Αυτό δεν του κάθισε καλά. Να φτάνει η Αθήνα και η Πλατεία Συντάγματος να γίνεται σκηνικό στα Κανάρια Νησιά. Και οι «Αγανακτισμένοι» να είναι κομπάρσοι από τη Σάντα Κρουθ της Τενερίφης. Στην τέταρτη ταινία «Τζέισον Μπορν». Δεν του κάθισε, λοιπόν, καλά. Και ήθελε, μάλλον ακόμη θέλει με ζέση, να κάνει κάτι γι’ αυτό. Να αλλάξει, έστω και κάτι μικρό, στο ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο. Εισάγοντας ίσως τεχνογνωσία και δείχνοντας το δρόμο της παραγωγής – που θα μπορεί να κάνει γυρίσματα για την Αθήνα στην Ελλάδα και όχι σε κάποιο εξωτικό σκηνικό. Το δρόμο που έμαθε, τρία χρόνια τώρα, να βαδίζει στο Λος Άντζελες.
Και αν αυτό θέλει και σκέφτεται να αλλάξει, πού να δείτε πόσα κρύβει η μικρή προσωπική του ιστορία. Τριάντα χρόνων ιστορία. Που αποκτά άλλο ενδιαφέρον, αν ξέρει κάποιος ότι ο Γιώργος Αλέξανδρος Σαββίδης και η ταινία του, μικρού μήκους, «7 Rounds», κατάφεραν να φτάσουν στις επιλογές για το φετινό Φεστιβάλ των Καννών, το Μάιο. Από τα μεγαλύτερα του κόσμου, για να τα λέμε κι αυτά.
Όχι, δεν θα μιλήσουμε εδώ για την ταινία του. Με την – αληθινή – ιστορία ενός ινδού μηχανικού, με άδεια παραμονής στις ΗΠΑ, που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες ενός Αμερικανού, στο Κάνσας, επειδή εκείνος τον θεώρησε, λόγω εμφάνισης, μουσουλμάνο τρομοκράτη. Ούτε για την «εθνικιστική πολιτική εκφοβισμού» του προέδρου Τραμπ. Έχουμε τόσα περισσότερα να πούμε για τον ίδιο τον Γιώργο Σαββίδη και για τα τριάντα χρόνια που πέρασαν από τότε που γεννήθηκε στην Κηφισιά. Άλλωστε οι ιστορίες των ανθρώπων έχουν αξία και σε επιτυχίες σαν κι αυτήν, τη μοναδική φετινή εκπροσώπηση με ελληνική καταγωγή στο Φεστιβάλ Καννών.
Μεγάλωσε σε ένα σπίτι με βιβλία, μουσική, Τέχνη. Ακολουθώντας τον πατέρα του, Δημήτρη, όχι στις Εκδόσεις Ερμής, αλλά στα μουσικά συγκροτήματα – το γκρουπ του Γιώργου Σαββίδη, In The Pit, έφτασε να παίζει το 2004 στο Αν Club – αλλά κυρίως στο σινεμά, με ταινίες του Ακίρα Κουροσάβα και άλλων (πέρα από τα μπλοκμπάστερ) και στην φωτογραφία. Και αν εκείνος («πολύ ολντσκουλάς και τελειομανής αλλά με φοβερό καδράρισμα», μου λέει) έστηνε επί ώρα ένα αριστοτεχνικό πλάνο, ο μικρός ξεκινούσε με μια «παλιά» Handycam Hi8 βιντεοκάμερα – που του δώρισε κάποια Χριστούγεννα – να αποτυπώνει εφηβικές σκανταλιές. Πρώτα τις φούρλες με το σκέιτμπορντ, έπειτα κάποιον φίλο τσουβαλιασμένο σε κάποιο καρότσι σουπερμάρκετ να πέφτει σε θάμνους ή από μικρές πλαγιές, στο τέλος συναθλητές του εν δράσει. Γιατί – δεν το είπαμε αυτό – εκπαιδευόταν από μικρός στην πυγμαχία και, κυρίως, στο ζίου ζίτσου. Όσο να πάρει μαύρη ζώνη το 2010.
