H πτώση του Τείχους του Βερολίνου θα παραμείνει στην σύγχρονη ιστορία ως ένα αξιομνημόνευτο γεγονός καθώς μια μαζική και κινηματικού χαρακτήρα βούληση για επανένωση, ευημερία και ατομικές ελευθερίες εκδηλώθηκε στον σωστό χρόνο, με τις σωστές προϋποθέσεις και πέτυχε τον σκοπό της. Το δυτικό αφήγημα καθώς και η επιθυμία της πολιτικής ελευθερίας, επένευσαν άτομα να επαναστατήσουν και να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους, τα οποία έγιναν πράξη. Έπειτα από την πτώση του τείχους, η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας υπό την έμπειρη και αμιγώς πολιτική καθοδήγηση του Χριστιανοδημοκράτη Καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, προέκρινε μια σχετικά ομαλή οικονομική μετάβαση με ένα γενναίο πλάνο επενδύσεων, ιδιωτικοποιήσεων, ευνοϊκή ισοτιμία συναλλάγματος για τους πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας και βελτίωση των υποδομών. Απώτερος σκοπός ήταν η εξισορρόπηση των ανισοτήτων ανάμεσα στην Δυτική και Ανατολική Γερμανία, αλλά και η πραγματικά -de facto- ισότιμη μεταχείριση των πολιτών των δύο κρατών. Η γερμανική πολιτεία, τότε, επωμίσθηκε το βάρος της.
28 χρόνια μετά από την πτώση του Τείχους και έπειτα από ένα κόστος 2 Τρισεκατομμυρίων Ευρώ για την επανένωση και μέσα στον απόηχο αφενός του κύματος μεταρρυθμίσεων του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρτ Σρέντερ (Ατζέντα 2010) και αφετέρου της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η γερμανική οικονομία παρουσιάζεται σήμερα πιο υγιής, ακμαία και σχεδόν σε σημείο “υπερθέρμανσης”. Γερμανοί αναλυτές, με αρκετή δόση ενθουσιασμού, επισημαίνουν πως «Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δεν έχει δει ευημερία σαν κι αυτήν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Ποιος όμως έχει επωφεληθεί πραγματικά από αυτήν; Σύμφωνα με το στοιχεία της Haver Analytics, από το 1990 ως το 2016 οι πραγματικοί μισθοί στην Γερμανία έχουν αυξηθεί κατά περίπου 10% ενώ αντίστοιχα η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί κατά περίπου 40%. Το γεγονός αυτό, αφενός διευκολύνει τις γερμανικές επιχειρήσεις να εμπορεύονται τα προϊόντα τους διεθνώς και αφετέρου καθιστά τις εισαγωγές στην Γερμανία οικονομικά ασύμφορες, οδηγώντας έτσι την οικονομία της σε ιστορικά αξιομνημόνευτα πλεονάσματα.
Eχει λοιπόν, για όλους μερτικό η «ορθή» ανάπτυξη; Η μεταρρυθμιστική ατζέντα από μόνη της συνιστά απαραίτητη αλλά όχι ικανή συνθήκη για ευημερία. Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο πως ακόμα και εντός ενός κράτους, όπου υπάρχει περίσσευμα πλούτου, μεγάλη μερίδα του πληθυσμού βρίσκεται «εκτός των τειχών». Εκεί πρέπει να εστιάσει το σύγχρονο προοδευτικό αφήγημα και σε εκείνο το σημείο, η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία πρέπει να ορθώσει το ανάστημα της και να πείσει. Βασική προϋπόθεση για μια πειστική πολιτική πρόταση σε διεθνές επίπεδο είναι η κατανόηση των αμοιβαίων αναγκών. Διεθνείς οργανισμοί υποστηρίζουν πως η γερμανική οικονομία υπολείπεται σε επενδύσεις σε υποδομές και ψηφιακά μέσα, χρήζει άμεσα στοχευμένες κοινωνικές παροχές (π.χ. παιδικοί σταθμοί) καθώς επίσης καλείται να στηρίξει την επαγγελματική εκπαίδευση των προσφύγων. Η πολιτική αυτή θα μπορούσε να αναθερμάνει το διαθέσιμο εισόδημα των Γερμανών πολιτών και θα ήταν το εφαλτήριο της στήριξης των εξαγωγών άλλων ευρωπαϊκών χωρών προς αυτήν.
Δυστυχώς όμως, όπως διαφαίνεται μέχρι σήμερα, οι πολιτικές συνεργασίες και η κυβέρνηση που θα προκύψει, θα έχει μια εντελώς διαφορετική ατζέντα. Κύριο μέλημα της οικονομικής της πολιτικής φαίνεται πως θα είναι η «τιθάσευση» της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και συγκεκριμένες φοροελαφρύνσεις. Στο κοινωνικό επίπεδο δε, η μετρίαση του προσφυγικού ρεύματος θα έχει τον πρώτο ρόλο. Είναι προφανές λοιπόν πως μια τέτοια ατζέντα δύσκολα θα μπορέσει να αντιμετωπίσει καθολικά το ζήτημα της συμμετοχής, του «μερτικού» της ανάπτυξης. Όμως, αυτό θα έχει ενδιαφέρον να δούμε μελλοντικά, είναι το πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες όπου η βούληση των «εκτός των τειχών» θα εκδηλωθεί ξανά πολιτικά, την κατάλληλη στιγμή και με τις κατάλληλες προϋποθέσεις.
* Ο Χαράλαμπος Κυριακίδης είναι Υποψήφιος Δρ. ΕΜΠ και Γραμματέας ΔΕ Συλλόγου Ελλήνων Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης ΠΤ Κεντρικής Ελλάδας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News