Ο Μπαράκ Ομπάμα συνήθιζε να λέει ότι αν ένας άνθρωπος μπορούσε να διαλέξει την ιστορική περίοδο στην οποία θα ήθελε να γεννηθεί, τότε η Αμερική αυτών των καιρών θα ήταν μία ιδανική επιλογή. Ομοίως και η Ευρώπη, όπως βέβαια και η Αυστραλία. Η Δύση ευημερεί.
Αφήστε όμως τους Αυστραλούς ήσυχους στην κάτω μεριά του κόσμου και τους Αμερικανούς μπλεγμένους στα μαλλιά του προέδρου τους. Δείτε τα δικά μας, εδώ στην Ευρωζώνη. Οι δείκτες είναι κάτι παραπάνω από θετικοί: η ανάπτυξη τρέχει με 2%, η ανεργία πιέζεται προς τα κάτω και οι προβλέψεις είναι αισιόδοξες. Όμως εδώ ακριβώς, στην Ευρωζώνη, στον πυρήνα της πολιτικής και οικονομικής ευημερίας ανθεί ο λαϊκισμός και ο σπόρος της αμφισβήτησης. Αυτό εμπεριέχει μία ισχυρή αντίφαση που δεν εξηγείται μόνο με τις οικονομικές ανισότητες, τη μετανάστευση και τα συμπιεσμένα μεροκάματα. Ο τρόπος με τον οποίο έχουμε δικτυωθεί, ως ανθρωπότητα, καθιστά το θυμικό, τον ψυχολογικό παράγοντα, μεταβλητή ιστορικών αλλαγών. Στη Βρετανία ακόμα δεν είναι σίγουροι για ποιο λόγο άκουσαν τους λαϊκιστές του Brexit. Στη Γαλλία δεν ξέρουν αν θα ξυπνήσουν ένα πρωί με τη Λεπέν στα Ηλύσια Πεδία. Στην Ολλανδία προελαύνουν οι ακροδεξιοί. Και τις ΗΠΑ έχουν ήδη αλλάξει γνώμη για τον Τραμπ. Αν, μάλιστα, προθέσεις και τη Ρωσία του Πούτιν στο κάδρο, σου προκύπτει ένα ιστορικό ευφυολόγημα. Ο άξονας του «κακού» έχει αντιστραφεί. Αυτή τη φορά οι καλοί της υπόθεσης είναι οι Γερμανοί.
Σε έναν κόσμο, λοιπόν, τόσο ευάλωτο απέναντι στον λαϊκισμό, σε ένα περιβάλλον όπου μία ψεύτικη είδηση μπορεί να δημιουργήσει πολιτικές κρίσεις, η Ευρώπη προσπαθεί να βάλει στο τραπέζι τον οδικό χάρτη αν και, ακόμα, δεν έχει συμφωνήσει για τον προορισμό. Αν το δεις ιστορικά, αυτό δεν είναι διόλου παράλογο. Πριν από 75 χρόνια ο ένας έσφαζε τον άλλον. Η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι στο Στρασβούργο, σε μία πόλη που άλλαζε χέρια μεταξύ Γάλλων και Γερμανών, ενώ η γέφυρα που ενώνει τις δύο χώρες γέμιζε από πτώματα νέων ανδρών. Στην πραγματικότητα ως Ευρωπαίοι έχουμε πετύχει πράγματα που οι παππούδες μας θα θεωρούσαν αδιανόητα και οι πατεράδες μας θα έλεγαν ότι είναι δύσκολο ως αδύνατο να επιτευχθούν. Χρειάστηκαν μόνο λίγες δεκαετίες για να υπερβούμε αγκυλώσεις και ιστορική μνήμη αιώνων. Χωρίς κοινή γλώσσα και πολιτισμό, αλλά με κοινές αναφορές. Και με την αρχή της αμοιβαιότητας να υπερτερεί της σύγκρουσης των συμφερόντων. Αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από εκείνα που μας χωρίζουν. Το «δεν είναι αυτή η Ευρώπη που ονειρευόμαστε» ακούγεται ως μία επιδερμική σαχλαμάρα. Ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν καλύτερα από σήμερα.
Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ παρουσίασε πέντε σενάρια για το μέλλον της Ευρώπης. Όμως υπάρχει μόνο ένα: «Αυτοί που θέλουν περισσότερα κάνουν περισσότερα». Η ΕΕ των 27 προχωρά όπως σήμερα, αλλά επιτρέπει στα κράτη μέλη που το επιθυμούν να αναπτύξουν μεγαλύτερη δράση σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η άμυνα, η εσωτερική ασφάλεια ή τα κοινωνικά θέματα. Διαμορφώνονται μία ή περισσότερες «συμμαχίες πρόθυμων κρατών».
Μην το σκέφτεστε, είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη της Σέγκεν και του ευρώ. Αν στην Ολλανδία και στη Γαλλία επικρατήσουν οι δυνάμεις της λογικής, τότε οι πιο ισχυρές χώρες θα αποφασίσουν να επιταχύνουν τον βηματισμό τους προς την εμβάθυνση της πολιτικής ένωσης. Η ενίσχυση των ομοσπονδιακών χαρακτηριστικών θα δημιουργήσει και έναν πιο δυναμικό οικονομικό χώρο, με καλύτερους όρους και ελκυστικότερες συνθήκες για να εργάζεσαι, να επιχειρείς και να ζεις. Εδώ συνήθως έρχεται και επικάθεται το παραδοσιακό ερώτημα: και η Ελλάδα; Αν το δούμε εντελώς ρεαλιστικά, είναι δύσκολο, ως αδύνατο, να τρέξει στην πρώτη ταχύτητα. Δεν έχει την οικονομική βάση, τις θεσμικές υποδομές, τη νοοτροπία και την πολιτική βούληση για να μπει σε ένα περιβάλλον που θα παίρνει όλο και περισσότερες αρμοδιότητες από τα κράτη για να τις χορηγεί στην Ενωση. Το πλοίο στρίβει και εμείς κολυμπάμε.
Όμως από την άλλη, κοιτάζοντας μερικές δεκαετίες πίσω, βλέπεις ότι η Ελλάδα, εισερχόμενη στην ΕΟΚ, υπερέβη συνθήκες, περιορισμούς και εκτιμήσεις. Εγινε μέλος της Κοινότητας όχι επειδή ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις, αλλά επειδή ο Καραμανλής έπεισε τους εταίρους για τις δυνατότητες και τις προοπτικές της χώρας και του λαού της. Υπάρχει τώρα κάτι αντίστοιχο; Μάλλον όχι. Τότε η Ελλάδα ήταν μία χώρα που τίναζε από πάνω της τη βαλκανική εσωστρέφεια, έχοντας έναν ηγέτη με πυγμή και ισχύ μεγαλύτερη από την πειθώ του λαϊκισμού. Σήμερα είναι μία χώρα κουρασμένη. Απογοητευμένη από τις ηγεσίες της, παραιτημένη από το όνειρο. Εμεινε χώρος για να γεννηθεί πάλι η έκπληξη;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News