Επί 70 λεπτά, όσο διαρκούσε το κάθε επεισόδιο, οι δρόμοι των πόλεων ερήμωναν, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξανόταν αξιοσημείωτα ενώ ακόμα και οι μικροεγκληματίες προτιμούσαν να κάνουν ένα διάλειμμα, για να το παρακολουθήσουν, παρά να παρανομήσουν. Μεταξύ των φανατικών της ασπρόμαυρης τηλεοπτικής σειράς συγκαταλεγόταν ακόμα και ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Μάλιστα ο επικεφαλής της ΕΣΣΔ φέρεται να άλλαξε την καθιερωμένη ώρα συνάντησης των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθεί απερίσπαστος τις «Δεκαεπτά Στιγμές της Άνοιξης».
Από την 11η Αυγούστου του 1973 και για τις επόμενες έντεκα συναπτές βραδιές, στις επτά και μισή το απόγευμα, από 50 έως και 80 εκατομμύρια πολίτες της πρώην ΕΣΣΔ παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι την ιστορία ενός σοβιετικού κατασκόπου που καταφέρνει να διεισδύσει στους κόλπους των ναζιστών με στόχο να υπονομεύσει την «Επιχείρηση Ανατολή» (Operation Sunrise), τις μυστικές συνομιλίες, δηλαδή, μεταξύ των Γερμανών και των Αμερικανών με στόχο την επίτευξη μιας ξεχωριστής ειρηνευτικής συμφωνίας κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου.
Όπως τα περισσότερα πολιτισμικά δημιουργήματα των Σοβιετικών κατά τη δεκαετία του ’70, επίσημα οι «Δεκαεπτά Στιγμές» ήταν μια προπαγανδιστική παραγωγή που εντασσόταν στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που είχε αρχίσει να εφαρμόζει ο νέος επικεφαλής της KGB, Γιούρι Αντρόποφ, με στόχο τη βελτίωση της δημόσιας εικόνας της υπηρεσίας κρατικής ασφάλειας της ΕΣΣΔ.
«Ο Αντρόποφ είχε την αίσθηση ότι εξουσία της KGB είχε πληγεί από τις μεταρρυθμίσεις αποσταλινοποίησης του Νικίτα Χρουστσόφ. Ήθελε να αποκαταστήσει το κύρος και την αύρα μυστηρίου της δουλειάς των μυστικών πρακτόρων, ευελπιστώντας να προσελκύσει νεαρούς, μορφωμένους ανθρώπους», εξήγησε μιλώντας στον Guardian, η Ντίνα Νιούμαν, δημοσιογράφος του BBC World Service η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μόσχα. Την ημέρα που άρχισε η προβολή των «Δεκαεπτά Στιγμών» εκείνη ήταν οχτώ ετών.
Ο Αντρόποφ είχε ζητήσει τη συγγραφή βιβλίων, τη σύνθεση τραγουδιών και την παραγωγή ταινιών, επιδιώκοντας να εξυμνήσει το δύσκολο έργο των ρώσων κατασκόπων εκτός της σοβιετικής επικράτειας. Ένα από τα κείμενα που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο αυτό, ανήκε στον συγγραφέα Γιουλιάν Σεμιόνοφ, ο οποίος είχε πρόσβαση στα αρχεία της KGB, όπου συμπεριλαμβάνονταν και οι απόρρητοι φάκελοι της «Επιχείρησης Ανατολή».
Η συγγραφή των «Δεκαεπτά Στιγμών» ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες ενώ η μεταφορά τους στη μικρή οθόνη εγκρίθηκε πριν ακόμα και από την έκδοσή τους. Επικεφαλής των γυρισμάτων ήταν μία από τις λίγες σκηνοθέτιδες της Σοβιετικής Ένωσης, η Τατιάνα Λιόζνοβα. Και παρότι αναγκάστηκε να εργαστεί υπό την επίβλεψη του αναπληρωτή του Αντρόποφ και δύο ακόμη πρακτόρων της KGB, κατάφερε να μετατρέψει την προπαγάνδα σε τέχνη, επιλέγοντας για τον ρόλο του μυστικού πράκτορα Μαξ Οτο Φον Στίρλιτς, τον ηθοποιό Βιατσεσλάβ Τιχόνοφ.
Στην εξαιρετική επιτυχία των «Δεκαεπτά Στιγμών» συνέβαλε και η μουσική του σοβιετικού συνθέτη Μιχαήλ Ταριβερντίεφ. «Η μουσική του Ταριβερντίεφ εξωτερικεύει τoν ψυχικό κόσμο του Στίρλιτς», εξήγησε από την πλευρά του ο βρετανός μουσικός και παραγωγός Στίβεν Κόουτς, ο οποίος το τελευταίο διάστημα εργάζεται για την επανακυκλοφορία των έργων του συνθέτη ενώ ανέλαβε και τη διοργάνωση μιας μαραθώνιας διήμερης προβολής όλων των επεισοδίων των «Δεκαεπτά Στιγμών» που θα πραγματοποιηθεί στον Οίκο Πούσκιν του Λονδίνου κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου.
Θεωρεί επίσης ότι η τεράστια απήχηση της σειράς στο σοβιετικό κοινό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι πραγματεύεται τα θέματα της απώλειας και του χωρισμού. «Ένας από τους λόγους που η σειρά εξακολουθεί να είναι επίκαιρη, έγκειται στο ότι διατηρεί μια ανεπαίσθητη αίσθηση φόβου, των ανθρώπων που παρακολουθούνται. Απεικονίζοντας τη Γερμανία του Χίτλερ, απεικονιζόταν η Ρωσία. Οι άνθρωποι μπορεί να πηγαίνουν στις δουλειές τους αλλά δεν είναι ποτέ πραγματικά ελεύθεροι», πρόσθεσε.