Παραδέχεται ότι δεν τα πήγαινε και πολύ καλά στα μαθήματα, είχε και κάτι που το ονόμαζε τότε «δυσλεξία». «Όμως οι δικοί μου δεν με περιόρισαν ποτέ. Και η μητέρα μου ήταν υποστηρικτική και ο πατέρας μου μου έδειχνε και μου μάθαινε πράγματα και στη μουσική και στο σινεμά. Ανοιχτόμυαλοι». Στην Β’ Λυκείου «κατέβηκα σε αγώνες τζούντο για να πάρω τα μόρια, καθώς δεν ήμουν καλός μαθητής».
Εκεί μπήκε για τα καλά – με την κάμερα – στον κόσμο της πυγμαχίας. Και αυτό «βγήκε» πέρυσι στην τέχνη του. Ύστερα από ένα σοβαρό χτύπημα στο κεφάλι σε κάποια πυγμαχική αναμέτρηση. «Είχα έξι μήνες προβλήματα», μου λέει. Όμως αυτό τον έσπρωξε να γράψει το σενάριο για την ταινία του «The Men Who Don’t Fit In» (2017), για τον πυγμάχο Έιμπ που έχει το ίδιο πρόβλημα. Και με βάση έναν στίχο του αμερικανού ποιητή Ρόμπερτ Σέρβις (1874–1958). «Στα γυρίσματα ήταν η πρώτη φορά που φαντάστηκα με έμφαση ότι δεν θα κάνω τίποτε άλλο από ταινίες». Αν και είχε αποφασίσει ποια κατεύθυνση θα πάρει και νωρίτερα, όταν σπούδαζε Επικοινωνία / Communication στο Deree College και χάρη στα βιντεάκια των σκέιτμπορντ και των εφηβικών γκαγκ αποφάσισε να γυρίσει τις σπουδές του σε Κινηματογράφο / Τηλεόραση. Κι από εκεί αποφάσισε να τις βελτιώσει στο παράρτημα του Λος Άντζελες, του ιδιωτικού ειδικού πανεπιστημίου New York Film Academy. Όπου μπήκε με τα μπούνια «στη δουλειά». Κάπως έτσι το 2015 προέκυψε ένα ακόμη φιλμάκι του, το «Loyalty», με την ιστορία δύο ανδρών με διαφορετικές εθνικές καταβολές (ο ένας, μυστικός αστυνομικός) που βρίσκουν κοινό τόπο σε μια εγκληματική οργάνωση.
«Πολλών ανθρώπων άστεα και νόον έγνω», σαν τον Οδυσσέα, στο Λος Άντζελες. Και τους φίλους του από διαφορετικές εθνότητες με τους οποίους έπλασαν το «7 Rounds», τον ινδό σεναριογράφο και πρωταγωνιστή Ακσούν Αμπιμάνιου και τον Κάρθικ Μένον και τον αμερικανό παραγωγό της Three Flames Productions (συμπαραγωγό με την δική του Iron Films) Τρέβορ Ντόιλ. Και την τέχνη και την τεχνική του σινεμά. Έμαθε τα όρια των δυνατοτήτων του και σε τι είναι καλός: «Χρειάζεται ψυχικά αποθέματα για να σκηνοθετήσεις, που ειδικά όταν ουσιαστικά αναλαμβάνεις και την εκτέλεση της παραγωγής, το 99% είναι πρακτικό, δηλαδή να λύνεις προβλήματα. Επίσης, ανακάλυψα ότι μπορώ να δουλεύω με ανθρώπους που είναι ή θεωρούνται δύσκολοι».
Στο Λος Άντζελες είδε, ακόμη, τα απίθανα που συμβαίνουν. Κάποια γυρίσματα έγιναν στο Σαν Φερνάντο Βάλεϊ, όπου γυρίζει μεγάλο όγκο ταινιών και η βιομηχανία του πορνό! «Όμως όλα μπορούν να χωρέσουν εκεί με 800 δολάρια την ημέρα», μου λέει. Αυτό ήταν ένα ακόμη μάθημα… σινεμά.
