Στις 14 Ιουλίου 1948, λίγο μετά το μεσημέρι, ένας φασίστας φοιτητής πυροβόλησε τρεις φορές τον γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας Παλμίρο Τολιάτι έξω από το κοινοβούλιο. Ο δράστης συνελήφθη επιτόπου, ο δε Τολιάτι διεκομίσθη στο νοσοκομείο τραυματισμένος στον αυχένα και πιο σοβαρά στον έναν πνεύμονα.
Δεν υπήρχε οργανωμένο σχέδιο. Ο σικελός φοιτητής της Νομικής είχε δράσει μόνος του, διότι θεωρούσε τον κομμουνιστή ηγέτη «το πιο επικίνδυνο στοιχείο στην ιταλική πολιτική ζωή». Υπό άλλες συνθήκες, η απόπειρα δολοφονίας θα προκαλούσε μάλλον περιορισμένες αντιδράσεις. Η ατμόσφαιρα της εποχής, όμως, είναι διεθνώς ακραία ψυχροπολεμική, και η Ιταλία φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση. Μολονότι μόλις πριν από τρεις μήνες, στις 18 Απριλίου, η Ιταλία είχε διεξαγάγει τις πρώτες εκλογές μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από τη χώρα, στις οποίες οι Χριστιανοδημοκράτες με 48% έναντι 31% κέρδισαν καθαρά το λαϊκό μέτωπο των Κομμουνιστών και Σοσιαλιστών, οι εντάσεις δεν είχαν καταλαγιάσει και η χώρα παρέμενε εξαιρετικά διχασμένη. Μια σπίθα χρειαζόταν για να φουντώσουν τα πάθη.
«Πυροβόλησαν τον Τολιάτι»! Η είδηση διαδίδεται αστραπιαία σε ολόκληρη την Ιταλία. Τα πράγματα αγριεύουν γρήγορα. Όπλα βγαίνουν από τις κρύπτες τους και μοιράζονται στους εργάτες της FIAT, οι οποίοι έχουν καταλάβει τα εργοστάσια. Αργά το απόγευμα, πυροβολούνται αστυνομικοί στην ογκώδη διαδήλωση της Γένοβας, και την επομένη κηρύσσεται η πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σε άλλες πόλεις, οπλισμένες ομάδες αφοπλίζουν αστυνομικούς. Στην περιφέρεια της Σιένα, καταλαμβάνεται το τηλεφωνικό κέντρο που συνδέει τον Νότο με τον Βορρά και οι επικοινωνίες διακόπτονται. Διαδηλώσεις οργανώνονται σε ολόκληρη τη χώρα. Αποφασίζεται αυθόρμητα γενική απεργία απεριόριστης διάρκειας. Η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης: δεκάξι νεκροί, εκ των οποίων πέντε αστυνομικοί, και περισσότεροι από 200 τραυματίες θα είναι ο τελικός απολογισμός.
Τις μέρες εκείνες διεξαγόταν ο Γύρος της Γαλλίας στον οποίο συμμετείχε ο Τζίνο Μπάρταλι, διάσημος ποδηλάτης διεθνώς χάρη στις πολλές και μεγάλες νίκες του πριν από τον πόλεμο, ιδίως τις πρωτιές στους Γύρους της Ιταλίας (1936, 1937) και της Γαλλίας (1938). Με χρονική υστέρηση 20 λεπτών από το ανερχόμενο αστέρι των Γάλλων, Λουιζόν Μπομπέ, τα πράγματα ήταν δύσκολα για τον «άνθρωπο από σίδερο» λίγο πριν ξεκινήσουν οι δύσκολες διαδρομές τωνΑλπεων.
Το βράδυ της 14ης Ιουλίου, ο πρωθυπουργός Αλτσίντε ντε Γκάσπερι επικοινώνησε μαζί του, τον ενημέρωσε για την επίθεση στον Τολιάτι και την έκρυθμη κατάσταση στη χώρα, και τού ζήτησε να κάνει αυτό που ξέρει καλά: να αγωνιστεί και να νικήσει. Την επομένη, ο Μπάρταλι κέρδισε μέσα στη βροχή το ετάπ της Μπριανσόν καλύπτοντας τη διαφορά από τον Μπομπέ, στις 16 Ιουλίου επίσης καθαρά το ετάπ του Εξ-λε-Μπεν εδραιώνοντας την πρωτιά του, και τελικά στέφεται νικητής του Γύρου με 14 λεπτά προβάδισμα από τον δεύτερο, και 32 από τον Μπομπέ. Ενα θαύμα, αν σκεφτεί κανείς ότι έχουν περάσει δέκα χρόνια από την προηγούμενη νίκη του στον Γύρο της Γαλλίας ― επίτευγμα που ουδέποτε θα επαναληφθεί από άλλον.
Το ένα θαύμα φέρνει το άλλο. Η ανάσταση του «ευσεβούς Τζίνο», ανασταίνει τη χώρα.
Στις οκτώ και τέταρτο το βράδυ, το ραδιόφωνο μεταδίδει το σπουδαίο νέο, καθώς οι τελευταίες κόκκινες σημαίες από τη μεγάλη διαδήλωση στη Ρώμη επιστρέφουν προς τα κομματικά γραφεία. Τα παράθυρα ανοίγουν, οι δρόμοι στις γειτονιές γεμίζουν, τα πρόσωπα λάμπουν, ο ένας λέει στον άλλον: «Τα ‘μαθες; Σκόνη έκανε τους Γάλλους ο Μπάρταλι». Ένας βουλευτής μπαίνει μέσα στη Βουλή φωνάζοντας: «Ο Μπάρταλι κέρδισε». Η είδηση προκαλεί ευφορία και οι εντάσεις εξαχνώνονται. Μισανοίγοντας τα μάτια του, ο ταλαιπωρημένος από τη δύσκολη χειρουργική επέμβαση Τολιάτι ρωτάει «Τι έκανε ο Μπάρταλι;», ακούει τα ευχάριστα νέα, και συστήνει νηφαλιότητα στους συνεργάτες του.
