Guardian Αντι Μπέκετ, περιγράφοντας την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη Βρετανία.
Καλώς ή κακώς, αποτελεί γεγονός πως η πολιτική σήμερα δεν αφορά τόσο τον διάλογο και τη συναίνεση όσο την παντελή περιφρόνηση του αντιπάλου, τον δογματισμό και τη στυγνή αντιπαράθεση. «Οι υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ είναι οργισμένοι με τους υπέρμαχους του Brexit και αντιστρόφως. Οι συνταξιούχοι βάλλουν κατά των millennials, οι εθνικιστές κατά των μεταναστών, οι λαϊκιστές κατά των ελίτ, οι συντηρητικοί επαρχιώτες κατά των φιλελεύθερων αστών» επισημαίνει σε εκτενές κείμενό του ο ιστορικός και δημοσιογράφος τουΥπογραμμίζοντας πως οι Βρετανοί εμφανίζονται διχασμένοι όσο ποτέ άλλοτε για όλα σχεδόν τα κρίσιμα ζητήματα που τους απασχολούν, είτε πρόκειται για την ελευθερία του λόγου και τα δικαιώματα των μειονοτήτων είτε για τη μορφή της οικονομίας ή τις πολιτισμικές αξίες και τα κοινωνικά ιδεώδη, ο Μπέκετ υπενθυμίζει πως σε πολλές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, από τις ΗΠΑ έως την Ιταλία και την Αυστραλία, «η πολιτική κατέληξε να είναι σεχταριστική, αποσπασματική και, όπως φαίνεται, εκτός ελέγχου».
Οι θεωρίες του βρετανού κοινωνιολόγου Αντονι Γκίντενς, ο οποίος χάραξε τον περίφημο Τρίτο Δρόμο που τοποθετείται «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς» και ακολούθησαν κατά το παρελθόν πολιτικοί όπως ο Μπιλ Κλίντον, ο Ζακ Σιράκ, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ και φυσικά, ο Τόνι Μπλερ, είναι, πλέον, παρωχημένες, ενώ τείνει να κυριαρχήσει μια μακιαβελική ερμηνεία της πολιτικής ως τόπος διαρκούς αντιπαράθεσης με στόχο την επικράτηση και όχι τη συναίνεση. «Για τους υποστηρικτές του Κόρμπιν οι εσωκομματικοί επικριτές του είναι αποτυχημένοι και προδότες. Για πολλούς μη υποστηρικτές και βουλευτές των Τόρις, η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι αποτελεί ένα ανήθικο πείραμα λιτότητας και ενίσχυσης των προκαταλήψεων».
Γιατί, όμως, απέτυχε ο Τρίτος Δρόμος; Σύμφωνα με τον Μπέκετ, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η παραπλανητική υπόσχεση για μια πολιτική δίχως συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Προς επίρρωση της άποψής του επικαλείται τις θεωρίες της βελγίδας πολιτικής φιλοσόφου Σαντάλ Μουφ και συγγραφέα του βιβλίου «Επί του πολιτικού» που κυκλοφόρησε το 2005 στη Βρετανία, χρονιά κατά την οποία οι Νέοι Εργατικοί του Τόνι Μπλερ και του Γκόρντον Μπράουν κέρδισαν για τρίτη συναπτή φορά την εξουσία.
Διερευνώντας την επιχειρηματολογία των υποστηρικτών του Τρίτου Δρόμου και μιας ακομμάτιστης και ελεύθερης από στρατεύσεις (μετα)δημοκρατίας, μιας κοσμοπολίτικης δημοκρατίας και μιας παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών, η Μουφ υποστηρίζει αντιθέτως πως την ουσία της πολιτικής την ορίζει κατά κύριο λόγο η ανταγωνιστική διάστασή της.
