Πώς μπορεί να εξηγηθεί η ψήφος υπέρ των λαϊκιστών, αριστερών και δεξιών, που χωρίς κανένα σοβαρό ιδεολογικό υπόβαθρο φαίνεται να σαρώνουν την πολιτική σκηνή των Δυτικών Δημοκρατιών, με στόχαστρό τους σχεδόν οποιονδήποτε θεσμό παγκόσμιας διακυβέρνησης; Είναι ένα πρόσκαιρο φαινόμενο ή ήρθε εδώ για να μείνει;
Στο ακαδημαϊκό περιβάλλον στο οποίο διαβιώ και στα μέσα στα οποία συνηθίζω να διαβάζω η απάντηση είναι συνήθως πάνω κάτω η ίδια: οι άνθρωποι που κάνουν αυτές τις επιλογές είναι ή ηλίθιοι ή ρατσιστές ή εθνικιστές ή θρησκόληπτοι ή και όλα μαζί.
Υστερα κάνω ένα βήμα πίσω. Πιάνω τον εαυτό μου να βλέπει τους άλλους παραλογισμούς που υφιστάμεθα καθημερινώς, σαν κόσμος, αλλά και σαν ελληνική κοινωνία. Βλέπω τη διαπραγμάτευση να κολλάει για άλλη μια φορά σε ένα «τεχνικό» (δηλαδή μη καθαρά δημοσιονομικού χαρακτήρα θέμα), όπως είναι οι ομαδικές απολύσεις ή η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Βλέπω τον δογματικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται από τους θεσμούς ως θέσφατα απόψεις για το πώς μπορεί να πάει καλύτερα η (ελληνική;) οικονομία. Απόψεις οι οποίες επειδή στερούνται οποιασδήποτε πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής συναίνεσης (αναρωτιέται κανείς και αν θα μπορούσαν μετά από τόσα χρόνια κρίσης), φέρουν για άλλη μια φορά τον μανδύα μιας επιστημοσύνης και μιας αντικειμενικότητας, της οποίας η δογματικότητα σπάνια συναντάται ακόμα και στις θετικές επιστήμες.
Η στήριξη στην επιστήμη λειτουργεί ευεργετικά σε μια κοινωνία μόνο όταν προκαλεί αντίλογο και επιχειρήματα. Όταν φέρει τη μάσκα μιας εξουσίας χωρίς ουσιαστική νομιμοποίηση, μπορεί να γίνει το ίδιο καταπιεστική με την άσκηση οποιασδήποτε άλλης εξουσίας η οποία με δογματικό τρόπο επικαλείται ένα αποκλειστικό προνόμιο στη γνώση. Αυτό δεν είναι πρωτάκουστο στην ιστορία. Θυμίζει τον δογματισμό της καθολικής εκκλησίας στον μεσαίωνα σε ζητήματα της πίστης. Όμως αυτή δεν είναι η παράδοση του φιλελευθερισμού και του διαφωτισμού της οποίας είμαστε όλοι πνευματικά παιδιά. Είναι μια διαστρέβλωση η οποία, επειδή αποκλείει την αλληλεπίδραση και τον διάλογο, προκαλεί αντίδραση και ρήξη.
Οχι, δεν είναι οι περικοπές, ούτε η αύξηση των φόρων. Είναι η ζωή μας η οποία φεύγει μέσα από τα χέρια μας και πάει σε ξένους τόπους στους οποίους δεν είχαμε ποτέ όνειρο να μεγαλώσουμε
Στη σημερινή εποχή, ο άνθρωπος που είναι το αντικείμενο αυτής της μορφής καταπίεσης τίθεται εκτός διάλογου όχι με πολιτικά επιχειρήματα ‒ αποκλείεται ως «μη ειδικός» που πρέπει να αφήσει την επίλυση των θεμάτων αυτών στους «ειδικούς». Οπως στον μεσαίωνα ένας μη ιερωμένος ήταν αναρμόδιος να εκφέρει άποψη σε ζητήματα πίστης. Πρόκειται για τη χειρότερη μορφή καταπίεσης, αυτή που υπόρρητα σου στερεί το δικαίωμα να διαλεχθείς και να σκεφτείς. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η τάση εμφανίζεται στη σημερινή εποχή της εξειδίκευσης, όπου οι περισσότεροι έχουμε 2-3 πτυχία και μεταπτυχιακά.
