Ιούνιος 1976. Σχεδόν δύο χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση. Κλίμα υπερπολιτικοποιημένο, με μεγάλες διαδηλώσεις, με πόλωση στη Βουλή, με πάθη και υπερβολές. Και αίτημα για «αποχουντοποίηση».
Η Ελλάδα είναι ακόμα συγκλονισμένη από το θάνατο της κορυφαίας αντιδικτατορικής φυσιογνωμίας, του Αλέκου Παναγούλη, ύστερα από εκείνο το πολυσυζητημένο τροχαίο της Πρωτομαγιάς επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης. Στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος συζητά την τοποθέτηση αγάλματος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Πλατεία Δικαστηρίων (Εγνατία με Αριστοτέλους), βλέπει στο θέατρο τον Αγγελο Αντωνόπουλο και το εξίσου δημοφιλές ζευγάρι Κάκιας Αναλυτή και Κώστα Ρηγόπουλου, διασκεδάζει στα πρώτα μπιτς πάρτι της χρονιάς. Γονείς και μαθητές είναι στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τη μείωση των εισακτέων στα πανεπιστήμια.
Οι παλιότεροι όμως, πάνω απ’ όλα, θυμούνται τη νύχτα της 9ης Ιουνίου 1976 που ξεκίνησε από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα όπου «χάθηκε η μπάλα» και συνεχίστηκε με ένα ατέλειωτο πανηγύρι στους δρόμους Θεσσαλονίκης αλλά και της Αθήνας και άλλων πόλεων.
Ο ξεθωριασμένα ξανθός αυτός προπονητής, ο Λες Σάνον την «έφερε» και πάλι στο…«ΠΟΚ», κερδίζοντας και τρίτο τελικό κυπέλλου σε γήπεδο του Κέντρου. Το 1972 ως προπονητής του ΠΑΟΚ πήρε το Κύπελλο στο «Καραϊσκάκη» νικώντας κατά κράτος τον Παναθηναϊκό. Το 1974, πάλι ως τεχνικός ηγέτης του ΠΑΟΚ , έστω και πιο δύσκολα κατέβαλε στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας στα πέναλτι τον Ολυμπιακό και τώρα με τον Ηρακλή , αφήνοντάς πάλι στα κρύα του λουτρού τον Ολυμπιακό, πήρε ένα ακόμα κύπελλο.
Ήταν όμως, χωρίς άλλο, η βραδιά αυτή, αποκλειστικά σχεδόν, του Βασίλη Χατζηπαναγή ! Του μόλις 22άχρονου «Νουρέγιεφ των ελληνικών γηπέδων» ο οποίος μέσα από την ασπρόμαυρη τηλεόραση της εποχής, έλαμψε εκτυφλωτικά αφήνοντας γοητευμένους τους φιλάθλους κάθε σωματειακής προτίμησης.
«Αυτός ο εκκεντρικός νεαρός, με τα φουντωτά μαλλιά και το απροσδιόριστο χαμόγελο» (όπως τον περιέγραψε η εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ την άλλη μέρα) έβαζε υποψηφιότητα για «πρόσωπο της χρονιάς». Ήταν ο τελικός του Ελληνόπουλου από την Τασκένδη που είχε έλθει με μεταγραφή στον Ηρακλή, από την εκεί ομάδα του, την Παχτακόρ, επτά μόλις μήνες πριν!
Μα μπορεί, αναρωτιόταν ο φίλαθλος, να βλέπουμε στα ελληνικά γήπεδα, τέτοια ποιότητα ποδοσφαίρου, τέτοιες επινοήσεις, τέτοια «ζωγραφική»;
Με τον Χατζηπαναγή, σύμφωνα με μια σπάνια, για τα άγρια ποδοσφαιρικά ήθη της Ελλάδας, ομοφωνία, η απάντηση ήταν θετική.
Εξ ου και το σλόγκαν της εποχής που ξεκίνησε από τίτλο εφημερίδας, αλλά πήγε αμέσως στα χείλη όλων: «Χατζη-παναγία μου! Τι ήταν αυτό;».
Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε η Θεσσαλονίκη, ενώ το σύνθημα που δονούσε την ατμόσφαιρα ήταν το θρυλικό -και όχι εύκολο να ακουστεί ξανά :«Εκεί, εκεί, εκεί, εκεί κι εδώ, πρωτάθλημα και κύπελλο στον Πύργο το Λευκό»!
Εκείνες τις μέρες, ο ΠΑΟΚ του Γιώργου Κούδα έπαιρνε, με εμφατικές, σπουδαίες, εμφανίσεις, τον τίτλο του πρωταθλητή με τον Γκιούλα Λόραντ στον τιμόνι του. Τον μυθικό συμπαίκτη παλιότερα του Πούσκας και μέλος της μεγάλης Ουγγαρίας του ’50. Ο Γκιούλα Λόραντ που πέντε χρόνια αργότερα, άφηνε την τελευταία του πνοή στον πάγκο του ΠΑΟΚ, στην Τούμπα από μοιραίο καρδιακό.
Το πολιτικό κλίμα της εποχής, το αίσθημα αδικίας που δικαίως είχε η Θεσσαλονίκη, αφού η διαιτησία είχε στερήσει κυρίως από τον ΠΑΟΚ αλλά όχι μόνο, να διεκδικήσει αυτό που δικαιούνταν αγωνιστικά, οδήγησε πολλές εφημερίδες του βορειοελλαδικού χώρου να μιλούν για «θεαματική ήττα του κατεστημένου του ποδοσφαίρου». Ένα «νταμπλ» της Θεσσαλονίκης ήταν επόμενο να πυροδοτήσει ενθουσιασμό αλλά και να φτιάξει συμβολισμούς και στερεότυπα.