Ενθουσιασμένη και περήφανη, η χώρα γιορτάζει τη νίκη. Δύσκολα μετά τη γιορτή, ξαναγυρίζει κανείς στην αντιπαράθεση. Οι διαφορές μπορούν να περιμένουν, η γενική απεργία λήγει, και τα πράγματα τραβούν τον δρόμο τους.
Τα γεγονότα είναι πραγματικά, αλλά κυρίως οι Καθολικοί έδωσαν έμφαση σε αυτά. Ο Μπάρταλι ήταν το πρότυπό τους: φτωχόπαιδο που πέτυχε χάρη στις προσπάθειές του, πιστός καθολικός και μέλος των χριστιανικών οργανώσεων, πολιτικά χριστιανοδημοκράτης, καλός οικογενειάρχης ― τρεις Πάπες τον είχαν ευλογήσει, ο δε Πάπας Πίος ΙΒ’ τον είχε προβάλει ως υπόδειγμα πιστού απευθυνόμενος σε 300.000 πιστούς. Παρεμπιπτόντως, εκτός από μεγάλος αθλητής, ο Μπάρταλι υπήρξε και σπουδαίος άνθρωπος: έσωσε με μεγάλο προσωπικό ρίσκο πολλούς Εβραίους, πράξη για την οποία του απενεμήθη μετά θάνατον ο τίτλος του «Δίκαιου των Εθνών». Ουδέποτε μίλησε για αυτά όσο ζούσε, και εκείνες τις μέρες λίγοι γνώριζαν την αντιστασιακή του δράση.
Απεναντίας, άλλοι υποστηρίζουν ότι όλα αυτά ήταν δευτερεύοντα, και η τάξη επανήλθε για άλλους λόγους. Καταρχάς, καμιά τύχη δεν θα είχε ενδεχόμενη εξέγερση, διότι αστυνομία και στρατός ήλεγχαν τα πράγματα και όπου απαιτήθηκε στάλθηκαν πρόσθετες δυνάμεις που έδρασαν αποτρεπτικά. Ο Ντε Γκάσπερι είχε αίσθηση της πραγματικής κατάστασης, και μάλιστα είχε συστήσει μετριοπαθή αντιμετώπιση.
Επιπλέον, οι αυθόρμητες αντιδράσεις προέρχονταν από έναν συνδυασμό, αφενός, αμυντικής στάσης σε ό,τι οι κομμουνιστές θεωρούσαν ευθεία επίθεση εναντίον τους και, αφετέρου, της επιθετικής στάσης λίγων ακραίων εξ αυτών που πίστευαν ότι είχε φθάσει η ώρα για την κατάληψη της εξουσίας. Ωστόσο, η ηγεσία του κόμματος ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να ξεκινήσει την επανάσταση. Στελεχωμένη από πρώην αντιστασιακούς, η παραστρατιωτική οργάνωση του ΚΚΙ ήταν εντελώς περιορισμένων δυνατοτήτων, και προοριζόταν να δράσει μόνο σε περίπτωση που το κόμμα θα ετίθετο εκτός νόμου. Άλλωστε, το περίφημο «σχέδιο Κ» για την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας ήταν μια αβάσιμη, αλλά χρήσιμη επικοινωνιακά, επινόηση, όπως χριστιανοδημοκράτες πολιτικοί ομολόγησαν πολλά χρόνια μετά. Η μόνη λογική απόφαση ήταν η λήξη της γενικής απεργίας. Και πράγματι, αυτή ελήφθη, αυτή μεταφέρθηκε στα μέλη του κόμματος, άπαντες πειθάρχησαν σε αυτή, και επέστρεψαν στη δουλειά τους.
Δεν είναι καθόλου πειστικοί οι ισχυρισμοί ούτε των μεν ότι εκείνες τις μέρες «προδόθηκε η επανάσταση», ούτε των δε ότι ο εμφύλιος πόλεμος αποσοβήθηκε από τα πηδάλια ενός ποδηλάτου. Το κράτος δεν είχε διαλυθεί, και η ηγεσία του ΚΚΙ αποφάσισε αυτό που θα αποφάσιζε παρόντος του Τολιάτι. Ωστόσο, συμβάλλοντας αναμφισβήτητα στην εκτόνωση των εντάσεων, η νίκη του Μπαρτάλι έδρασε σαν καταλύτης στην πλειονότητα των Ιταλών, οι οποίοι δεν ήθελαν η χώρα να οδηγηθεί σε αιματοχυσία. Με τούτη την έννοια, όντως ήταν ένα μικρό θαύμα.
Ενα παρόμοιο θαύμα θα μπορούσε να συμβεί στο Μουντιάλ που αρχίζει σε λίγες μέρες. Η Σκουάντρα Ατζούρα θα μπορούσε να συσπειρώσει τη διχασμένη χώρα και να της δώσει αυτοπεποίθηση. Η Ιταλία, όμως, αποκλείστηκε, και μάλιστα για πρώτη φορά από το 1958. Τώρα, το μόνο που ίσως απομένει είναι οι Ιταλοί να συνειδητοποιήσουν τι σημαίνει η χώρα τους να είναι εκτός Μουντιάλ. Και εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κοντολογίς, τι σημαίνει να απουσιάζει η μεγάλη χώρα τους από τις μεγάλες προσπάθειες, για τις οποίες ανέκαθεν ήταν περήφανοι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News