Η διαφορά του εμπορικού με τον ποιοτικό κινηματογράφο στην Ελλάδα, εντοπιζόταν πάντα στο χασμουρητό. Προφανώς, όλες οι ταινίες του παλιού «καλού» ελληνικού κινηματογράφου (λέγε με Φίνο) δεν ήταν καλές. Και προχειράντζες γυρίστηκαν και σενάρια στο πόδι γράφτηκαν και τα μέσα ήταν πενιχρά και φαινόταν. Ωστόσο, όλες προσπαθούσαν να αφηγηθούν μια ιστορία. Αυτόν τον στόχο υπηρετούσε κάθε ταινία, καλή ή κακή. Ακόμη και οι πιο «ψαγμένες» παραγωγές, με μια αριστερή πατίνα ας πούμε πάνω τους, το λιγότερο που κατάφερναν με τον ένα η τον άλλο τρόπο ήταν να σου πούνε μια ιστορία. Αναφέρω τον εμβληματικό Αγγελόπουλο (κυρίως για την «Αναπαράσταση» και τον «Θίασο»), μαζί με τους Κακογιάννη, Κούνδουρο, Κανελλόπουλο, Δαμιανό, Βούλγαρη, και ακόμα τον Αλεξανδράκη μες τη «Συνοικία το Ονειρο».
Απ το 1975 και μετά, η κινηματογραφική παραγωγή συρρικνώνεται και μόνο οι κρατικές επιχορηγήσεις βοηθούν τον κάθε πικραμένο να πειραματίζεται, καταδικάζοντας το κοινό στα πιο βαθιά χασμουρητά. Φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, αλλά γενικά είναι η εποχή που απαξιώνεται ο Σακελάριος/Γιαννακόπουλος και ο Χατζηχρήστος, ενώ οι ταινίες με συμβολισμούς, κρυφά μηνύματα, ατελείωτες σιωπές, εκνευριστικές παύσεις, αδιέξοδα και αλλοτρίωση, που σε προδιαθέτουν να κάνεις τις φλέβες σου κορδόνια, θεωρούνται τρέντι.
Ευτυχώς υπάρχουν και μερικοί, όπως ο Γιάνναρης και ο Οικονομίδης, που έχουν επιστρέψει σε μια ευθύγραμμη αφήγηση, αφήνοντας πίσω τα χαοτικά, αποστασιοποιημένα, αφηγηματικά στυλ που σε αποτελειώνουν σαν θεατή.
Βέβαια, το δύσκολο δεν είναι απλώς να πεις την ιστορία, αλλά να εκφράσεις παράλληλα και τους πολλούς κάθετους κώδικες που θα συναποτελούν μια αρμονική συγχορδία, κάνοντας σπουδαία μια ταινία. Είναι αυτοί οι κάθετοι άξονες που λείπουν απ’ τη νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Λάθος υλικά, με λάθος τρόπο βαλμένα, τόσο λάθος που φτάνεις να λες: γιατί η ταινία λέγεται «Καζαντζάκης», αποκλείεται να μιλάει γι’ αυτόν!
Αν αναγάγουμε την ταινία σε φαγητό, μιλάμε για μια συνταγή παραδοσιακής κουζίνας, με fusion επιρροές από Ασία και λίγο γιαπωνέζικο τατς, αποδομημένη μοριακά από Φεράν Αντριάν. Σοτάρουμε δηλαδή τα ιστορικά γεγονότα, τα πασπαλίζουμε με φράσεις απ’ το έργο του συγγραφέα, τα σβήνουμε με μυθοπλασία κατά βούληση, προσθέτουμε γκρατιναρισμένους εικαστικούς συμβολισμούς για τη δημιουργία ψευτορομαντισμού και τελειώνουμε με λίγη εθνικοπατριωτική έξαρση. Το αποτέλεσμα είναι, φυσικά, κακόγουστο και ψεύτικο. Είναι ένα ψέμα που απελπισμένα θέλει να εισπραχτεί ως αισθητική αλήθεια.
Ο «Καζαντζάκης» του Σμαραγδή προσπαθεί να προκαλέσει συναισθηματικό εντυπωσιασμό, όταν δεν τον προσφέρει ήδη σχολιασμένο και συσκευασμένο, στοχεύοντας στο κοινό που επιθυμεί εύκολες αισθητικές εμπειρίες. Ο σκηνοθέτης θέλει να μας υποχρεώσει να εισπράξουμε μια προκαθορισμένη εντύπωση. Αρκεί να έχεις δει μερικές καλές ταινίες για να εκνευριστείς στα πρώτα τριάντα λεπτά και να κοιτάς το ρολόι ανυπομονώντας να τελειώσει το κινηματογραφικό μαρτύριο.
Απ’ την άλλη, ίσως ο «Καζαντζάκης» του Σμαραγδή να μείνει στην ιστορία ως επιτομή του καλτ και του κιτς. Τίποτα δεν εμποδίζει ένα τριτοκλασάτο κρασί να γίνει πρώτης τάξεως ξύδι. Η ιστορία θα δείξει το μέλλον κι αυτής της ταινίας, αν αποφασίσει βέβαια να ασχοληθεί μαζί της.
ΥΓ. Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν ξέρουν τον Καζαντζάκη και θα τον γνωρίσουν απ’ τον Σμαραγδή. Ούτε ο Καζαντζάκης θα γνώριζε τον εαυτό του αν έβλεπε την ταινία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News