Ένας σοβιετικός αντί – Τζέιμς Μποντ
Μετά την ολοκλήρωση της προβολής των «Δεκαεπτά Στιγμών», ο Στίρλιτς αναδείχτηκε αμέσως σε λαϊκό ήρωα ως ένας σοβιετικός αντί – Τζέιμς Μποντ. «Είναι πολύ διαφορετικός από τον Μποντ. Ξοδεύει περισσότερο χρόνο ατενίζοντας μέσα από τα παράθυρα παρά συνθλίβοντάς τα», ανέφερε ο Στίβεν Κόουτς.
Ο Τζέρεμι Ντουνς, συγγραφέας κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων, θα ήθελε να μάθει εάν έχει δει τις «Δεκαεπτά Στιγμές» ο Τζον Λε Καρέ, γιατί θεωρεί πως «ο Στίρλιτς μοιάζει περισσότερο στον Τζορτζ Σμάιλι παρά σε έναν ρώσο Τζέιμς Μποντ: είναι ένας μεθοδικός, ψυχρός τύπος που σιωπηλά παρατηρεί την ώρα που όλοι οι άλλοι σκάβουν το λάκκο τους».
Από το 1973 και μετά, η σειρά επαναπροβαλλόταν κάθε χρόνο σε όλα τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ, με το πρώτο επεισόδιο να μεταδίδεται την 9η Μαΐου, ημέρα κατά την οποία από το 1945 κι έπειτα εορτάζεται η παράδοση των ναζιστικών δυνάμεων στους Σοβιετικούς και το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Όσον αφορά τον αρχικό σκοπό της τηλεοπτικής παραγωγής, πράγματι, οι «Δεκαεπτά Στιγμές» συνέβαλαν στην τόνωση της εμπιστοσύνης των Σοβιετικών στις μυστικές υπηρεσίες τους αλλά και στην ενίσχυση της ιδέας ότι ο πόλεμος κατά του ναζισμού κερδήθηκε αποκλειστικά από τους Σοβιετικούς.
Ο «Στίρλιτς» για πρόεδρος της Ρωσίας
Το 1991, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ένας κινηματογραφιστής από την Αγία Πετρούπολη γύρισε μια ταινία μικρού μήκους για έναν τοπικό δημοτικό σύμβουλο που είχε εργαστεί ως μυστικός πράκτορας των Σοβιετικών στην Ανατολική Γερμανία. Σε μια από τις σκηνές αναπαράγεται το τέλος των «Δεκαεπτά Στιγμών», όπου ο Στίρλιτς εμφανίζεται να επιστρέφει, οδηγώντας, στο Βερολίνο. Στην ταινία μικρού μήκος ο άσημος δημοτικός σύμβουλος οδηγεί ένα GAZ Volga ενώ ακούγεται μόνον το κύριο θέμα της σύνθεσης του Ταριβερντίεφ για τις «Δεκαεπτά Στιγμές». Πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν ο σημερινός πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν!
Το αποτέλεσμα ήταν «να αρχίσουν οι άνθρωποι να συσχετίζουν τον Πούτιν με τον Στίρλιτς», σημείωσε η Ντίνα Νιούμαν, προσδιορίζοντας, όμως, ότι ο ρώσος πρόεδρος δεν έχει επιβεβαιώσει ποτέ ευθέως ότι αποφάσισε να γίνει κατάσκοπος εξαιτίας των «Δεκαεπτά Στιγμών». Αλλά ήταν 21 ετών όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά η σειρά ενώ δύο χρόνια μετά κατατάχθηκε στην KGB.
Σίγουρα, πάντως, ο συσχετισμός δεν ζημίωσε τον Πούτιν. Γιατί το 1999, δημοσκόπηση της εφημερίδας Kommersant είχε αποκαλύψει ότι πρώτος στις προτιμήσεις των ρώσων πολιτών ως ο πιο ιδανικός για την προεδρία, ήταν ο θρυλικός (και νεκρός) στρατάρχης Ζούκοφ ενώ δεύτερος ο (φανταστικός) Στίρλιτς. Στο εξώφυλλο, μάλιστα, μιας συμπληρωματικής εβδομαδιαίας έκδοσης της ρωσικής εφημερίδας υπήρχε μια φωτογραφία του Στίρλιτς και από κάτω η λεζάντα «Πρόεδρος – 2000».
Νικητής, τελικά, στις προεδρικές εκλογές εκείνης της χρονιάς αναδείχτηκε ο Βλαντίμιρ Πούτιν. «Ο προηγούμενος πρόεδρος (ο Γέλτσιν) τα έπινε, ήταν αστείος, γενναιόδωρος. Πλέον οι άνθρωποι ήθελαν κάποιον λιγότερο Ρώσο», εξήγησε η Νιούμαν, υποστηρίζοντας πως εν μέσω της διαφθοράς και της δυσπιστίας που επικρατούσε στη Ρωσία στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Πούτιν ξεχώριζε εξαιτίας και του γεγονότος ότι είχε κοινά στοιχεία με τον Στίρλιτς. «Η εξουσία πρέπει να είναι μυστηριώδης και μαγική. Ειδικά στη Ρωσία», είχε δηλώσει τον Οκτώβριο του 2000 ο Γκλεμπ Πάβολβσκι, πρώην σύμβουλος του ρώσου προέδρου, «και ο Πούτιν ικανοποιεί αυτήν την ανάγκη απόλυτα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News