Τα Όσκαρ Ερμηνείας χτίζουν, αλλά και γκρεμίζουν καριέρες. Υπερβολή; Και όμως. Υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι υπάρχει και η «κατάρα των Όσκαρ» και έχουν και στοιχεία για να το αποδείξουν. Όπως πολλοί ξέρουν ότι αυτή αφορά κυρίως τις γυναικείες ερμηνείες και πολύ λιγότερο τις αντρικές.
Θέλετε κι ένα δεύτερο – αυθαίρετο ίσως – αξίωμα των Oσκαρ; Οι δραματικοί ρόλοι και όχι οι κωμικοί κερδίζουν τα πολυπόθητα στο Χόλιγουντ χρυσά αγαλματάκια, εμπνευσμένα, λέει, από τον θείο Oσκαρ. Η εξωστρεφής υπερβολή, παρά η εσωτερικότητα. Η επίδειξη του κουσουριού, παρά η δύναμη ψυχής του «κανονικού» ή η ήρεμη δύναμη του «μη διαφορετικού». Ωχ, μπαίνουμε στα χωράφια του μη πολιτικώς ορθού; Μπορεί. Oμως τα βραβεία Oσκαρ για τις ερμηνείες είναι εκείνα που προκαλούν τα περισσότερα φλας. Μεγεθύνονται ή αμβλύνονται κάτω από τα φώτα. Προκαλούν κόντρες ή ακόμη και έριδες, στοιχήματα και, κάποτε, «καμπάνιες αποκλεισμού».
Βουτώντας και στον κατάλογο των 85 οσκαρικών ταινιών, που προβάλλει έως και την Κυριακή 4 Μαρτίου το νέο pop-up κανάλι Cosmote Cinema Oscars HD (με τρεις ταινίες καθημερινά, από τις 18.30, στα πακέτα Cinema και Full της Cosmote TV – θέση 200 – και στις υπηρεσίες Cosmote TV GO και Cosmote Replay TV), αλλά και στον πλήρη κατάλογο των Όσκαρ, εκείνο που μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, σε επίπεδο ερμηνειών, είναι: βραβεύτηκαν και είναι πράγματι όλες οι καλύτερες ερμηνείες, κάθε χρονιά και στα 90 χρόνια του θεσμού των Όσκαρ; Ή επιλέχθηκαν για να στρώσουν το δρόμο στην όποια λάμψη ή διεθνή ακτινοβολία του Χόλιγουντ; Διότι ακόμη και όταν τα Όσκαρ ποντάρουν σε «εισαγόμενους ξένους», ευρωπαίους ή πιο «καλλιτεχνικούς» (κουλτουριάρηδες, κατά το ευρέως λεγόμενο) ηθοποιούς ή σκηνοθέτες, πάλι πίσω και πέρα από εκείνους, το σπίτι του εξακολουθεί να παινεύει. Πάντα από πίσω υπάρχουν στρατιές υποψηφίων, από τη δεξαμενή όσων υπηρετούν την χολιγουντιανή «κανονικότητα» και τον μύθο της αμερικανικής «Μέκκας του Κινηματογράφου».
Ας το δούμε, λοιπόν, στα γρήγορα, αλλά σφαιρικά. Και ας ξεκινήσουμε από το πολύ, που μπορεί να περιέχει και το εύ. Ακόμη και το κυνήγι των Όσκαρ, ύστερα από πολλές υποψηφιότητες, μόνον τον μύθο των Όσκαρ υπηρετεί. Πάρτε για παράδειγμα τον – Βρετανό, άντε Ιρλανδό – Πίτερ Ο’Τουλ του «Λόρενς της Αραβίας» (1962). Επτά φορές ήταν υποψήφιος για Όσκαρ και δεν είναι κρυφό ότι σκέφτηκε να αρνηθεί και να τρίψει στην μούρη του Χόλιγουντ, στα 70 του πλέον, το Όσκαρ καριέρας, που του πρότειναν το 2002, με το σκεπτικό – σύμφωνα με επιστολή του – ότι «παραμένει ακόμη στο παιχνίδι και θέλει επιπλέον χρόνο, διότι μπορεί να το κερδίσει κάποτε το άτιμο το αγαλματάκι». Όχι ότι του το έδωσαν τελικά. Αν και για όγδοη φορά, το 2007, ήταν πάλι υποψήφιος, πάντοτε για Βραβείο Α’ Ρόλου, με το «Venus» και μάλιστα ύστερα από αποκατάσταση φθαρμένου ισχίου!
