Από την αρχή του τρέχοντος έτους η παγκόσμια βιομηχανία διαχείρισης και αξιοποίησης αποβλήτων (αλλά και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, όπως οι διεθνείς μεταφορές) δέχτηκε μεγάλο πλήγμα λόγω της απαγόρευσης που επέβαλε το κινεζικό κράτος σε όλες τις εισαγωγές ανακυκλώσιμων απορριμμάτων.
Η Κίνα, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας μεταχειρισμένου σιδήρου (σκραπ) στον κόσμο, σταμάτησε να δέχεται προς ανακύκλωση πλαστικά και χαρτιά από το εξωτερικό και μείωσε τις εισαγωγές χρησιμοποιημένου χαρτονιού. Σχεδιάζει κιόλας να επεκτείνει την απαγόρευση και στα περισσότερα από τα υπόλοιπα «σκουπίδια» του διεθνούς εμπορίου, παρότι αποκομίζει 24 δισ. δολάρια ετησίως από αυτή τη δουλειά.
Ο Εconomist αφιερώνει ένα εκτενές κείμενο στην κινεζική απεξάρτηση από τα «σκουπίδια των Δυτικών», ένα θέμα που δεν έχει μόνο οικονομική διάσταση αλλά και πολιτική.
Ετσι, στο καθαυτό πεδίο -το οποίο απαιτεί κάποια πειστική απάντηση στο ερώτημα «και τώρα τι κάνουμε με τα απόβλητά μας»- οι δυτικές οικονομίες αντιμετωπίζουν πρόβλημα, καθώς η χωρητικότητα των αποτεφρωτηρίων και των χώρων υγειονομικής ταφής είναι περιορισμένη. Το κόστος, δε, κατασκευής ενός καινούργιου αποτεφρωτηρίου καθιστά ασύμφορη τέτοια επένδυση (στοιχίζει σήμερα περί τα 200 εκατ. δολάρια).
Η πολιτική της απαγόρευσης εισαγωγής σκραπ στην Κίνα είναι μέρος ενός σχεδίου του προέδρου Σι Τζινπίνγκ ο οποίος στοχεύει στην κατάργηση των ρυπογόνων βιομηχανιών και στην άρση του περιβαλλοντικού κινδύνου που συνεπάγεται η λειτουργία τους, οπωσδήποτε όμως και στην αποφυγή των όποιων λαϊκών αντιδράσεων εξαιτίας της μόλυνσης.
Η «πράσινη» στροφή της Κίνας δημιουργεί μία σειρά από προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία αφού στερεί από πολλές χώρες τον σίγουρο προορισμό για τα απόβλητά τους. Αλλά, αν και έχει επέλθει ήδη αναστάτωση στο διεθνές εμπόριο σκραπ, αρκετοί είναι εκείνοι που ανακαλύπτουν τα θετικά σημεία της απαγόρευσης: οι οικολόγοι, λόγου χάρη, ισχυρίζονται ότι αναγκάζει τις πλούσιες χώρες (τον… επικαιροποιημένο Πρώτο Κόσμο, όπως αποκαλούσαν κάποτε οι Κινέζοι τις ΗΠΑ) να ξανασκεφτούν τι πρέπει κάνουν με τα απόβλητά τους και να δρομολογήσουν τις απαιτούμενες αλλαγές, τώρα που «έχασαν» το κινεζικό αραξοβόλι.
Η Κίνα κατέληξε να κυριαρχεί στο παγκόσμιο εμπόριο σκουπιδιών με τον ίδιο τρόπο που έχει κυριαρχήσει σε όλους τους τομείς του εμπορίου: επειδή η όρεξή της για πόρους -συμπεριλαμβανομένων των μεταχειρισμένων υλικών- είναι ακόρεστη, αφού αυτοί αποτελούν τη βάση τροφοδοσίας της αναπτυσσόμενης οικονομίας της.
Οι κινεζικές εισαγωγές ανακυκλωμένων υλικών (και ιδίως χαλκού) αξίας 24 δισ. δολαρίων, όπως προαναφέρθηκε, αριθμούν το ¼ του συνολικού όγκου των διεθνών συναλλαγών. Είναι χαρακτηριστικό το δεδομένο ότι περίπου οι μισές μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων στον Δυτικό Ειρηνικό ήταν σκουπίδια προς ανακύκλωση. Οπως γίνεται εύκολα κατανοητό, η εμπορική ναυτιλία, στον υποτομέα της «φορτηγά μεταφοράς σκουπιδιών», διατρέχει μεγάλο κίνδυνο.
Κέρδη και ζημίες
Φυσικά, λόγω της απαγόρευσης επιπτώσεις υπάρχουν και για την ίδια την Κίνα. Παράγοντες της δυτικής βιομηχανίας εκφράζουν την έκπληξή τους για τη μεταστροφή των κινεζικών αρχών και την προθυμία τους να θυσιάσουν, πλέον, τις ανάγκες της βιομηχανικής τους βάσης, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα επανεπεξεργασμένα υλικά (π.χ. η Κίνα ανακύκλωσε το 85% των 7 εκατομμυρίων τόνων πλαστικού που εισήγαγε το 2016, ενώ το υπόλοιπο 15% κατέληξε σε χώρους υγειονομικής ταφής ή αποτεφρώθηκε). Συνεπώς πολλές κινεζικές μονάδες επανεπεξεργασίας ανησυχούν για το μέλλον τους στην καινούργια, «πράσινη» κατάσταση πραγμάτων.
Κάποιοι βλέπουν και τα οφέλη, θεωρώντας ότι στο εξής η ανάπτυξη θα βασιστεί στα κινεζικά «πόδια» και θα απεξαρτηθεί από τις εισαγωγές δυτικών «σκουπιδιών». Ο Λιού Τζαν-χούο, ειδικός στη διαχείριση αποβλήτων στο Πανεπιστήμιο Τσιν-χούα, του Πεκίνου, χαρακτηρίζει με οικολογικό πνεύμα την απαγόρευση «καλά νέα για την ανακύκλωση οικιακών απορριμμάτων» – και στην Κίνα και στη Δύση.
Δείτε ένα πρόσφατο βίντεο με τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ να υποστηρίζει το οικολογικό «πρόταγμα» της πολιτικής του:
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News