Από την άλλη μεριά το σύστημα αποκλείει τους αποδέκτες των αποφάσεών του από τον διάλογο και με έναν δεύτερο τρόπο: μια δαιδαλώδη περιπλοκότητα η οποία δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αλληλεπίδρασης σε μορφωμένους ανθρώπους, πόσο μάλλον σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν και άλλες δουλειές να κάνουν από το να αναρωτιούνται ποια είναι η σχέση του EFSF με τον ΕSM, η σχέση του τελευταίου με την ΕΕ, η συμμετοχή της Κομισιόν στον ESM, η σχέση των μέτρων λιτότητας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία κλπ.
Σαν κοινωνία έχουμε υποστεί μια ανείπωτη βία για την οποία δεν μιλάμε συχνά. Όχι, δεν είναι οι περικοπές, ούτε η αύξηση των φόρων. Είναι η ζωή μας η οποία φεύγει μέσα από τα χέρια μας και πάει σε ξένους τόπους στους οποίους δεν είχαμε ποτέ όνειρο να μεγαλώσουμε. Είναι το να είμαστε σε διαφορετικές χώρες από τους γονείς μας, τον σύντροφό μας και τα αδέρφια μας. Είναι και οι μικρές στιγμές που στερηθήκαμε από το να είμαστε μακριά. Είναι ο παππούς και η γιαγιά που φεύγουν από τη ζωή χωρίς να είμαστε εκεί. Είναι η φτώχεια όχι ως υλική απομείωση της περιουσίας αλλά ως πνευματική εξάντληση.
Χάρη στην τεχνοκρατία και τον δογματισμό με τον οποίο μας παρουσιάστηκαν και μας παρουσιάζονται όλα τα βήματα που οδήγησαν και συντηρούν αυτή την κατάσταση, ο χώρος που έχουμε μέσα μας για να εξηγήσουμε στον εαυτό μας ό,τι συμβαίνει μειώνεται διαρκώς στο όνομα μιας «επιστημονικής αντικειμενικότητας». Δύο είναι οι πιο συνήθεις δρόμοι, από εκεί και πέρα, τους οποίους πιάνω τον εαυτό μου να ακολουθεί.
Ο πρώτος είναι αυτός της εσωτερίκευσης του προβλήματος. Με άλλα λόγια, νιώθω ότι το πρόβλημα είμαι εγώ και η κοινωνία μου: εγώ δεν προσπαθώ αρκετά, εγώ δεν έχω τα απαραίτητα προσόντα, εγώ δεν έκανα τις σωστές επιλογές. Παντού γύρω μου υπάρχουν πράγματα να μου το θυμίζουν ‒ γιατί να μην είναι και η οικογένειά μου σαν τους Καρντάσιαν; Να ζούμε από τις φωτογραφίες που ποστάρουμε στο Ινσταγκραμ; Να με ρωτάνε τι δουλειά κάνω και αντί για «άνεργος» να απαντάω «διάσημος»;
Ανέκαθεν η ανασφάλεια παρείχε νομιμοποίηση διότι πολύ απλά έπαιρνε το πρόβλημα από το εκάστοτε σύστημα και το κράταγε στο άτομο το οποίο τελικά αισθάνεται και ευγνώμον γι’ αυτά που έχει. Έτσι κάνω κι εγώ τον περισσότερο καιρό: αισθάνομαι πραγματικά ευγνώμων γι’ αυτά που έχω στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.
