Τα θαύματα της φύσης δεν μπορεί να τα δει κανείς όλα με την ίδια ευκολία. Η τάφρος της Ναζαρέ, για παράδειγμα, είναι ένα τεράστιο υποθαλάσσιο φαράγγι στα ανοικτά των ακτών της Ναζαρέ στην Κεντρική Πορτογαλία, που προκαλεί μνημειώδεις στροβιλισμούς στα νερά του Ατλαντικού Ωκεανού. Εχει βάθος τουλάχιστον 5 χλμ. και μήκος περίπου 230 χλμ. όσο δηλαδή το μισό Γκράν Κάνιον αλλά είναι σχεδόν τρεις φορές πιο βαθύ.
Ενας κυματισμός, που έρχεται από μακριά, περνώντας πάνω από αυτό το υποβρύχιο φαράγγι, καθώς χτυπάει στους γκρεμούς του, επιταχύνεται και διογκώνεται τόσο πολύ ώστε όταν σκάει στις ακτές έχει μετατραπεί σε κύμα τεραστίων διαστάσεων.
Είναι ίσως το μεγαλύτερο κύμα στον κόσμο, το πιο φαρδύ, το πιο παχύ και το πιο ψηλό, συχνά, μάλιστα, τον χειμώνα ξεπερνάει τα 30 μέτρα (ύψος εννεαώροφου κτιρίου) γράφει το Smithsonian. Εχει σκοτώσει πολλούς ναυτικούς, η πόλη Ναζαρέ, άλλωστε, ήταν γνωστή στην Πορτογαλία και ως τόπος θανάτου, ακόμη ζουν στα σοκάκια της μαυροφορεμένες χήρες ψαράδων.
Ο Βάσκο ντα Γκάμα σταμάτησε εδώ το 1497, πριν φύγει για την Ινδία, αλλά ήταν το καλοκαίρι, πριν αρχίσει να θεριεύει το φονικό κύμα. Για 400 χρόνια η Ναζαρέ ήταν λιμάνι ψαράδων, και συχνά τα αλιευτικά σκάφη όταν συναντούσαν το κύμα τσακίζονταν πάνω στις βραχώδεις ακτές.
Οι κάτοικοί της (όπως και πολλών άλλων φτωχών πόλεων της Πορτογαλίας), απελπισμένοι από τους κινδύνους, τους θανάτους και την παρακμή του κλάδου της αλιείας, μετανάστευσαν στην Αμερική, στις πορτογαλικές αποικίες της Αφρικής και στην Απω Ανατολή αναζητώντας καλύτερη ζωή.
Το 2005 κάποιος ονόματι Ντίνο Κασιμίρο είχε την ιδέα να στείλει μια πρόσκληση στον κορυφαίο αμερικανό σέρφερ Γκάρετ ΜακΝναμάρα πιστεύοντας ότι με τη βοήθειά του η Ναζαρέ θα μπορούσε να αναπτυχθεί τουριστικά.
Και τα κατάφερε, αν και η απάντηση στο e-mail του άργησε πολύ να έρθει. Ο Γκάρετ δεν του απάντησε, γιατί εκείνο τον καιρό ταξίδευε σε όλο τον κόσμο γυρίζοντας σκηνές για την ατελείωτη ταινία του «Waterman» και αναζητώντας ένα κύμα 30 μέτρων.
Ο πρώτος γάμος του είχε τελειώσει, το χάος γύρω του είχε αρχίσει να τακτοποιείται, ήταν ερωτευμένος ξανά, και η Νικόλ, ο νέος του έρωτας, έγινε η σταθερή δύναμη που του είχε λείψει από την ώρα που γεννήθηκε.
Μια μέρα του 2010 η Νικόλ βρήκε το e-mail του Ντίνο και λίγους μήνες αργότερα το ζευγάρι στεκόταν στον ψηλό βράχο κοντά στον φάρο του Ναζαρέ παρατηρώντας σιωπηλά το τεράστιο κύμα. Και τότε ο Γκάρετ παραδέχτηκε ότι ήταν το μεγαλύτερο που είχε δει ποτέ.