Ο Πίτερ Ο’ Τουλ, πάντως, πήρε το βραβείο καριέρας από τα χεράκια της Μέριλ Στριπ, η οποία έχει το αδιαμφισβήτητο ρεκόρ των 21 υποψηφιοτήτων για Όσκαρ (από την εποχή του «Ελαφοκυνηγού», του 1979 έχει τρεις τελικά «νίκες», με πρώτη την θρυλική «Εκλογή της Σόφι»), ξεπερνώντας κατά πολύ τις 12 της Κάθριν Χέπμπορν και του Τζακ Νίκολσον, με 4 και 3 «νίκες» αντίστοιχα. Το «πολυεργαλείο ερμηνείας», όπως την έχουν χαρακτηρίσει, που και φέτος είναι υποψήφια για Όσκαρ – το 21ο της – για την ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «The Post: Απαγορευμένα μυστικά» (στον ρόλο της τολμηρής εκδότριας της «Washington Post» Κέιτ Γκρέιχαμ) ξέρει πολύ καλά την χολιγουντιανή συνταγή: θεαματική υπερβολή, εξωστρέφεια, αίσθηση «μεγαλύτερη-από-την-ζωή», που λένε. Είναι όμως ίσως η μόνη που έχει δοκιμάσει να σπάσει την παράδοση των βραβείων και με κωμικούς ρόλους.
Ας μην ξεχνάμε ότι κωμικός, ουσιαστικά, ήταν και ο πρώτος Β’ ρόλος, ο οποίος χάρισε στην πληθωρική Μάμι του «Όσα παίρνει ο άνεμος» (1939) – κατά κόσμον Χάτι ΜακΝτάνιελ – το πρώτο Όσκαρ σε έγχρωμη ηθοποιό. Και δη το 1940, χρονιά που στην Ευρώπη ήδη μαινόταν ο πόλεμος. Βέβαια, ήδη είχε ανοίξει τον δρόμο, με φούμο στο πρόσωπο, ο τραγουδιστής, χορευτής και ηθοποιός Αλ Τζόλσον, στον «Τραγουδιστή της τζαζ». Ομως χρειάστηκε να περάσουν άλλα 15 χρόνια, ως το 1955 και την «Κάρμεν Τζόουνς», για να προταθεί για Όσκαρ Α’ Ρόλου η έγχρωμη Ντόροθι Ντάντριτζ (την οποία ενσάρκωσε το 1999 η Χάλι Μπέρι, το καλύτερο ίσως παράδειγμα για την λεγόμενη «κατάρα των Όσκαρ», που λέγαμε). Και ακόμη περισσότερα, μέχρι το 1964, για να κρατήσει στα χέρια του το Οσκαρ ερμηνείας ο πρώτος μαύρος ηθοποιός, ο Σίντνεϊ Πουατιέ (για το «Lillies Of the Field»).
Είμασταν όμως στα ρεκόρ και στις πρωτιές. Και αφήσαμε τα – μη πολιτικώς ορθά – «κουσούρια». Τα οποία αγαπούν πολύ, όπως προκύπτει, οι ψηφοφόροι των Όσκαρ. Αλλιώς δεν θα ποντάριζαν στον «Φόρεστ Γκαμπ» του Τομ Χανκς (υποψήφιος ήταν και συμπρωταγωνιστής του Γκάρι Σινίζ, για τον ρόλο ενός ακρωτηριασμένου βετεράνου του Βιετνάμ), στον τυφλό, που παρόλα αυτά χορεύει τάνγκο, Αλ Πατσίνο στο «Άρωμα γυναίκας» ή στην κωφή Μάρλι Μάτλιν στα «Παιδιά ενός κατώτερου θεού» (επίσης ένα παράδειγμα στην θρυλούμενη κατηγορία «Η κατάρα των Όσκαρ»). Ακόμη και στον ανάπηρο βετεράνο Τομ Κρουζ, υποψήφιο στο «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» (1990).
