Υπάρχουν μερικές φιλίες που μας συγκινούν πολύ γιατί διαρκούν για πάντα, κυρίως, όμως, γιατί είναι κάτι πολύ περισσότερο από το απλό άθροισμα μιας φιλικής και μιας ερωτικής σχέσης. Όπως για παράδειγμα η φιλία, που συνέδεε σχεδόν πενήντα χρόνια τον Σαμ Σέπαρντ με την Πάτι Σμιθ. Εκείνη μια ποιήτρια, μουσικός και τραγουδίστρια, αλλά και φωτογράφος και συγγραφέας, μια από τις πιο σημαντικές φιγούρες της underground σκηνής της Νέας Υόρκης, που δύσκολα μπορεί κανείς να βάλει σε καλούπια. Κι εκείνος ένα αστέρι του θεάτρου, λαμπρός συγγραφέας, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός, ένας χολιγουντιανός (αντι)σταρ που δεν δίσταζε να τσαλακώνει την εικόνα του με κάθε ευκαιρία και ίσως γι’ αυτό αγαπήθηκε ακόμη περισσότερο.
Το 1970, όταν γνωρίστηκαν, εκείνος ήταν ήδη παντρεμένος, αλλά ποτέ δεν έκρυψε την (παράνομη) ερωτική τους σχέση που στην ουσία κράτησε μόλις ένα χρόνο. Στη σκιά αυτού του έρωτα, όμως, γεννήθηκε μια φιλία που κράτησε μέχρι το τέλος. Ήταν και θα είναι για πάντα το «φιλαράκι» της. Ο Σαμ Σέπαρντ, μάθαμε ότι, πέθανε στις 30 Ιουλίου. Στην πραγματικότητα είχε φύγει από τη ζωή τρεις ημέρες νωρίτερα από επιπλοκές αμυοτροφικής σκλήρυνσης, αρρώστια με την οποία πάλευε τα τελευταία χρόνια.
Και η Πάτι Σμιθ τον αποχαιρέτησε με ένα γράμμα στον New Yorker. «Με έπαιρνε τηλέφωνο αργά μέσα στη νύχτα από κάπου στον δρόμο, μια πόλη-φάντασμα στο Τέξας, από ένα χώρο στάθμευσης κοντά στο Πίτσμπουργκ ή από την Σάντα Φε, όπου είχε παρκάρει στην έρημο και άκουγε τα κογιότ να ουρλιάζουν», γράφει, αναφερόμενη σε όλα εκείνα τα ξαφνικά μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα που της έκανε από διάφορα σημεία κυρίως όμως από το σπίτι του στο Κεντάκι. Κι εκείνη ξυπνούσε γεμάτη χαρά, έφτιαχνε ένα Νεσκαφέ και οι δυο τους άρχιζαν να μιλούν για ώρες. Για τα παιδιά τους, για τα σμαράγδια του Κορτέζ και για το ντέρμπι του Κεντάκι, κυρίως όμως για συγγραφείς και τα βιβλία τους: «”Ο Γκόγκολ ήταν Ουκρανός”, μου είπε μια μέρα φαινομενικά από το πουθενά». Όμως αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσουν οι δυο τους να αυτοσχεδιάζουν.
Μια μέρα (το 2011) της έστειλε ένα μήνυμα από τις Άνδεις της Βολιβίας, όπου έκαναν τα γυρίσματα του Blackhorn (γουέστερν του Ματέο Γκιλ, στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Σαμ Σέπαρντ μαζί με τον Στίβεν Ρία). «Τραγουδούσε σε εκείνα τα βουνά, δίπλα σε μια φωτιά, παλιά τραγούδια γραμμένα από άνδρες απελπισμένους, ερωτευμένους με την ίδια τους την φύση, που σιγά-σιγά εξαφανιζόταν. Τυλιγμένος σε κουβέρτες, κοιμόταν κάτω από τ΄ αστέρια των Νεφών του Μαγγελάνου».
Του άρεσε πολύ, γράφει η Πάτι Σμιθ, να βρίσκεται συνεχώς στον δρόμο με το φορτηγάκι του. «Πέταγε στο πίσω κάθισμα το καλάμι του ψαρέματος ή μια ακουστική κιθάρα, μπορεί να έπαιρνε μαζί του και τον σκύλο του, αλλά οπωσδήποτε ένα σημειωματάριο, μια πένα και πολλά βιβλία». Του άρεσε να φεύγει έτσι ξαφνικά, του άρεσε να δέχεται έναν ρόλο που θα τον οδηγούσε κάπου όπου στην πραγματικότητα δεν ήθελε να είναι. Η Πάτι Σμιθ γράφει ακόμη ότι ο Σέπαρντ λάτρευε τον Μπέκετ. «Είχε μερικά χειρόγραφά του κορνιζαρισμένα στην κουζίνα, δίπλα στις φωτογραφίες των παιδιών του».
Αναφέρεται και σε προσωπικές τους στιγμές και συνήθειες, μιλάει για την καθημερινή τους ρουτίνα, το ξύπνημα, τον πρωϊνό καφέ, το γράψιμο, το διάλειμμα. Μιλάει και για τα μικρά τατουάζ, που τους είχαν μείνει ως ανάμνηση από τα νιάτα τους. Ο Σαμ είχε ένα μισοφέγγαρο ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του, η Πάτι μια αστραπή στο αριστερό γόνατο. «Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε πολύ τότε και αυτό είναι η πραγματική φιλία. Ποτέ δεν ήταν άβολη η σιωπή, η οποία στην ευπρόσδεκτη μορφή της, είναι ακόμα μια επέκταση της συνομιλίας. Ξέραμε ο ένας τον άλλον για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα».
Σπαρακτικά, λυρικά και ταυτόχρονα πολύ λιτά η Πάτι Σμιθ μιλάει στο γράμμα της και για τον θάνατό του. Το βράδυ που έφυγε εκείνη ήταν πολύ μακριά. Στεκόταν μέσα στη βροχή που της έκρυβε τα δάκρυα. «Ήξερα ότι θα έβλεπα ξανά τον Σαμ κάπου στο τοπίο του ονείρου, αλλά εκείνη τη στιγμή φαντάστηκα ότι ήμουν πίσω στο Κεντάκι με τα χωράφια στις πλαγιές και το ρυάκι που φαρδαίνει και γίνεται ποταμάκι. Είδα τα βιβλία του Σαμ στα ράφια, τις μπότες του δίπλα στον τοίχο, κάτω από το παράθυρο από όπου μπορούσε να βλέπει τα άλογα που βόσκουν πλάι στον ξύλινο φράχτη. Είδα τον εαυτό μου στο τραπέζι της κουζίνας, να αγγίζω το τατουάζ στο χέρι του».
Πριν από πολύ καιρό, της είχε στείλει ένα μεγάλο γράμμα με ένα όνειρο που είχε την ελπίδα ότι δεν θα τελειώσει ποτέ. Ονειρευόταν άλογα. Τώρα πια ο Σαμ «…δεν θα χρειαστεί σέλα, δεν θα χρειαστεί τίποτα. Προχώρησα στα γαλλικά σύνορα, ένα μισοφέγγαρο ανέβαινε στον μαύρο ουρανό. Είπα αντίο στον φιλαράκο μου, καλώντας τον, μέσα στη νέκρα της νύχτας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News