Φέτος έκανα μια γαϊδουριά. Ξέχασα, πριν αναχωρήσω για το εξωτερικό, για τις διακοπές του Πάσχα, να πάω στη βαφτισιμιά μου λαμπάδα. Το θυμήθηκα ενώ το αεροπλάνο μου βρισκόταν στις αρκετές χιλιάδες πόδια, οπότε δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για να το διορθώσω. Μετά σκέφτηκα (για να νιώσω καλύτερα;) πως ένα κορίτσι 15 χρόνων δεν θα έπρεπε να περιμένει λαμπάδα. Ομως, αν ήθελα να θεωρούμαι σωστός νονός θα έπρεπε να είμαι τυπικός και δεν ήμουν. Εφευγα μακριά αφήνοντας εκκρεμότητες. Η αλήθεια είναι πως στην ηλικία της εγώ ντρεπόμουν κάθε φορά που μου έφερναν λαμπάδα και δεν ήθελα να την κρατώ, ειδικά αν είχε φιούμπες και λουλουδάκια. Ισως και η βαφτιστήρα μου να ένιωθε το ίδιο και να ανακουφίστηκε που την ξέχασα.
Μου άρεσε και με βόλευε αυτή η εκδοχή. Γλίτωσα, επιπλέον, το παιδί από τον καταναγκασμό του «πες ευχαριστώ στον νονό», «είπα», «δεν σε άκουσα, ξανάπες το». Το έχουμε περάσει όλοι. Ως βαφτιστήρια έχουμε υποχρεωθεί να διπλοφιλήσουμε νονούς που μας ήταν σχεδόν ξένοι για να τους εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας για παπούτσια που ή έπλεαν στα πόδια μας ή μας στένευαν μέχρι δακρύων, ως νονοί δεν ξέραμε τι να πρωτοαγοράσουμε, τι να πρωτοκάνουμε για να ικανοποιήσουμε όχι τόσο τα βαφτιστήρια μας, όσο τους γονείς τους. Κάπως έτσι καταφέραμε (και οι δύο πλευρές), να μετατρέψουμε τη γιορτή σε έναν αγώνα (και μία αγωνία) γεμάτο «πρέπει»!
Εχει, λοιπόν, πολλά, υπερβολικά πολλά «πρέπει» το νεοελληνικό Πάσχα, ή μάλλον έχουμε εμείς τον τρόπο να κάνουμε τη χαρά ψυχαναγκασμό.
Πρέπει να παραστούμε σε οικογενειακά τραπέζια που θα μας πλήξουν αφόρητα, πρέπει να βάψουμε αυγά αντί να τα αγοράσουμε βαμμένα για να μην μας πουν ακαμάτηδες, πρέπει να ζυμώσουμε τσουρέκια με τη συνταγή της μακαρίτισσας της γιαγιάς μας (τα οποία πρέπει να φουσκώσουν αλλά για άλλη μία χρόνια δεν θα μας κάνουν τη χάρη), πρέπει να αγοράσουμε άλλα ρούχα για τον Επιτάφιο και άλλα για την Ανάσταση για να μην μας σχολιάσουν στο χωριό, πρέπει πρώτα τα Αναστήσουμε και μετά να φάμε και ας έχει γίνει το στομάχι μας κόμπος από την πείνα, πρέπει να δοκιμάσουμε τη μαγειρίτσα που μας περιμένει στο τραπέζι γιατί είναι το απόλυτα παραδοσιακό πιάτο και ας απεχθανόμαστε τα συκώτια και τα έντερα.
Και την Κυριακή του Πάσχα πρέπει να σηκωθούμε από τα χαράματα για να κάνουμε παρέα στον κουμπάρο που θα σουβλίσει, και πρέπει ενώ σουβλίζει να κάνουμε πως γελάμε με τα κρύα ανέκδοτά του και πως διασκεδάζουμε με τις απαίσιες μουσικές του, και μετά πρέπει να φάμε το αρνί ωμό ή καμμένο λέγοντάς του πόσο το πέτυχε, και πρέπει και να πέσουμε στα πατώματα και να του χτυπάμε παλαμάκια όταν θα χορέψει ζεϊμπέκικο. Αμέσως μετά πρέπει να σύρουμε τον καλαματιανό (έστω το χασαποσέρβικο) τον οποίο ούτε ξέρουμε να χορεύουμε, ούτε θέλουμε αλλά πρέπει!
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια πρέπει και να νηστεύουμε γιατί είναι πάλι στη μόδα. Γενικώς… πρέπει, αν θέλουμε να περάσουμε ένα αυθεντικό Ελλήνων Πάσχα. Και μπορεί εγώ με αυτά τα «πρέπει» να μην τα πήγαινα ποτέ καλά (καθώς δεν τρώω τη μαγειρίτσα και το αρνί και δεν χορεύω καλαματιανό), αλλά δεν μπορώ να μην θυμίσω στην πολυαγαπημένη βαφτιστήρια μου, το βαθύτερο νόημα της γιορτής: ότι στο πλαίσιο του «αγαπάτε αλλήλους» πρέπει να αγαπά και να συγχωρεί τον ασυνεπή αλλά μετανοημένο νονό. Που, με τη σειρά του, δεν πρέπει να την ξεχάσει ποτέ ξανά. Αυτά, και καλό Πάσχα. Πρέπει να το γιορτάσετε, γιατί πρέπει να τιμάμε τις παραδόσεις μας. Δεν πρέπει;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News