Δεν ξεφεύγει λοιπόν από την «συνταγή» και η μουγγή, αλλά όχι κωφή, Ελίζα Εσποζίτο στην υποψήφια για 13 Όσκαρ, φέτος, «Μορφή του νερού» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, πολύφερνο φαβορί στην 90ή Τελετή Απονομής των Όσκαρ (που θα προβληθεί απευθείας στην Ελλάδα από την Cosmote TV, τα ξημερώματα της Δευτέρας 5 Μαρτίου).
Μιλάμε για την Βρετανή ομιλούσα ηθοποιό Σάλι Χόκινς, που ήδη είχε ελκύσει την προσοχή του Χόλιγουντ, ενσαρκώνοντας την ανάπηρη από αρθρίτιδα Καναδή ζωγράφο Μοντ Λιούις στο «Maudie» και ήταν υποψήφια πάλι για Όσκαρ Β’ Ρόλου το 2013, ως Τζίντζερ στη «Θλιμμένη Τζάσμιν» του –αίφνης, θεωρούμενου ως… αναξιόπιστου για το Χόλιγουντ, μέσα στη θύελλα των θρυλούμενων σκανδάλων σεξουαλικής παρενόχλησης– Γούντι Άλεν.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η πρόσκληση στην 90ή Τελετή Απονομής της εξάχρονης κωφής Μέσι Σλάι, από την Κορνουάλη, συνοδεία της 31χρονης επίσης κωφής μητέρας της, Ελίζαμπεθ. Η μικρή εντυπωσίασε με την ερμηνεία της στην ταινία «Το σιωπηλό παιδί», το οποίο είναι υποψήφιο για Όσκαρ Ταινίας Μικρού Μήκους. Όπως προσκλήθηκε πέρυσι ο αυτιστικός Όουεν Σίσκιντ, που έχει καταφέρει να μάθει όλους τους διαλόγους των ταινιών της Ντίσνεϊ, ήρωας του υποψήφιου για Όσκαρ ντοκιμαντέρ «Life, Animated».
Τα Οσκαρ μετράνε ήδη πολλές υποψηφιότητες (και κάποιες «νίκες») για ρόλους με αναπηρίες: πιο πρόσφατη «νίκη» είναι εκείνη του πολύ καλού Εντι Ρέντμεϊν ως Στίβεν Χόκινγκ στη «Θεωρία των πάντων» (2014). Ομως σημειώνουμε, πηγαίνοντας προς τα πίσω, την υποψήφια Τζούλι Κρίστι στο «Υστερόγραφο μιας σχέσης» (2008), χτυπημένη από την νόσο του Αλτσχάιμερ, όπως και τη Τζούντι Ντεντς στο «Iris» (2002) και τον Κόλιν Φερθ στον ρόλο του τραυλού Βασιλιά Γεωργίου ΣΤ’ στον «Λόγο του Βασιλιά» (2011), τον Τζέιμι Φοξ που ενσάρκωσε στο «Ray» (2005) τον τυφλό Ρέι Τσαρλς, την ψυχικά ταραγμένη Αντζελίνα Τζολί στο «Κορίτσι που άφησα πίσω» (το 2000, χρονιά που ήταν συνυποψήφιά της η Σαμάνθα Μόρτον, ως μουγκή στο «Συμφωνίες και ασυμφωνίες» του Γούντι Άλεν), τον κατανονικό Ρόμπερτ Ντε Νίρο στα «Ξυπνήματα» (1991) και βέβαια τον αυτιστικό μαιτρ στο πόκερ Ντάστιν Χόφμαν στον «Άνθρωπο της βροχής» (1989). Πρώτος, πάντως, σε αυτό τον χορό «ιδιαιτεροτήτων» για Όσκαρ ήταν, το 1947, στα «Καλύτερα χρόνια της ζωής μας» του Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο Χάρολντ Ράσελ, ως ανάπηρος, που έχει χάσει και τα δύο του χέρια στον πόλεμο, κερδίζοντας – και αυτό είναι ρεκόρ – δύο βραβεία στην ίδια Τελετή Απονομής: Β’ Ανδρικού Ρόλου και Τιμητικό.
