να γράψεις ακόμη και κάτι πολύ δυσνόητο, αλλά πρέπει να το πεις στη γλώσσα που σε καταλαβαίνουν. Το κοινό καταρχάς. Είναι μία σαχλαμάρα αυτό που λένε ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε μουσική παιδεία για τα λόγια έργα. Οι Έλληνες έχουν την δυνατότητα να αναγνωρίσουν ως λαϊκό έργο ακόμη και τις Βάκχες ή τον Οιδίποδα, που είναι και τόσο δυσνόητα (σ.σ.: γελάει). Λαϊκό, διότι το δυσνόητο λέγεται ελληνικά».
Κάπως έτσι γράφει πάντα τα τελευταία χρόνια. Με αυτά στον νου. Και με αυτή την ελπίδα για προσκεφάλι. Όσο, κατά τον ίδιο, γινόταν συνείδηση – δική του σίγουρα – ότι «υπάρχει ελληνικό μουσικό ιδίωμα, ερήμην του φολκλόρ. Τις προϋποθέσεις άλλωστε για την πραγματική Εθνική Μουσική Σχολή τις προσέφεραν οι μεγάλοι συνθέτες του έντεχνου τραγουδιού. Δεδομένης και της καταστροφής που προκάλεσαν τα όλο παρωπίδες ωδεία σε αυτόν τον τομέα, φαίνεται ότι όσοι διασώθηκαν από την άλωση από ξένες μουσικές γλώσσες ήταν όσοι δεν πήγαν στα ωδεία. Και αντέξανε και σε διωγμούς και στην Δημιουργία». Και μιλάει για την «μεγάλη γενιά του τραγουδιού, από το ρεμπέτικο και τον Τσιτσάνη ως το λαϊκό και από τον Μίκη Θεοδωράκη και κυρίως το Μάνο Χατζιδάκι (σ.σ.: με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στο Τρίτο Πρόγραμμα και σε δίσκους), ο οποίος έκανε πολλά γι’ αυτό, και εν συνεχεία με το έντεχνο και λόγιο τραγούδι».
Γράφοντας συνεχώς όλα αυτά τα χρόνια και μ.Τ. (μετά το τραγούδι, για τον ίδιο) προσέφερε αρκετά «μεγαλόπνοα, με την έννοια της διάρκειας, έργα που για να εκτελεστούν έπρεπε να τους αφιερωθεί μία ολόκληρη συναυλία. Κάποια στιγμή η Κρατική Ορχήστρα μου ζήτησε ένα μικρής διάρκειας έργο με θέμα τον Πόλεμο και διαπίστωσα ότι δεν είχα. Αυτό, το θεώρησα ως θέμα δικό μου και αποφάσισα να κάνω μια σειρά από μικρά, αυτοτελή κομμάτια, που ανήκουν στην ίδια μυθολογία δίχως να το ξέρουν».
«Μου λείπει εκείνο που υπήρχε στα παλιά καλά χρόνια. Δηλαδή εκείνος που θα ανακαλύπτει τους καλούς στον σωρό»
Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι συμφωνικές του μινιατούρες «Οι Πλανόδιοι των Ονείρων», που θα ακουστούν από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, υπό τον Λουκά Καρυτινό, στις 15 και 16 Φεβρουαρίου στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. «Δεν τα λέω καλλωπιστικά τα όνειρα. Μέσα τους μπορεί να κρύβονται και τρόμος και κυνηγητό και η επιθυμία και το ασυνείδητο», μου εξηγεί στην κουβέντα μας, 16 χρόνια μετά από το Tanglewood και την πρώτη μεγάλη διεθνή αναγνώρισή του ως συνθέτη ελληνικής (η ελληνικότητα που λέγαμε) συμφωνικής μουσικής. «Οι πλανόδιοι αυτοί είναι κλοσάρ που κρύβουν το πρόσωπό τους, γιατί μπορεί να είναι και επιθυμία ή εφιάλτης, και ανοίγουν τους κάδους σκουπιδιών του ασυνείδητου. Και βγάζουν σπασμένα παιχνίδια, επιθυμίες και πολλά άλλα».
Τι του λείπει;
«Μου λείπει το ενδιαφέρον των γνωστών ισχυρών για το νεότερο», το συνοψίζει επιγραμματικά. «Μου λείπει εκείνο που υπήρχε στα παλιά καλά χρόνια. Δηλαδή εκείνος που θα ανακαλύπτει τους καλούς στον σωρό, την ώρα που έχουν ακόμη πολύ λίγο έργο, και θα τους στηρίζει και θα τους προβάλλει. Βέβαια, είναι και το ίδιο το κοινό που τα τελευταία χρόνια οδηγείται αλλού. Ακόμη και στην επιθεώρηση, μου είπαν, ο κόσμος φαίνεται να ενοχλείται και να τείνει να αδιαφορήσει όταν το θέμα άπτεται του σύγχρονου, του παρόντος, της πραγματικότητας. Δεν το θέλει. Δεν γελάει. Χειροκροτάει μεν, αλλά μάλλον καχύποπτα. Μπορεί, ας πούμε, να ξέρει ότι υπάρχουν πολλοί και καλοί ποιητές, αλλά δεν ασχολείται. Περιμένει να πάρουν το Νόμπελ για να ασχοληθεί, τότε, με αυτούς.