Μια ζωή γεμάτη περιπέτειες
51 ετών σήμερα, ο Γκάρετ ΜακΝαμάρα είχε δει πολλά κύματα στη ζωή του πριν έρθει στη Ναζαρέ όπου έχει πλέον εγκατασταθεί. Ο «αυτοσχεδιασμός» είναι ο ευγενέστερη λέξη για να περιγράψει κανείς την ανατροφή του αφού από βρέφος αναγκάστηκε να ταξιδεύει από τη μια άκρη της Αμερικής μέχρι την άλλη ζώντας σε κοινόβια μαζί με την εκκεντρική μητέρα του που αναζητούσε απαντήσεις στα υπαρξιακά της ερωτήματα.
Οπως γράφει στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Hound of the Sea» που κυκλοφόρησε το 2016, ο Γκάρετ ήταν 5 χρονών όταν έγινε μάρτυρας μιας τρομερά βίαιης σκηνής στην Κεντρική Αμερική. Η μητέρα του έπεσε αναίσθητη αιμορραγώντας όταν ο εξαγριωμένος σύντροφός της τη χτύπησε στο κεφάλι.
Κάθε τόσο η μητέρα του εγκατέλειπε τον μικρό Γκάρετ σε αγνώστους, στη Γουατεμάλα κάποιος αγρότης που διαπίστωσε πόσο παραμελημένος ήταν ζήτησε να τον υιοθετήσει. Ομως εκείνη τον πήρε και πάλι μαζί της και έφυγαν για το Μπέρκλεϊ, όπου ασπάστηκε τη σέκτα Christ Family (Οικογένεια του Χριστού) και ορκίστηκε να απαλλαγεί από κάθε τι υλικό. Χάρισε, λοιπόν, όλα τα υπάρχοντά τους και όσα χρήματα είχαν, κρατώντας μόνο μερικά σεντόνια που έγιναν οι χιτώνες τους…
«Περπατούσαμε ξυπόλυτοι στην οδό Εμερσον στο Μπέρκλεϊ, η μητέρα μου, ο αδελφός μου Λίαμ κι εγώ,φορώντας εκείνες τις λευκές ρόμπες με ένα σχοινί για ζώνη. Κρυβόμουν για να μη με δουν οι φίλοι μου, αλλά με είδαν. Ηταν μια από τις πιο ταπεινωτικές στιγμές της ζωής μου» γράφει ο Γκάρετ, που ήταν τότε 7 ετών και αναγκαζόταν να ζητιανεύει για να φάει. Πάνω από έξι μήνες ζούσαν μεταξύ Μπέρκλεϊ και Μάουντ Σάστα (το μυστικιστικό όρος των οπαδών του Νew Αge στις ΗΠΑ), τρώγοντας σκουπίδια μέχρι που η μητέρα του αποφάσισε να αφήσει τον Γκάρετ στον πατέρα του στο Μπέρκλεϊ. Και τότε ο πιτσιρικάς αφοσιώθηκε στην κάνναβη και στο skateboard, ό,τι πιο κοντινό, δηλαδή, στο surf.
Υστερα από μερικά χρόνια η μητέρα του εμφανίστηκε και πάλι ξαφνικά μαζί με τον καινούργιο της σύντροφο, έναν νεαρό μαύρο τραγουδιστή. Μετανάστευσαν στη Χαβάη φορώντας πλέον πορτοκαλί μπουφάν και γιλέκα με χρυσά σιρίτια, λουστρίνι παπούτσια και λαδωμένα μαλλιά θυμίζοντας «κάτι από Jackson 5».
Μετά από μια δεκαετία ακραίων καταστάσεων, με παραμέληση, κακοποίηση, ναρκωτικά και σχεδόν τρέλα, αλλοτρίωση, ξεριζωμό και φανατική πίστη, δραπετεύοντας μέσα από ζούγκλες και ερήμους, ο Γκάρετ ρίζωσε στη βόρεια ακτή του Οχάου – στο τρίτο μεγαλύτερο νησί της Χαβάης.
«Ναι, ήταν κακό» γράφει, αλλά πλέον έχει συγχωρήσει τη μητέρα του γιατί τον έφερε στη Χαβάη όπου κατάφερε να απελευθερωθεί από όλα τα κακά. «Θα μπορούσα να τα παρατήσω και να πω “αυτός είμαι”. Αλλά επέλεξα να μη γίνω θύμα. Απλά συνέχισα, αναζητώντας την ευτυχία. Ημουν πολύ φιλόδοξος να βρω την ασφάλεια, γιατί ποτέ δεν υπήρχε κάτι ασφαλές στη ζωή μου».