Α, και να μην ξεχάσουμε τον φετινό υποψήφιο –στον ρόλο του σχεδιαστή μόδας Ρέινολντς Γούντκοκ, στην «Αόρατη κλωστή»– Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Ο οποίος ως Κρίστι Μπράουν, δουβλινέζος ζωγράφος και συγγραφέας με εκ γενετής εγκεφαλική παράλυση, πήρε για το «Αριστερό μου πόδι» (1989) την πρώτη υποψηφιότητά του, από τις έξι συνολικά μέχρι σήμερα, και το πρώτο του Όσκαρ (από τα τρία συνολικά, πάντα Α’ Ρόλου). Και με αφορμή όλα τα παραπάνω, να μην παραλείψουμε και αυτό: τα Όσκαρ αγαπούν και τις βγαλμένες από την ζωή ιστορίες. Όπως και το Χόλιγουντ. Εξ ου και πάμπολλα αφορούν υπαρκτά πρόσωπα που ζωντανεύουν, όχι πάντοτε με πίστη στην πραγματικότητα, στην μεγάλη οθόνη.
Στην ίδια κατηγορία, των «άμα τη εμφανίσει» υποψήφιων για Όσκαρ θεωρείται ότι ανήκει και ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, πάντως, όπως και η Μέριλ Στριπ και ο Τομ Χανκς (με πέντε υποψηφιότητες και δύο «νίκες», αν και φέτος τον σνομπάρισαν για το «Post», αν και περίμενε 17 ολόκληρα χρόνια μετά τον «Ναυαγό») και η συνυποψήφιά τους, φέτος, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, η τελειομανής, σκληρή και επαγγελματίας εξωτερικά, πλην ανθρώπινη και ευάλωτη, έγκυος αστυνομικίνα Μαρτς Γκούντερσον στο «Φάργκο» των Αδελφών Κοέν. Για τον ρόλο της αντίστοιχα ψυχρής εξωτερικά και ευάλωτης και ανθρώπινης εν τέλει, ανήσυχης μητέρας Μίλντρεντ Χέιζ, που θέλει να μάθει για το βιασμό και το φόνο της κόρης της, στο επίσης πολύφερνο «Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» είναι υποψήφια φέτος.
Τα Οσκαρ χρόνια δεν κοιτούν…
Και κάτι ακόμη, προτού περάσουμε στην «κατάρα των Όσκαρ», που μπορεί να φτιάχνουν καριέρες, αλλά θρυλείται ότι τελειώνουν, μυστηριωδώς, και καριέρες, κυρίως για «νικήτριες» των Οσκαρ Ερμηνείας, παρά για τους αρσενικούς ομολόγους τους. Η ηλικία έχει παίξει κάποιον ρόλο στα Όσκαρ. Και δεν μιλάμε για τον αξέχαστο 79χρονο τότε υποψήφιο για Βραβείο Ερμηνείας Ρίτσαρντ Φάρνσγουορθ στο «The Straight Story» (2000), που τον ξεπέρασε αρκετά ως ο γηραιότερος «νικητής» (στα 82, τότε, για τους «Πρωτάρηδες» του 2010) και, τώρα, ως ο γηραιότερος υποψήφιος στην ιστορία των Όσκαρ (στα 88 του πλέον) Κρίστοφερ Πλάμερ, με τον ρόλο του Τζ. Πολ Γκέτι, στην ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ «Όλα τα λεφτά του κόσμου». Για την οποία ταινία ανέλαβε να ξαναγυρίσει – εξαρχής! –τον ρόλο που είχε μέχρι πρότινος ο «κατηγορούμενος» στη θύελλα των σκανδάλων περί «σεξουαλικής παρενόχλησης» Κέβιν Σπέισι.
Οσο για τους νεώτερους υποψήφιους και «νικητές», το ρεκόρ στους «νικητές» κατέχει η 10χρονη, τότε, Τέιτουμ Ο’ Νιλ, που είχε πρωταγωνιστήσει δίπλα στον πατέρα της, Ράιαν Ο’ Νιλ στο «Χάρτινο φεγγάρι» (1974). Και στους υποψήφιους, ο 8χρονος τότε Τζάστιν Χένρι, το παιδάκι ανάμεσα στους δύο χωρισμένους γονείς, του πολυβραβευμένους Ντάστιν Χόφμαν και Μέριλ Στριπ, στο «Κράμερ εναντίον Κράμερ» (1979). Πάντως, ένα ακόμη στατιστικό λέει πολλά και για την επιλογή των γυναικών ηθοποιών από το Χόλιγουντ: από τις 89 «νικήτριες» των Όσκαρ, οι 32 ήταν στα 20 τους όταν παρέλαβαν το αγαλματίδιο – αναλογία η οποία δεν ισχύει – το αντίθετο μάλιστα – για τους συναδέλφους τους του λεγόμενου ισχυρού φύλου.