«Σε μια δημοκρατία, διαφορετικές ομάδες ανταγωνίζονται για την κατάκτηση της εξουσίας, οπότε η πολιτική συνεπάγεται ασυμβίβαστα διλήμματα “για τα οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει καμία λογική (αντικειμενική) λύση”. Αυτές οι συγκρούσεις καταλήγουν σε παροδικές νίκες, ενώ στη συνέχεια η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στον νικητή και στον ηττημένο αλλάζει χάρη σε κοινωνικές ή άλλες αλλαγές και η αντιπαράθεση αρχίζει εκ νέου» εξηγεί ο Μπέκετ.
Η Μουφ θεωρεί πως αυτές οι ανεπίλυτες διαμάχες δεν αποτελούν απειλή για τη δημοκρατία αλλά τη ζωτική ουσία της. «Για να μπορεί να κινητοποιεί τα πάθη, για να κερδίζει τη φαντασία των ανθρώπων η δημοκρατική πολιτική πρέπει να έχει έναν συγκρουσιακό χαρακτήρα». Για να είναι υγιής μια δημοκρατία, είναι απαραίτητη η ύπαρξη «αντίπαλων στρατοπέδων με τα οποία μπορούν να ταυτίζονται οι άνθρωποι». Για να ενδιαφέρονται οι πολίτες για την πολιτική, πρέπει να υπάρχουν δύο αντίπαλες παρατάξεις, «Εμείς» και «Αυτοί» ενώ κάθε απόπειρα απαλοιφής της εν λόγω αντιπαλότητας μέσω της επίτευξης μιας ευρείας συναίνεσης είναι καταδικασμένη να αποτύχει, γιατί όσο ευρεία και να είναι η συναίνεση, δεν μπορεί να ικανοποιεί τους πάντες.
Εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της καταδικασμένης σε αποτυχία στρατηγικής υπήρξε, σύμφωνα με τη Μουφ, ο Τρίτος Δρόμος. «Αντί να δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πιο ώριμη και συναινετική δημοκρατία», προειδοποιούσε, τότε, πως θα είχε ως αποτέλεσμα «ακριβώς το αντίθετο». Θα δημιουργούσε μια κοινωνία στην οποία οι διαμάχες που οι Νέοι Εργατικοί αποπειράθηκαν να καταπνίξουν ή αρνούνταν την ύπαρξή τους θα επανέρχονταν στο προσκήνιο πολύ πιο έντονες σε σχέση με το παρελθόν. Οι αντίπαλες παρατάξεις δεν θα αναγνωρίζονταν, η μία από την άλλη, ως θεμιτοί ανταγωνιστές αλλά ως θανάσιμοι εχθροί. Στη Βρετανία και στην υπόλοιπη Δύση, υπογράμμιζε, «οι συνθήκες είναι ιδανικές για δημαγωγούς, για την αποξένωση από τα κόμματα και για την ανάπτυξη άλλων συλλογικών ταυτοτήτων, εθνικιστικών, θρησκευτικών ή εθνοτικών». Ειδικότερα, αυτό που προέβλεψε η Σαντάλ Μουφ ήταν η άνοδος του «δεξιόστροφου λαϊκισμού».
Οσον αφορά τους νέους σχεδόν απολιτικούς πολιτικούς που επιδιώκουν εκ νέου να μετατοπίσουν το κέντρο βάρους της πολιτικής πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς, ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του γάλλου προέδρου. «Ο Μακρόν προσπαθεί να κάνει ό,τι έκανε και ο Μπλερ» επισήμανε η Μουφ. Λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, ότι λιγότερο από ενάμιση χρόνο μετά την εκλογή του στην προεδρία οι Γάλλοι που εγκρίνουν τις πολιτικές του δεν ξεπερνούν το 30%, διαπιστώνεται πως η συναινετική πολιτική αδυνατεί να συγκινήσει τα πλήθη. Οσον αφορά το μέλλον, «η κύρια μάχη θα είναι ανάμεσα στον δεξιόστροφο και τον αριστερόστροφο λαϊκισμό. Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο προς μια νέα πιο αυταρχική μορφή νεοφιλελευθερισμού ή προς μια νέα, πολύ πιο δημοκρατική, πολιτική» κατέληξε η βελγίδα θεωρητικός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News