Ο άλλος δρόμος, είναι η προσπάθεια εξήγησης ‒και αμφισβήτησης‒ με ό,τι μέσα έχει ο καθένας στη διάθεσή του. Μην περιμένετε όλοι οι άνθρωποι να γράψουν ένα δοκίμιο για τις διαφορές μεταξύ του Χάγιεκ και του Κέινς για να εκφράσουν την αίσθησή τους ότι κάτι δεν πάει καλά. Από την οπτική γωνία πολλών ανθρώπων, πραγματικά η μόνη εξήγηση είναι ότι «μας ψεκάζουνε» ή, αν θέλετε την πιο λάιτ βερσιόν, που σε ποιον από εμάς δεν έχει περάσει από το μυαλό, ότι «υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο κατά της χώρας μας».
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η εμμονή των θεσμών σε πολιτικά ανέφικτα πράγματα (το ψέμα το οποίο λέμε στον εαυτό μας όταν προσπαθούμε να εσωτερικεύσουμε το πρόβλημα είναι ότι όλες οι αλλαγές είναι εφικτές κοινωνικά, «αρκεί να υπήρχε πολιτική βούληση» – προφανώς μιλάμε για μια άλλη κοινωνία). Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί και η υπομονή του λαού; Τί εφόδια μας έχουν δοθεί για να καταλάβουμε και να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση; Πώς αλλιώς μπορούμε να την προσεγγίσουμε παραγωγικά;
Κι ο ανορθολογισμός έχει μια λογική, ανάλογα με την οπτική γωνία που έχει κανείς. Μπορεί να μας φαίνεται αστείο τώρα το ότι οι αρχαίοι πίστευαν πχ. στη θεά της γονιμμότητας και της καλλιέργειας… Κι όμως αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα για την κατανόηση του φυσικού κόσμου και την προσπάθεια κυριαρχίας επάνω του, συγκρινόμενο με την προηγούμενη κατάσταση όπου ο άνθρωπος ήταν αδύναμο έρμαιο ενός φυσικού κύκλου ο οποίος χωρίς μια αφήγηση θα έμοιαζε τυχαίος και αυθαίρετος.
Ατυχήσαμε διότι βρεθήκαμε στο επίκεντρο της δημοσιότητας σε μια περίοδο που έμελλε να είναι η αρχή μιας πολύ μεγάλης επαναδιαπραγμάτευσης αξιών στον δυτικό κόσμο
Ο σημερινός λαϊκισμός, εντός και εκτός συνόρων, είναι ακριβώς αυτή η αναζήτηση μιας αφήγησης σε ένα κόσμο ολοένα πιο ξένο και πιο απόμακρο για τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων. Είναι μια πράξη χειραφέτησης, η οποία λειτουργεί στον βασικό της ψυχολογικό σκοπό ακόμα και αν βασίζεται σε μια φαντασίωση ή ένα ψέμα.
Οσο περισσότερο διαβάζω και προσπαθώ να καταλάβω τον κόσμο, τόσο έχω σταματήσει να πιστεύω ότι «μας ψεκάζουνε», αλλά και ότι υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο κατά της χώρας μας (δηλαδή ότι ξύπνησε κάποιος ένα πρωί και είπε «ας ξεχαρβαλώσουμε την Ελλάδα»).
Δυστυχώς, πιστεύω ότι υπάρχουν δομικά προβλήματα και στην ΕΕ και στους μηχανισμούς παγκόσμιας και περιφερειακής οικονομικής διακυβέρνησης, όπως είναι το ΔΝΤ και ο ESM. Και πιστεύω ότι ατυχήσαμε διότι βρεθήκαμε στο επίκεντρο της δημοσιότητας σε μια περίοδο που έμελλε να είναι η αρχή μιας πολύ μεγάλης επαναδιαπραγμάτευσης αξιών στον δυτικό κόσμο ‒ με κύριο εφόδιο της μιας μεριάς αυτήν την επίκληση μιας «επιστημονικής αντικειμενικότητας» για την επιβολή συγκεκριμένων πολιτικών και αποφάσεων.
