Ο όρος «δομική» αντιπολίτευση εφευρέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Χωρίς πολλά λόγια, ήταν το γνωστό έκτοτε «όχι σε όλα». Το σήκωνε, αναμφισβήτητα, η εποχή.
Η συναίνεση ήταν τότε απαγορευμένη λέξη. Το ΠΑΣΟΚ είχε θριαμβεύσει στις εκλογές του 1977 και κάλπαζε προς την εξουσία. Και η «δομική» αντιπολίτευση ήταν σίγουρος δρόμος. Ηταν αδιανόητη οποιαδήποτε συναίνεση με την τότε κυβέρνηση της Δεξιάς, στην αρχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και μετά του Γεωργίου Ράλλη. Ετσι, κάθε απόπειρα να αντιμετωπιστούν ακόμα και εμφανώς παθογενή προβλήματα πήγαινε στράφι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο περίφημος νόμος 815 του 1978, που πήγε να βάλει κάποια τάξη στα πανεπιστήμια. Καταργήθηκε μέσα σε λίγους μήνες.
Τη «δομική» αντιπολίτευση υιοθέτησε, αμέσως μετά την ήττα της το 1981, η ΝΔ του(νέου αρχηγού) Ευάγγελου Αβέρωφ. Η οποία είπε «όχι» στην αναγνώριση της εθνικής αντίστασης και στην θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου.
Εκτοτε αυτό το είδος της αντιπολίτευσης περιορίστηκε μεν, αλλά δεν εξέλιπε. Το εφάρμοσε το 1996 ο Μιλτιάδης Εβερτ απέναντι στον Κώστα Σημίτη, αλλά απέτυχε. Ο διάδοχός του Κώστας Καραμανλής υιοθέτησε μεν υψηλούς αντιπολιτευτικούς τόνους, αλλά σε γενικότερης σημασίας θέματα συναίνεσε. Πολύ αργότερα, το 2012, ο Αντώνης Σαμαράς κατηγορούσε με δριμύτητα το «διεφθαρμένο» ΠΑΣΟΚ, δεσμευόμενος ότι δεν θα συγκυβερνήσει «ποτέ» μαζί του (εδώ), αλλά την επομένη των εκλογών ο Ευάγγελος Βενιζέλος έγινε αντιπρόεδρός του. Η «δομική» αντιπολίτευση αποθεώθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος θα μπορούσε να διαφωνήσει με τους «σαμαροβενιζέλους» ακόμα και για την ημέρα και την ώρα! Φυσικά, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, έκανε πάνω-κάτω τα ίδια με αυτούς.
Η αναδρομή αυτή ήταν αναγκαία, διότι και σήμερα έχει ανακύψει αυτό το θέμα: «δομική» αντιπολίτευση του «όχι σε όλα» ή συναίνεση για την επίλυση ώριμων θεμάτων; Εφευρέτης και απόλυτος υποστηρικτής της πρώτης άποψης ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Εσχάτως φαίνεται να την ενστερνίζεται και η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ετσι, παρατηρούνται τα εξής τραγελαφικά:
– Στο Μακεδονικό, η κυβέρνηση της ΝΔ (Καραμανλής πρωθυπουργός, Ντόρα Μπακογιάννη υπουργός Εξωτερικών) το 2008 είχε αποδεχθεί τη λύση της σύνθετης ονομασίας. Σήμερα η ΝΔ του Μητσοτάκη, μετά από μια επαμφοτερίζουσα αρχική στάση, υιοθέτησε τα συλλαλητήρια και, πατώντας πάνω στο ανεύθυνο «όχι» του Πάνου Καμμένου, θυσιάζει τη λύση του 2008 στον βωμό της ψηφοθηρίας. Ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος αρχικά τάχθηκε υπέρ της λύσης με σύνθετη ονομασία και υπέδειξε τον τρόπο (διεθνής συμφωνία), εσχάτως αναίρεσε τη θέση αυτή, υποστηρίζοντας ότι η συγκυρία δεν είναι κατάλληλη.