Μια και μιλάμε για χρήματα, μόλις 10.000 δολάρια ήταν ο προϋπολογισμός του «7 Rounds». Και για μια ταινία μεγάλου μήκους, την ενισχυμένη μεγαλύτερη εκδοχή της ιστορίας, που θα ήθελε να γυρίσει με τους φίλους του, τα μπάτζετ ανεβαίνουν: 50.000, 60.000… Όμως έχουν ήδη προτάσεις για μεγάλου μήκους και συζητούν με την Netflix (με «ψυχή» τον ελληνικής καταγωγής Τεντ Σαράντος), με «κάτι τύπους στη Νότια Ινδία που θέλουν να γυρίσουν σενάριό μας στα ινδικά», ενώ σκέφτονται και ένα ντοκιμαντέρ για την σύζυγο του Ινδού της αληθινής ιστορίας τους, που πυροβολήθηκε σε ένα μπαρ στο Κάνσας το 2017, από φόβο. Μια γυναίκα που δεν έχει πλέον άδεια παραμονής, μετά το θάνατο του άντρα της και «αντί να της ζητήσουν μια συγνώμη, θέλουν να την απελάσουν».
Σσσσσς, καλό είναι να μην λέει τέτοια ο Γιώργος Αλέξανδρος Σαββίδης. Διότι μπορεί οι κουβέντες του να αξιολογηθούν για την δική του επέκταση της άδειας παραμονής στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όμως εκείνος επιμένει να λέει. Κυρίως για τον φόβο που σπείρει η κυβέρνηση για τους τρομοκράτες που «θα φάνε την Αμερική από μέσα». «Δεν είναι ο ρατσισμός το πρόβλημα», τον ακούω να μου λέει από την άλλη άκρη της γραμμής, την ώρα που το Λος Άντζελες ξυπνάει γύρω του. «Οι άνθρωποι φοβούνται. Την διαφορετικότητα. Το πρόβλημα κυρίως είναι η ψυχική τους κατάσταση. Στο κέντρο του Λος Άντζελες, Downtown και στο Skid Row, βλέπεις 20.000 αστέγους που είναι εμφανές ότι δεν είναι καλά στα μυαλά τους. Η Αμερική οδηγείται στην ψυχική ανισορροπία και δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας γι’ αυτό. Και τους επιτρέπεις και πρόσβαση σε όπλα. Μας δουλεύουν;»
Όταν εκθέτεις τόσον κόσμο συνεχώς στον φόβο του τρομοκράτη, του διαφορετικού που παραφυλάει, «ο άλλος που είναι στο Κάνσας και δεν έχει δει ποτέ μουσουλμάνο, τον δαιμονοποιεί. Εκείνος που πυροβόλησε στο Λας Βέγκας έπαιρνε 5-6 αντικαταθλιπτικά. Ή όσοι σκοτώνουν στα σχολεία. Αποκλείεται να είναι λογικοί. Κατά τα άλλα οι Αμερικανοί έχουν αντίστοιχες αρχές με μας, αν τους ρωτήσεις. Δημοκρατία, ελευθερία… Μόνον ο φόβος τα κάνει αυτά. Από την εποχή Μπους το παρατεταμένο στρες τους οδηγεί στην παράνοια, νομίζω. Εμείς οι Έλληνες, ευτυχώς, έχουμε μεγαλύτερη δυσπιστία προς την εξουσία και μια τάση ανεξαρτησίας και δεν μας επηρεάζει το ίδιο ο όποιος φόβος καλλιεργείται».
Από την άλλη πλευρά, σιχαίνεται και τις φοβικές διακηρύξεις μίσους της αμερικανικής Δεξιάς, αλλά και την υπερβολική πολιτική ορθότητα της αμερικανικής Αριστεράς. «Οι Αμερικανοί γουστάρουν την Δεξιά του φόβου και του ρατσισμού διότι λέει πράγματα που δεν λέει άλλος. Όμως ο λόγος που τα λένε δεν είναι ο σωστός. Είναι για ψήφους. Όπως τα λέει η Χρυσή Αυγή. Είναι παλιά συνταγή αυτό. Από την εποχή του Χίτλερ. Αλλά, και η άλλη πλευρά έχει φτάσει να απαγορεύει έννοιες. Αυτό είναι επίθεση κατά της ελευθερίας του λόγου»».
Info:
Ο Γιώργος Σαββίδης θα διαγωνιστεί με την 15λεπτη παραγωγή των Iron Films και Three Flames Productions «7 Rounds» στην Κατηγορία Νέων Σκηνοθετών του φετινού Φεστιβάλ Καννών (8-19 Μαΐου).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News