Οι λέξεις έχουν τη δική τους ετυμολογία, τη δική τους ιστορία και τη δική τους χρήση. Για παράδειγμα: Γκώνεις με τζιέρια και καρότα;
Τζιέρι ή τζιγέρι, < τουρκική ciger < περσική cīgar.
Μπορεί στο μυαλό σας, αν δεν την ξέρετε τη λέξη, να την έχετε ως κάτι γλυκό, όμορφο, με ολόκληρα κομμάτια συναισθήματος, αφού πολλές φορές συναντάται ως προσφώνηση, έτσι θα την έχετε ακούσει: «Ό,τι θες εσύ τζιέρι μου, αγάπη μου, γιαβρί μου». Κι όμως τζιέρι σημαίνει «συκώτι»! Στον πληθυντικό αριθμό τα τζιέρια υποδηλώνουν τα σπλάχνα, τα εντόσθια – κυρίως σφάγιου. Οι γνωρίζοντες, επίσης, δεν χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη ως επιφώνημα αγάπης αλλά κυριολεκτικά. Αν κάποιος, λοιπόν, σας πει «μου ‘φαγες τα τζιέρια», σημαίνει ότι τον έχετε βασανίσει ψυχολογικά, του έχετε φάει τα συκώτια.
Καρότο, < λατινική-ιταλική carota < ελληνιστική κοινή καρωτόν < αρχαία ελληνική κάρα
Είναι η εδώδιμη ρίζα, που αρέσει τρελά στον Μπαγκς Μπάνι. Είναι μία εξαιρετική τροφή για τον οργανισμό αφού είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α και έχει αρκετή ποσότητα από βιταμίνες Β1, Β2 κ.ά. Προέρχεται από το Αφγανιστάν και τις γύρω περιοχές ενώ ήταν γνωστό φαρμακευτικό φυτό στην Αρχαία Ελλάδα με το όνομα Σταφλίνος. Στην Ευρώπη η καλλιέργειά του ξεκίνησε τον 13ο αιώνα και ήταν χρώματος μοβ, εξαιτίας κάποιων χρωστικών που περιείχε.
Επίσης σημαίνει -στην τεχνική ορολογία- το κυλινδρικό τμήμα εδάφους ή ασφάλτου που λαμβάνεται με ειδικό μηχάνημα, ως δείγμα, για να εξεταστεί η σύστασή του.
Μεταφορικά, ορίζει κάτι που δίνουμε για να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον του άλλου ώστε να ασχοληθεί με ένα θέμα, του πετάμε, δηλαδή, ένα καροτάκι. Το μαστίγιο, αμέσως μετά, προαιρετικά.
Γκώνω (και αγκώνω), < από το αρχαίο «ογκώ», μέσω του μεσαιωνικού «ογκώνω»
Σημαίνει εξογκώνομαι, πρήζομαι από το πολύ φαγητό, αισθάνομαι τον υπέρτατο κορεσμό. Το ρήμα είναι αμετάβατο («έφαγα πολύ και έγκωσα») και μεταβατικό («οι λουκουμάδες με γκώνουν»). Πρόκειται για μια δυσάρεστη αίσθηση κορεσμού πολύ κοντύτερα στο «μπουχτίζω», παρά στο «χορταίνω» φαγητό. Αν πρόκειται για γλυκά το «γκώνω» είναι λίγο πιο βαρύ από το «λιγώνω».
Πολλές φορές, όποιος έχει φάει πολύ, του σκασμού, και έχει γκώσει, λέμε ότι έχει «αγκούσα». Αυτή είναι μια μεσαιωνική λέξη, αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανώς προέρχεται από το βενετσιάνικο angossa, το οποίο ετυμολογείται από το λατινικό angustia (=τα στενά, η στενοχώρια).
Κατά άλλους, η λέξη είναι αρχαία ελληνική και αποτελεί παραφθορά του τύπου ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (=συσσωρεύομαι, εξογκώνομαι) που λέγαμε πιο πάνω. Ταυτόχρονα η αγκούσα είναι η δυσκολία αναπνοής, η δυσφορία λόγω ανεπάρκειας αέρα κατά την αναπνοή, η αίσθηση πνιγμού. Υπάρχει, υπό αυτόν τον τίτλο, ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, «Η αγκούσα» του Θοδωρή Τσάκωνα, από τις εκδόσεις NovelBooks-2011.
Κάποιοι λένε «έγκωσα» στον αόριστο και κάποιοι «όγκωσα». Η λέξη, φυσικά, δεν υπάρχει στα σύγχρονα μεγάλα λεξικά μας, επειδή ανήκει στη λαϊκή γλώσσα. Στην Κέρκυρα το ρήμα «γκώνω» σημαίνει «σκαλώνω», «μαγκώνω» και χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για το σκάλωμα του φαγητού επειδή αυτό είναι ξηρό ή πολύ.
Στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη η Ράλα διώχνει τον νιο ψαρά: «Σύρε στον ουρανό σου να χαθείς και παρθενιές δε θέλω / το άσπρο κρινάνθι σου μ’ αναγουλιάει κι η γλύκα σου με γκώνει».
Ας το κλείσω εδώ, πιθανώς να γκώσατε από τις πολλές πληροφορίες.
Πηγές
- Αντιδάνεια-Άννα Ιορδανίδου, Το Βήμα
- Βικιλεξικό
- Ελληνικό λεξικό Τεγόπουλος Φυτράκης
- Λέξεις που χάνονται-Νίκος Σαραντάκος, Το Βήμα
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News