Δεν θέλω να σταθώ στο ότι αυτή η «επιστημονική αντικειμενικότητα» τελικά απεδείχθη ούτε επιστημονική, ούτε αντικειμενικότητα. Στα μάτια μου η πλήρης ακαμψία και ο παρωπιδισμός των θεσμών δικαιώνει ακόμα και την κατά καιρούς ασχετοσύνη της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης, ακόμα και αν αυτόν τον παρωπιδισμό τον βαφτίσουμε στην κολυμπήθρα της επιστημοσύνης ως «εργαλειοθήκη του ΟΑΣΑ» ή «τεχνικά προαπαιτούμενα».
Απλά θα πω, έτσι για την ιστορία, ότι εάν δεν υπήρχε τέτοια προφανής και συνεχώς διαφημιζόμενη ένταση μεταξύ της Ελλάδας και των θεσμών, ίσως να επωφελούμασταν πολύ περισσότερο από το να επιτρέπονταν οι ομαδικές απολύσεις σε μια χώρα με 26% ανεργία μετά από οκτώ (!) χρόνια κρίσης.
Το να επωμιζόμαστε σαν άτομα και σαν κοινωνία όλο το ηθικό βάρος αυτής της κατάστασης είναι και λάθος και παράλογο, ενδεχομένως εξίσου με το να πιστεύουμε ότι «μας ψεκάζουν»
Θα ήταν πολύ ωφέλιμο να μπορούσα να κατηγορήσω μόνο την κυβέρνησή μου γι΄ αυτήν την όξυνση: όμως η ιστορία της κρίσης δεν με αφήνει. Η πρόσφατη δήλωση του Ντάισελμπλουμ ότι «οι Νότιοι έφαγαν τα λεφτά σε γυναίκες και ποτά», πέρα από το ότι μου φαίνεται άκρως σεξιστική, μου θυμίζει ότι οι «ξένοι» έπαιξαν από την αρχή το παιχνίδι αυτό όχι μόνο με διάθεση να λυθεί ένα πρόβλημα αλλά και να προβάλλουν κάποιες αξίες και στερεότυπα επάνω μας προς γνώση και συμμόρφωση ενός ευρύτερου ακροατηρίου. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της επιστήμης αλλά και τη γλώσσα της ηθικής. Μετατρέποντας τη φτώχεια σε ζήτημα ηθικής τάξης. Ανυψώνοντας τους δανειστές σε πρότυπα. Καταβαραθρώνοντας τους δανειζόμενους. Εξ ου και η γλώσσα της ηθικής συνοδεύτηκε από μια αφήγηση περί πειθαρχίας και σύνεσης.
Δεν έχω λοιπόν καμία έτοιμη απάντηση στο ποιος φταίει περισσότερο. Πιστεύω όμως ότι το να επωμιζόμαστε σαν άτομα και σαν κοινωνία όλο το ηθικό βάρος αυτής της κατάστασης είναι και λάθος και παράλογο, ενδεχομένως εξίσου με το να πιστεύουμε ότι «μας ψεκάζουν».
Ο κόσμος δεν έγινε ξαφνικά ηλίθιος από μόνος του, όπως πολλοί συνάδελφοί μου αρέσκονται να καταλήγουν, σε έναν βαθμό για να καλύψουν και την κατά καιρούς δική τους πνευματική απουσία στα κρίσιμα χρόνια που ζούμε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία: η έξαρση της συνωμοσιολογίας και του λαϊκισμού είναι μέρος του ίδιου φαινομένου με τη σχεδόν απόλυτη επικράτηση της τεχνοκρατίας στον δημόσιο διάλογο, ο οποίος στην πραγματικότητα γίνεται όλο και λιγότερο δημόσιος, όλο και λιγότερο διάλογος.
* Ο Ορφέας Χασάπης-Τασσίνης, είναι υποψήφιος διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News