Την Κυριακή (28 Ιανουαρίου) έκλεισε τα 40. Το βράδυ, στο πάρτι των γενεθλίων του, ένας καλός του φίλος θέλησε να τον πειράξει, αποκαλώντας τον «γερο-Τζίτζι». Αλλά, ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν δεν γέλασε. Απάντησε, στα σοβαρά, ότι θα μπορούσε να παίξει μπάλα σε υψηλό επίπεδο για άλλα δύο χρόνια. Το πιστεύει. Το σκέφτεται. Το δήλωσε ξεκάθαρα σε συνέντευξή του στη La Repubblica: «Μέσα στις επόμενες μέρες θα συναντηθώ με τον πρόεδρο της ομάδας, Αντρέα Ανιέλι, και θα συζητήσουμε. Θέλω να μείνω (στη Γιουβέντους) για μία, ακόμη, σεζόν και ύστερα να αποσυρθώ από τα γήπεδα».
Το ίδιο θέλουν και οι πολυάριθμοι θαυμαστές του, σύμφωνα με την Tuttosport. Σε ένα άλλο… πάρτι που είχε προηγηθεί εκείνη την ημέρα, στα social media, χιλιάδες «φαν» του ανέβασαν βίντεο και φωτογραφίες του εμβληματικού ιταλού πορτιέρε, ζητώντας του να εξακολουθήσει να τους χαρίζει μεγάλες στιγμές. Δύο εικοσιτετράωρα αργότερα, την Τρίτη, ο Μπουφόν απέκρουσε το πρώτο του πέναλτι ως σαραντάρης, στον πρώτο ημιτελικό του Κυπέλλου Ιταλίας κόντρα στην Αταλάντα στο Μπέργκαμο, διαφυλάσσοντας το γκολ του Ιγκουαΐν (0-1).
Ο «Σούπερμαν» -κατά πολλούς ο καλύτερος τερματοφύλακας όλων των εποχών- νιώθει, ακόμη, ακμαίος. Μόλις πέρυσι βραβεύτηκε ως ο κορυφαίος γκολκίπερ του 2017. Η απόφασή του να υποβληθεί σε… ποδοσφαιρική ευθανασία δεν είχε να κάνει με τις επιδόσεις του στα γήπεδα, που παραμένουν εξαιρετικές, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος πίστευε ότι άξιζε να ολοκληρώσει την ένδοξη καριέρα του: υπερασπιζόμενος την ιταλική εστία στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας. Ούτε που το φανταζόταν, ότι η Ιταλία θα αποτύγχανε να προκριθεί στο μεγάλο ποδοσφαιρικό ραντεβού του προσεχούς καλοκαιριού.
Στις 13 Νοεμβρίου 2017, αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα που σήμανε τον αποκλεισμό της «Σκουάντρα Ατζούρα» από το Μουντιάλ (Ιταλία – Σουηδία 0-0, στο «Σαν Σίρο» του Μιλάνο), ο Μπουφόν ανακοίνωσε, με δάκρυα στα μάτια, πως αυτό ήταν το τελευταίο του παιχνίδι με την εθνική Ιταλίας. Στην επόμενη μεγάλη διοργάνωση, το Euro 2020, θα έχει πατήσει τα 43. Αλλά, αυτή η εξέλιξη κατέστρεψε και το γκραν φινάλε του. Εκτός κι αν η Γιουβέντους καταφέρει, εφέτος, να κατακτήσει το Champions League…
Αφού, λοιπόν, δεν μπορεί να έχει το τέλος που επιθυμούσε, γιατί να βιαστεί να πει το «αντίο»; Μία ή δύο σεζόν παραπάνω ισοδυναμούν με μία ή δύο ευκαιρίες περισσότερες, να κατακτήσει το «καταραμένο» τρόπαιο – το μόνο που λείπει από τη συλλογή του. Αλλά, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο θέλει να συνεχίσει, είναι αυτό που εξομολογήθηκε στην εκπομπή «Che Tempo Che Fa» του RAI 1: «Είναι κάτι που κάνω επί 28 χρόνια. Στο τέλος της ημέρας, το ποδόσφαιρο ήταν πάντοτε η ζωή μου». Ο Μπουφόν φοβάται να ζήσει χωρίς την μπάλα. Ο ρόλος του προπονητή ή του τεχνικού διευθυντή δεν τον «γεμίζει». Θέλει να την κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του, να αλλάζει με τα χέρια του την πορεία της – και τη μοίρα ενός αγώνα.
Το ρίσκο είναι μεγάλο, και το ξέρει. «Δεν θέλω να δημιουργήσω πρόβλημα στην ομάδα, δεν θέλω να γίνω ο γέρος που ψεύδεται στον εαυτό του και κρατιέται με νύχια και με δόντια στην κληρονομιά του, απλώς θέλω να παίξω και την επόμενη σεζόν. Ολα θα εξαρτηθούν από τις προθέσεις της διοίκησης. Αν δεν συμφωνήσουμε, πάντως, τα αισθήματά μου για τη Γιουβέντους δεν θα αλλάξουν», είπε στη Repubblica. Είναι φανερό ότι περιμένει από τον ιδιοκτήτη του συλλόγου και από τον προπονητή του, να τον βοηθήσουν να πάρει τη σωστή απόφαση. Μόνο που, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα σε έναν αθλητή, ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να αποσυρθεί. Πολύ περισσότερο ο Ανιέλι τζούνιορ, ο οποίος πριν από περίπου μία δεκαετία βάσισε πάνω στον Μπουφόν τη μεγάλη αντεπίθεση του συλλόγου. Ή ο Αλέγκρι, που του οφείλει τη μακροημέρευσή του στον πάγκο της Γιουβέντους.
Την ευθύνη να κατεβάσει τη σημαία από τον ιστό (ο Μπουφόν αγωνίζεται στη «Γιούβε» από το 2001), κανείς δεν θα δεχθεί να την αναλάβει. Ετσι κι αλλιώς, για κάθε σπουδαίο αθλητή, το «αποχωρώ ή συνεχίζω;» είναι ένα μοναχικό δίλημμα. Μετράει τις δυνάμεις του, ζυγίζει την ανάγκη του να αγωνίζεται, από τη μία, και την επιθυμία του να φύγει «με ψηλά το κεφάλι», από την άλλη, και παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Στα σπορ, τα όρια ηλικίας είναι υποκειμενικά – και πολύ διαφορετικά από περίπτωση σε περίπτωση.
Η Γιουβέντους τίμησε τα 40ά του γενέθλια, κυκλοφορώντας 1.111 συλλεκτικές φανέλες που στο μέσα μέρος τους είναι αριθμημένες (από το 1 έως το 1.111). Παρά την τσουχτερή τιμή τους (249 ευρώ), έγιναν ανάρπαστες. Οι φίλαθλοι λατρεύουν αυτούς που βάζουν τα γκολ, όχι εκείνους που τα αποτρέπουν. Αλλά, ο σπουδαίος Μπουφόν έγινε η εξαίρεση (και) αυτού του κανόνα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News