–Στην αναθεώρηση του Συντάγματος, η ΝΔ αρχικά είχε ταχθεί υπέρ μιας μίνι-αναθεώρησης, γι’ αυτό και είχε καλέσει τον καθηγητή Νίκο Αλιβιζάτο να την αναπτύξει σε εκδήλωση του «Ιδρύματος Κωνσταντίνος Καραμανλής». Ομως, λίγες μέρες μετά, ο κ. Μητσοτάκης αναίρεσε αυτή τη θέση του και απάντησε αρνητικά στη επιστολή της Φώφης Γεννηματά. Είχε προηγηθεί η κάθετα αρνητική θέση του κ. Βενιζέλου, που στηρίζεται στη λογική καμιά συναίνεση με «τη συμμορία που κυβερνά» και όλα θα γίνουν μόλις πέσει (αυτή η «συμμορία»).
Πόσο ωφέλιμη είναι μια τέτοια λογική και στάση εξηγεί πολύ καλά ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης (εδώ), ο οποίος εσχάτως κατηγορήθηκε ότι έγινε… «φιλο-ΣΥΡΙΖΑ»! Ας παρακάμψουμε το δικό του ερώτημα «το ζήτημα είναι (μόνο) να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ;». Και ας δούμε αν και πώς μπορεί φύγει.
Αρχή πρώτη: Για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να μην αρκεί η εκλογική ήττα του. Διότι, αν ηττηθεί μεν στις εκλογές του 2018 ή του 2019, αλλά παραμείνει ισχυρός στην αντιπολίτευση (αυτός είναι ο στόχος του Τσίπρα και των συν αυτώ), στις πολύ πιθανές εκλογές του 2020 μπορεί να είναι ο απόλυτος ρυθμιστής.
Αρχή δεύτερη: Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ηττηθεί και δεν θα έχει καθοριστικό ρόλο μόνο αν το Κίνημα Αλλαγής καταφέρει να του αποσπάσει σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων. Η ΝΔ δεν μπορεί να το κάνει αυτό (ό,τι είχε να πάρει το πήρε), εξ ου και το δημοσκοπικό ταβάνι που έχει πιάσει. Το Κίνημα Αλλαγής, μετά την αρχική ευφορία από τη συμμετοχή τις εκλογές για την ηγεσία, φαίνεται ότι μένει στάσιμο. Δεν καταφέρνει να διεμβολίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, επαναφέροντας στην «κοιτίδα» τους παλιούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ.
Αρχή τρίτη: Υπάρχει τρόπος να γίνει αυτό; Και ποιος είναι; Η μια απάντηση είναι η «δομική» αντιπολίτευση: καμιά συναίνεση, «όχι σε όλα» μέχρι να πέσει η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η άλλη είναι αυτή που έχει υιοθετήσει η ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. Σαφής και σταθερή αυτόνομη πορεία, διότι το δίλημμα «με ποιον θα πάει» είναι από μόνο του υπονομευτικό και ευνοεί μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ.
Η λογική Βενιζέλου, σύμφωνα με την οποία το ΚΙΝ.ΑΛ πρέπει να αποκηρύξει τη γραμμή των ίσων αποστάσεων(ουσιαστικά, δηλαδή, να δηλώσει ότι θα πάει με την ΝΔ) εξυπηρετεί τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ο εν δυνάμει ψηφοφόρος του ΚΙΝ.ΑΛ, που θα ακούσει την Γεννηματά να το λέει αυτό, θα πάει κατευθείαν στην κάλπη της ΝΔ(αν είναι δεξιόστροφος και αντι-ΣΥΡΙΖΑ) ή θα μείνει στον ΣΥΡΙΖΑ, αν είναι αντιδεξιός και αριστερόστροφος.
Κι επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των(πρώην ΠΑΣΟΚ) ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα. Οι ψηφοφόροι αυτοί δεν πρόκειται να επανέλθουν στο πρώην κόμμα τους, αν βλέπουν ότι η ηγεσία του ακολουθεί μια τυφλή αντιπολίτευση, χρεώνοντας στον Τσίπρα ακόμα και το …προπατορικό αμάρτημα.
Από την όξυνση και την πόλωση ευνοούνται τα μεγαλύτερα κόμματα, δηλαδή σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ. Για να το πούμε αλλιώς (μέρα που είναι), η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα «δομική» αντιπολίτευση δεν ωφέλησε τη χώρα. Και δεν θα ωφελήσει το ενδιάμεσο κόμμα, αν επιδιώκει να είναι τρίτο και σημαντικά ενισχυμένο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News