Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου θυμάμαι και τη γαργαλιστική φωνή του Χάρρυ Κλυνν να αντηχεί στο σαλόνι. Ο πατέρας μου του είχε μεγάλη αδυναμία και αγόραζε ό,τι καινούργιο κυκλοφορούσε με την υπογραφή του – πρώτα σε κασέτα, αργότερα σε βινύλιο.
Θυμάμαι τα εξώφυλλα των δίσκων του. Συνήθως ήταν δίπτυχα για να χωρέσουν όλο το τρελό κόνσεπτ της φωτογράφισης. Το αγαπημένο μου ήταν το «ΜΑΛΑΚΑ… πιο μαλακά» του 1984 που είχε φόντο την ελληνική σημαία και τον Χάρρυ Κλυνν να στρογγυλοκάθεται σε μια πολυθρόνα από μπαμπού, φορώντας γούνα και σαγιονάρες, κρατώντας έναν φραπέ στο ένα χέρι και μια μαϊμού στο άλλο, ενώ στα πόδια του ήταν ξαπλωμένη μια γυναίκα με μαγιό, που μας είχε γυρισμένη την πλάτη.
Ισως αυτή να ήταν η καλύτερη εικονογράφηση της Ελλάδας εκείνη την εποχή. Παραζαλισμένοι όλοι από πολλές νέες πληροφορίες και πολιτικά «θα» που ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα, ό,τι κι αν μας έταζαν μας φαινόταν φυσικό, όσο και ένας παράξενος τύπος με τρελαμένο βλέμμα που ποζάρει με γούνα και σαγιονάρες λες και αυτή ήταν η τελευταία λέξη της μόδας.
Τότε φυσικά, σε ηλικία επτά ετών, δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι σημαίνει πολιτική σάτιρα, ούτε καν τι θα πει πολιτική. Προσπαθούσα να καταλάβω από τα συμφραζόμενα. Κάθε φορά που ο πατέρας μου γελούσε δυνατά με ένα από τα αστεία του Κλυνν, γελούσα κι εγώ μαζί του, σε μια κίνηση μιμητισμού ενός μικρού κοριτσιού που αγαπά πολύ τον μπαμπά του και προσπαθεί να τον καταλάβει.
Αργότερα, θα έβαζα και μόνη μου τον δίσκο, τοποθετώντας τη βελόνα στα σημεία εκείνα που ήταν τα πιο αστεία, σύμφωνα πάντα με το χιούμορ του μπαμπά μου – που εξελίχθηκε και σε δικό μου. «ΜΑΛΑΚΑ… πιο μαλακά», «Για καλύτερες λέρες», ένα ζευγάρι που έρχεται σε οργασμό λέγοντας ο ένας στον άλλο τις νέες τιμές λιτότητας, το σκάνδαλο Κοσκωτά με τον Χάρρυ Κλυνν να ποζάρει ντυμένος μωρό πάνω σε μια κούτα με μωρουδιακές πάνες ενώ από μέσα έβγαιναν πεντοχίλιαρα, η βραχνή φωνή του Χαράλαμπου Τραμπάκουλα, η αφήγηση του «Καρπάθουλα των Δρακουλίων» και πολλά ακόμη ήταν το σάουντρακ των παιδικών μου χρόνων.
Ακουγα τους «μεγάλους» να διαβάζουν εφημερίδες και περιοδικά και να σχολιάζουν για κάποιους που «φάγανε λεφτά» κι εγώ κατέφευγα στον Χάρρυ που τα έλεγε πιο χαρωπά και τραγουδιστά, μπας και καταφέρω να βγάλω άκρη. Ηταν ο προσωπικός μου πολιτικός αναλυτής.
Παρόμοιες καταστάσεις ζούσαν και οι φίλοι μου. Κι αν ακόμη κάποιος δεν είχε ακούσει ποτέ Χάρρυ Κλυνν, ερχόταν στο σπίτι μου και ακούγαμε μαζί. Από το «Εθνος ανάδελφον» του 1985, με τον Κλυνν να εικονίζεται στο εξώφυλλο ντυμένος γυναίκα και κρατώντας στο ένα χέρι ένα ματσάκι λουλούδια, ένα κατσαβίδι κι ένα κλύσμα ενώ με το άλλο προέτασσε με κεκαλυμμένη μαεστρία το μεσαίο δάχτυλο, πρωτοάκουσα τον ιστορικό πλέον χαρακτηρισμό του τότε προέδρου της Δημοκρατίας, Χρήστου Σαρτζετάκη για το τι είδους έθνος είμαστε. Και πάλι, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε. Τώρα ίσως και να μπορώ.
Η γενιά που άκουγε Χάρρυ Κλυνν στα 80s, όταν πήγαινε στο Δημοτικό, είναι οι σημερινοί σαραντάρηδες. Η πιο «απολιτίκ γενιά» όπως έχει χαρακτηριστεί. Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου αυτού του ήρωα των παιδικών μου χρόνων, που μου κρατούσε τόσες ώρες συντροφιά μέσα από τις κασέτες και τους δίσκους του, μου ήρθε αυτή η σκέψη: ίσως γι’ αυτό μεγαλώνοντας να μην μπορούσαμε με τίποτα να αντιμετωπίσουμε την πολιτική ως κάτι σοβαρό. Ο Χάρρυ Κλυνν μας έμαθε να γελάμε από πολύ νωρίς μαζί της.
Οι δίσκοι του έγιναν πλατινένιοι, σημειώνοντας πρωτοφανή επιτυχία στα χρονικά της ελληνικής δισκογραφίας. Η πολιτική σάτιρα είχε καταφέρει να τρυπώσει σε κάθε σπίτι, όταν ακόμα τα κανάλια στην τηλεόραση ήταν δύο και οι γυναίκες προσπαθούσαν να ξεκολλήσουν τον σύζυγο από την εφημερίδα και όχι από το Ιντερνετ.
Ο Χάρρυ Κλυνν πολύ αργότερα, είχε αποκαλύψει σε μια συνέντευξή του ότι είχε βρει το όνομα «Χαράλαμπος Τραμπάκουλας» με το οποίο βάφτισε τον πασίγνωστο ήρωά του, ανοίγοντας τον Χρυσό Οδηγό τυχαία σε μια σελίδα. Τώρα που πουλήσαμε τις γούνες και μας έμειναν οι σαγιονάρες -και ο φραπές φυσικά-, η είδηση του θανάτου του, εκτός από στενάχωρη, σηματοδοτεί και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News