Αξιζει να θυμηθούμε λεπτομέρειες του 34ου τελικού Κυπέλλου Ελλάδος, με αντιπάλους τον Ηρακλή και τον πολύ δυνατό τότε Ολυμπιακό, που έληξε 4-4 στην παράταση και στη συνέχεια 6-5 υπέρ του Ηρακλή στα πέναλτι, με εκείνο το υποδειγματικό σουτ στο «γάμμα» του Κελεσίδη από τον Μανώλη Τουμπόγλου.
Ο «Βάσια» με δύο προσωπικά γκολ, στα οποία με τις απίστευτες επινοήσεις του, πριν στείλει τη μπάλα στα δίχτυα, «εξέθεσε» ποδοσφαιρικώς την πολύ καλή άμυνα των πέντε διεθνών του Ολυμπιακού (Κελεσίδης, Κυράστας, Αγγελής, Σιώκος, Γκλέζος). Ήταν πια μεσάνυχτα όταν ο αρχηγός Γρηγόρης Φανάρας συνοδευόμενος από εκστασιασμένους συμπαίκτες και υπό τις ζητωκραυγές 10.000 οπαδών του Ηρακλή έπαιρνε από τον υφυπουργό Αθλητισμού Αχιλλέα Καραμανλή το Κύπελλο.
Ο Ηρακλής είχε προηγηθεί στο 25′ με μια μοναδική ατομική προσπάθεια του Βασίλη Χατζηπαναγή ο οποίος πέρασε διαδοχικά Κυράστα και Κελεσίδη, απέφυγε τον μακαρίτη Λάκη Γκλέζο και σούταρε περίτεχνα στην αριστερή γωνία. Ο Βασίλης Σιώκος στη γραμμή του τέρματος έκανε κίνηση προς την… αντίθετη πλευρά και δεν μπόρεσε αποτρέψει το γκολ, αλλά ήταν ο παίκτης που ισοφάρισε με δυνατή κεφαλιά στο 61′ ύστερα από κόρνερ του Σταυρόπουλου.
Στο 72′ ο Βαγγέλης Κουσουλάκης, οποίος λίγα χρόνια αργότερα έκανε μεγάλη καριέρα με τους ερυθρολεύκους, έκανε με σουτ το 2-1 υπερ του Γηραιού για να ισοφαρίσει εκ νέου ο Ολυμπιακός με τον Βιέρα στο 81′, ύστερα από ωραίο συνδυασμό με τον Γαλάκο.
Ακολούθησε παράταση στην οποία η αδρεναλίνη… χτύπησε κόκκινο. Ο Ηρακλής προηγήθηκε με 4-2 (Χατζηπαναγής στο 101′ -το πιο όμορφο γκολ του ματς- και Γκέσιος στο 110′) αλλά δεν άντεξε στο τελευταίο δεκάλεπτο την πίεση του Ολυμπιακού (Γαλάκος στο 113′ και Γκλέζος στο 119΄έκαναν το 4-4).
Το τελευταίο σφύριγμα του Λέλου Βαμβακόπουλου βρήκε τις ομάδες ισόπαλες και μοιραία το κύπελλο κρίθηκε στη «ρώσικη ρουλέτα» των πέναλτι.
Κυράστας 1-0, Σεντελίδης 1-1, Καραβίτης 2-1, Αντωνίεβιτς 2-2, Σταυρόπουλος 3-2, Χριστοφορίδης 3-3, Βασιλόπουλος 4-3, Ποντίκης 4-4, Συνετόπουλος (απέκρουσε ο Φανάρας), Χατζηπαναγής (απέκρουσε ο Κελεσίδης), Γκλέζος 5-4, Κουσουλάκης 5-5, Σιώκος (απέκρουσε ο Φανάρας) και Τουμπόγλου 5-6!
Ο Γκέσιος στο δικό του γκολ, πέρασε τον Κελεσίδη ο οποίος ματαίως δοκίμασε να τον γκρεμίσει, και σκόραρε ανενόχλητος. Ο Ηρακλής από το 1972 είχε τρίξει τα δόντια του. Με Αϊδινίου, Κασάπη επί Λιούμπισα Σπάϊτς με κεντρικό επιθετικό τον Λάκη Κουτρουμπέλη για τον οποίο, όπως και για τον παρτενέρ του στην επίθεση, τον Φωτεινό, οι φίλαθλοι του «Γηραιού» είχαν διασκευάσει στα Ελληνικά τη μεγάλη επιτυχία του Τομ Τζόουνς «She’ s A Lady»:
Κουτρουμπέλης –Φωτεινός/ Στην Ευρώπη πανικός/ Ηρακλάρα !!!
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής έπαιξε για πρώτη φορά με τη φανέλα του Ηρακλή στις 7 Δεκεμβρίου 1975 (Ηρακλής -Ατρόμητος 1-1), στο γήπεδο της Βέροιας στο οποίο είχαν σπεύσει πάνω από 5.000 φίλοι της ομάδας για να δουν το νέο αστέρι.
Κρέμασε τη φανέλα του τον Οκτώβριο του 1991 σε ηλικία 37 ετών. Έπαιξε μόνο στον Ηρακλή και σήμερα αποτελεί το πιο λαμπερό διαχρονικό του είδωλο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News