»Λείπει όμως και η γενική παιδεία από όλο το πολιτικό φάσμα, που θα μπορούσε να βοηθήσει το κοινό να αντιληφθεί την αξία ενός καλλιτεχνικού έργου και αυτό όχι με βάση την – προτέρα – καταξίωση. Έχουμε κάποιους, αλλά είναι λίγοι. Ενώ θα έπρεπε να είναι ο κανόνας».
Προπύργιο νέας μουσικής δημιουργίας
Με την εμπειρία του δίπλα στον Μάνο Χατζιδάκι, από το 2010, που χρίσθηκε διευθυντής Ραδιοφωνίας στην ΕΡΤ (το ένα τρίτο από το ακρωνύμιο, ήτοι το Ρ), κάνοντας δουλειά και με τα μουσικά της σύνολα, μέχρι σήμερα που είναι μέλος του δ.σ. του οργανισμού μ.Μ. (μετά το «μαύρο») υπεύθυνος για θέματα ραδιοφωνίας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έχει γράψει την δική του «ραδιοφωνική» ιστορία. Κατάφερε καταρχάς να εξορίσει το θλιβερά μονόφωνο playlist (ίδιον των περισσότερων ιδιωτικών σταθμών), που «από όλες τις πλευρές είναι ύποπτο και κατάπτυστο σε ορισμένες διαστάσεις του».
Τώρα, επαναφέρει θρυλικές ραδιοφωνικές εκπομπές όπως οι «Λαϊκοί Βάρδοι» του αξέχαστου Πάνου Γεραμάνη, τις εκπομπές της Έφης Μεταλληνού και οσονούπω και της Ρηνιώς Παπανικόλα. «Μας είχε πάρει πολύ η κατηφόρα και αυτή η αναδρομή στο όχι και τόσο παλιό παρελθόν θα μας σταματήσει. Θα ξαναθυμηθούμε τι είναι ραδιόφωνο που στήνεται με πνοή. Να δουλεύεις μια εβδομάδα για το πνεύμα και την ουσία μιας και μόνον εκπομπής. Προπύργιο της νέας μουσικής δημιουργίας πρέπει να γίνει και θα γίνει το Δεύτερο Πρόγραμμα», μου λέει. «Υπέρ του νέου, είτε αυτό είναι νέα εργασία ή νέος άνθρωπος. Είναι δυνατόν η ελληνική ανεξάρτητη μουσική σκηνή, των νέων γύρω στα 20, να είναι μία από τις καλύτερες στην Ευρώπη και να μην δίνουμε σημασία;»
Το μόνο που έχει να προτείνει και για την ΕΡΤ (όπου αναγκάζεται να παλεύει με τον χαμηλό προϋπολογισμό) και για την μουσική δημιουργία είναι, εν τέλει, αυτό που είχε πει παλαιότερα: «Λίγο αληθινό έργο. Αυτό αποζητώ να πράξω κάποτε. Δηλαδή ό,τι πιο δύσκολο».
Info
14 Συμφωνικές Μινιατούρες του Δημήτρη Παπαδημητρίου, υπό τον τίτλο «Οι Πλανόδιοι των Ονείρων», την Παρασκευή 15 και το Σάββατο 16 Φεβρουαρίου στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, σε διεύθυνση Λουκά Καρυτινού.
Καλλιτεχνική επιµέλεια του Κύκλου: Το Ελληνικό Σχέδιο
Στο περιθώριο της συναυλίας υπάρχει μια διαδραστική πρόκληση – πρόσκληση προς το κοινό: Οι θεατές µε βάση τον τίτλο του έργου και τους τίτλους των 14 μουσικών µερών μπορούν να γράψουν µια ιστορία και να τη στείλουν στη διεύθυνση: planodioi.oneiron@gmail.com. Μία από αυτές θα επιλεγεί από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου ως λιμπρέτο για ένα επόμενο έργο.
Μουσική και τραγούδια του Δημήτρη Παπαδημητρίου θα ακούγονται στην δεύτερη περίοδο – 13 χρόνια μετά – της τηλεοπτικής σειράς «Λόγω τιμής». Καταρχάς το παλιό σήμα της σειράς «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News