Η οικογένεια ζούσε φτωχικά σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα μιας ξεπεσμένης πολυκατοικίας στο Βαϊαλούα, που δεν τους προσέφερε καμία ασφάλεια, και το χειρότερο: τα δύο λευκά παιδιά, ο Γκάρετ και ο Λίαμ, έπρεπε να αντιμετωπίζουν και το bulling των συμμαθητών τους στο γυμνάσιο του νησιού. Αλλά ούτε οι ωκεανοί τους πρόσφεραν μεγάλη ανακούφιση. «Τα μεγάλα κύματα με τρομοκρατούσαν, φοβόμουν κάθε κύμα πάνω από δύο μέτρα» λέει, αλλά συνέχιζε να σερφάρει.
Η τυχερή στιγμή ήρθε στα 16 του όταν ήρθε στο νησί ένας περουβιανός surfer, ο Γκουστάβο Λαμπάρθε. Γοητευμένος από το ιδιαίτερο στυλ του Γκάρετ, ο Λαμπάρθε τού δάνεισε την -πολύ εξελιγμένη- ιστιοσανίδα του και ο πιτσιρικάς ένιωσε πως ήταν ο βασιλιάς Αρθούρος και η ιστιοσανίδα το εξκάλιμπέρ του. Ηταν τόσο χαρούμενος, που στο τέλος της μέρας οδήγησε απρόσεκτα στην ακτή, η μύτη της σανίδας καρφώθηκε στην άμμο και η σανίδα λύγισε στη μέση.
Ο Γκάρετ αναγκάστηκε να πλένει το αυτοκίνητο του Λαμπάρθε για να τον ξεπληρώσει, όμως γρήγορα βρήκε χορηγούς και πήρε μέρος στο «Triple Crown», τον μυθικό αγώνα της Χαβάης. Το βραβείο και τα χρήματα που κέρδισε του άνοιξαν τον δρόμο για την κορυφή. Το 1990 τραυματίστηκε άσχημα, αλλά παρά τους φόβους ότι δεν θα μπορούσε να γυρίσει στα κύματα, που εν τω μεταξύ είχε λατρέψει, τα κατάφερε και πάλι. Το 2002 κέρδισε το Tow Surfing World Cup στο Μαουί και καθώς μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο γενναίος, αποκτούσε τη σοφία και τη γνώση των ωκεανών.
Οταν τελικά έφθασε στο Ναζαρέ, πέντε χρόνια μετά την πρόσκληση του Ντίνο, και έριξε μια ματιά στο μεγαλύτερο κύμα που είχε δει ποτέ, ο Γκάρετ ΜακΝαμάρα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να το τιθασεύσει οδηγώντας ένα τζετ σκι. Στο απόγειο του ενθουσιασμού του όμως ένα e-mail του Κέλι Σλέιτερ τον προσγείωσε. Εντεκα φορές παγκόσμιος πρωταθλητής του surf, ο Σλέιτερ του έγραψε ότι πάει συχνά στο Ναζαρέ για να σερφάρει σε μικρότερα κύματα, «για να διαλογιστεί και να νιώσει τη δύναμη της θάλασσας». Το μήνυμά του, όμως, είχε και μια τρομερή προειδοποίηση: «Αρκεί ίσως ένα λάθος για να μην ξαναγυρίσεις στο σπίτι σου» του έγραψε.
Σπάζοντας ρεκόρ
- Τον Νοέμβριο του 2011, ο Γκάρετ ΜακΝαμάρα μπήκε στο βιβλίο καταγραφής παγκόσμιων ρεκόρ Γκίνες οδηγούμενος από ένα τζετ σκι πάνω σε ένα κύμα 24 μέτρων στην παραλία Πράια ντο Νόρτε της Ναζαρέ, σπάζοντας το προηγούμενο ρεκόρ που ήταν ένα πόδι (0,305 μ.) λιγότερο.
- Τον Ιανουάριο του 2013, ο Μακναμάρα έσπασε το δικό του παγκόσμιο ρεκόρ οδηγώντας πάνω σε ένα κύμα 30 μέτρων, επίσης στα ανοικτά της Ναζαρέ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News