Τι είχαμε πει; «Κατάρα των Όσκαρ»; Ε, λοιπόν, κάποιοι την διακρίνουν. Σε αναλογία προς την «Κατάρα του Ιησού», που αφορά σε όλους τους ηθοποιούς που υποδύθηκαν τον Χριστό σε ταινίες και στη συνέχεια, όσο επιτυχημένοι κι αν ήταν στο ρόλο, δεν συνέχισαν εξίσου λαμπρά. Στην περίπτωση των Όσκαρ ρόλο παίζουν και οι μετά το αγαλματίδιο επιλογές, αλλά κάποιοι μια «κατάρα» την βλέπουν. Πάρτε για τρανταχτό παράδειγμα την Χάλι Μπέρι, που το 2002 χάρη στην ερμηνεία της για τον «Χορό των Τεράτων» αναδείχθηκε στην πρώτη αφροαμερικανίδα ηθοποιό που πήρε Όσκαρ ερμηνείας (η πρώτη – μόνον – υποψήφια ήταν η Ντόροθι Ντάντριτζ τον 1955, που όπως είπαμε την ενσάρκωσε στην οθόνη η Μπέρι). Έπειτα ντύθηκε κορίτσι του Τζέιμς Μποντ (στο «Πέθανε μια άλλη μέρα», με τον Πιρς Μπρόσναν ως 007), έπαιξε σε δύο ταινίες X-Men και κατέληξε στο «Gothica» και την «Κατγούμαν», που τις χάρισε – μόλις τρία χρόνια μετά την ημέρα που κράτησε στα χέρια της το χρυσό αγαλματάκι – το Χρυσό Βατόμουρο για την χειρότερη ερμηνεία της χρονιάς.
Θέλετε και άλλες (διότι κυρίως γυναίκες ερμηνεύτριες έχουν χτυπηθεί από την θεωρούμενη «Κατάρα»): Η Μάιρα Σορβίνο που προκάλεσε αίσθηση και βραβεύτηκε για την «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» του Γούντι Άλεν. Η Μαρίσα Τομέι που κέρδισε τις εντυπώσεις στην ταινία «Το ξαδελφάκι μου ο Βίνι» το 1992 και το Όσκαρ, έναντι «θηρίων» όπως η Βανέσα Ρέντγκρεϊβ και Τζόαν Πλόουραϊτ. Ακόμη, η Μερσέντες Ρουλ του «Βασιλιά της μοναξιάς» (1991). Η κωφή Μάρλι Μάτλιν στα «Παιδιά ενός κατώτερου θεού» (1986). Η Μάρσα Γκέι Χάρντεν, του «Σκοτεινού ποταμιού», του 2003 και του «Pollock» του 2000, όπου και βραβεύτηκε. Όλες φωτίστηκαν άπλετα για μια στιγμή και μετά… ελάχιστα (εντάξει, η Μάρσα Γκέι Χάρντεν πρωταγωνιστεί σε καλές τηλεοπτικές σειρές πλέον, σαν το «Code Black» – όπως και Μάτλιν). Η Ολυμπία Δουκάκη στο «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού» (Όσκαρ Β’ ρόλου το 1988). Ακόμη, ακόμη, η Τζίνα Ντέιβις του «Τούτσι», με τα δύο Όσκαρ: ένα Β’ Ρόλου το 1989 για τον «The Accidental Tourist» και μια υποψηφιότητα Α’ Ρόλου το 1992 για το θρυλικό «Θέλμα & Λουίζ» (επίσης στράφηκε τελευταία στις τηλεοπτικές σειρές, αν και είδε την τηλεοπτική εκπομπή της «The Geena Davis Show» να ακυρώνεται από την πρώτη κιόλας σεζόν).
