Ενα από τα απλοϊκά και συνάμα αποτελεσματικά τεστ για την εικόνα ενός πολιτικού είναι να ρωτήσεις τον εαυτό σου αν θα του εμπιστευόσουν τα χρήματά σου. Αν είχες ένα κοπάδι πρόβατα, θα του τα έδινες για να τα βοσκήσει;
Επίσης πολύ συχνά καλείσαι να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση ενός τρίτου που βλέπει τα πράγματα από μία απόσταση, ενώ καλείται να λάβει και αποφάσεις. Στις ταβέρνες ακούγεται το «εσύ ρε παιδί μου, θα ερχόσουν να κάνεις μία επένδυση στην Ελλάδα;» Και έτσι ο έτερος συνομιλητής καταλαβαίνει αμέσως για ποιο λόγο δεν βλέπει γύρω του γερανούς και επενδυτές.
Υπάρχει και ακόμα ένα, αρκετά πιο πιεστικό και άμεσο ερώτημα που είναι πιθανό να θέσετε στον εαυτό σας ή στους φίλους σας: «εσύ θα δάνειζες λεφτά στην Ελλάδα;» Μην το σνομπάρετε, στην πραγματικότητα είναι το βαθύ υπαρξιακό μας ερώτημα. Υποτίθεται ότι η χώρα σκοπεύει να βγει στις αγορές την άνοιξη του 2018, όταν και θα τελειώσει το υπάρχον πρόγραμμα. «Ούτε για πλάκα» σχολιάζει παράγοντας που παρακολουθεί τις διεθνείς χρηματαγορές. «Για να βγεις στις αγορές, πέρα από θετικές εξελίξεις για το χρέος, πρέπει η εικόνα της χώρας να εκπέμπει δυναμισμό και προοπτικές ανάπτυξης. Κυρίως να έχει ανακτήσει έναν υψηλό δείκτη εμπιστοσύνης, αφού θα απευθυνθεί σε κεφάλαια που υπέστησαν το κούρεμα του PSI».
Το πρόβλημα μας είναι πως δεν έχουμε να «πουλήσουμε» τίποτα στις αγορές ώστε τα ομόλογά μας να μην κάνουν μόνο για ταπετσαρία ή, τέλος πάντων, να μην επιβαρύνονται με απαγορευτικά επιτόκια. Και αυτή τη στιγμή το καπέλο μας δεν έχει λαγό. Ειλικρινά τώρα, πιστεύει κανείς στην κυβέρνηση ή στην κοινωνία ότι μπορεί η χώρα να βγει του χρόνου στις αγορές και να πουλήσει χρέος σε καλές τιμές; Και τι θα δείξει στους επενδυτές; Το σταθερό πολιτικό περιβάλλον; Το ελκυστικό επενδυτικό τοπίο; Το χρέος που απομειώθηκε και είναι αδιαμφισβήτητα βιώσιμο; Φανταστείτε ότι έτσι όπως έχουν τα πράγματα, θα βγούμε εμείς να σπρώξουμε ομόλογα και από δίπλα το ΔΝΤ θα ψιθυρίζει στους ενδιαφερόμενους ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Δουλευόμαστε, έτσι;
Ας ξεχάσουμε το τραγικό και χαμένο 2015. Ας ζυγίσουμε με αυτά τα σταθμά τον ένα χρόνο που χάθηκε για την ολοκλήρωση αυτής της αξιολόγησης -αν τελικά ολοκληρωθεί. Είναι χρόνος που αφαιρέθηκε από τη σταθεροποίηση της οικονομίας και από μία δημιουργική συζήτηση για τη μείωση του χρέους. Χρόνος που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στην εμφύτευση αναπτυξιακών ερεισμάτων πάνω σε υφεσιακό έδαφος. Τελικά ξοδεύτηκε σε παλινωδίες, προσωπικά και μικροπολιτικά παιχνίδια για ακόμα περισσότερες πτήσεις με το κυβερνητικό τζετ.
Μήνες πριν την, υποτιθέμενη, έξοδο στις αγορές, η χώρα σέρνεται σε περιβάλλον πολιτικής και οικονομικής αστάθειας χωρίς να έχει απαντήσεις στις κρίσιμες ερωτήσεις που θα της κάνουν. Επτά χρόνια κρίσης και δεν καταφέραμε να αποκτήσουμε τη δική μας τεκμηριωμένη άποψη για την υπέρβαση της. Εντάξει, ήταν μία πρωτόγνωρη εμπειρία, μία κρίση που δεν επιτρέπει αναπροσαρμογή της νομισματικής ισοτιμίας για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας. Ομως εμείς δεν καταφέραμε καν να φανταστούμε τη χώρα έξω από την κρίση. Σπαταλήσαμε χρόνο, πόρους, εθνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο χωρίς ποτέ να αντιτάξουμε κάτι πειστικό στην υφεσιακή συνταγή των δανειστών μας. Και τα δύο τελευταία χρόνια έφυγαν σαν νερό μέσα από τα χέρια, σπαταλήθηκαν από την ιδεοληψία, τους ερασιτεχνισμούς και τον καιροσκοπισμό της παρέας που κέρδισε μία χώρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News