Θέλετε και ανδρικές «κατάρες»; Ο Κιούμπα Γκούντινγκ τζούνιορ που είναι υπαίτιος για την διαδεδομένη πλέον ατάκα «Show me the money!» (Δείξε μου τα λεφτά!), στο «Τζέρι Μαγκουάιρ» του 1991. Ο Φ.Μάρεϊ Έιμπραχαμ, του «Αμαντέους» (1985), τον οποίο μάλιστα ο Αμερικανός κριτικός Λίοναρντ Μόλτιν συνέδεσε με το «Σύνδρομο Μάρεϊ Έιμπραχαμ», για όσους δεν ακολουθούν επιτυχημένη πορεία μετά τα Όσκαρ. Ή ο Άντριεν Μπρόντι του «Πιανίστα» (2002). Κάπου ανάμεσα να προσθέσουμε και την Αυστραλή Λίσα Χαντ, που το 1983 απέσπασε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για τα «Επικίνδυνα χρόνια» του Πίτερ Γουίαρ, στον ρόλο του – άνδρα! – νάνου Μπίλι, βοηθού του Μελ Γκίμπσον.
Και για το φινάλε, ας πάμε πίσω. Στο πρώτο Όσκαρ Ερμηνείας. Το οποίο πήρε ο Γερμανός – και ελβετογεννημένος – ηθοποιός Εμίλ Γιάνινγκς, το 1929, για δύο βωβές ταινίες: «Το Λυκόφως της Δόξας» και «Όταν η Σαρξ Υποκύπτει». Κατάρα κι αυτό; Πάντως, το 1945 ο Γιάνινγκς κατηγορήθηκε για τις σχέσεις του με το καθεστώς του Χίτλερ και την ναζιστική προπαγάνδα του, όταν οι Σύμμαχοι μπήκαν στο Βερολίνο. Και εκείνος, κραδαίνοντας το χρυσό αγαλματάκι του Όσκαρ, φώναζε στους κατήγορούς του: «Έχω Όσκαρ! Έχω Όσκαρ!».
Ιnfo
Το Cosmote Cinema Oscars HD κανάλι προβάλλει καθημερινά τρεις ταινίες, από τις 18.30, όπως κάποιες που διεκδικούν βραβεία στην φετινή, 90ή Τελετή Απονομής των Όσκαρ, σαν τα «Τρέξε!» (Get Out), «Beauty and the Beast», και «Φύλακες του Γαλαξία 2», τους περσινούς οσκαρικούς νικητές «Μια Πόλη δίπλα στη Θάλασσα» (Manchester by the Sea), «Moonlight», O Εμποράκος, «Εμπόδια» (Fences) και τις υποψήφιες «Οι Σύμμαχοι» (Allied), «Πάση Θυσία» (Hell or High Water), «Loving», «Elle», «Jackie», «Florence Foster Jenkins», «Moana», «Νυκτόβια Πλάσματα» (Nocturnal Animals), «20th Century Women» κ.ά.
Συνολικά 85 οσκαρικές ταινίες. Το κανάλι θα είναι διαθέσιμο στα πακέτα Cinema και Full της Cosmote TV (θέση 200) και στις υπηρεσίες Cosmote TV GO και Cosmote Replay TV, ενώ σε φάκελο Oscars, στο Cosmote TV Plus, θα υπάρχουν ταινίες υποψήφιες ή βραβευμένες με Όσκαρ.
Από τη νύχτα της Κυριακής 4 Μαρτίου έως το πρωί της Δευτέρας 5 Μαρτίου θα μεταδοθεί απευθείας για την Ελλάδα, από την Cosmote TV, η επετειακή 90η Τελετή Απονομής των Όσκαρ (για παραγωγές του 2017). Η τηλεοπτική κάλυψη θα ξεκινήσει στις 23:30 (4/3), από το κόκκινο χαλί έξω από Dolby Theatre, θα ακολουθήσει το pre-show στις 01:30 και στις 03:00 θα ξεκινήσει η 90η Τελετή Απονομής, με παρουσιαστή τον Τζίμι Κίμελ, για δεύτερη χρονιά. Η απευθείας μετάδοση θα γίνεται ταυτόχρονα στο Cosmote Cinema 2HD με ελληνικό σχολιασμό από τους απεσταλμένους της Cosmote TV, Γιώργο Σατσίδη και Χριστίνα Μπίθα, αλλά και από το Cosmote Cinema 1HD στο πρωτότυπο (αγγλικά). Η Τελετή θα προβληθεί με ελληνικούς υπότιτλους, την Δευτέρα 5 Μαρτίου από το Cosmote Cinema 2HD, από τις 21:00 με το pre-show.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News