Δεν ξέρω γιατί όλοι όσοι έβγαιναν από τον κινηματογράφο στο τέλος της προβολής της ταινίας «Τζέισον Μπορν» είχαν μούτρα. Ξέρω γιατί είχα μούτρα εγώ. Για δυο λόγους και μάλιστα για τους δυο λόγους που με είχαν στείλει να δω την ταινία. Ο πρώτος ήταν ότι ο ήχος την ώρα που έπεφταν οι τίτλοι τέλους είχε χαμηλώσει πολύ, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται σχεδόν το Extreme Ways του Moby, το τραγούδι των τίτλων, που είναι η μισή χαρά της ταινίας. Ο δεύτερος, επειδή είχα στενοχωρηθεί πολύ με την εικόνα της Ελλάδας την οποία έβγαζε η ταινία. Για να καταλάβετε, ένιωσα σαν κάτοικος του Καζακστάν ο οποίος βγήκε από προβολή της ταινίας «Μπόρατ».
Κι άντε, αυτό με τον Moby πες ότι παλεύεται, πάω σπίτι μου και το βάζω στη διαπασών όσες φορές θέλω. Αυτό με την παρακμιακή, ελεεινή, αξιολύπητη, τριτοκοσμική, σκοτεινή, παθητική, ακυβέρνητη, κατεστραμμένη, βιασμένη και κακοποιημένη Ελλάδα στην οποία βρέθηκε κι έδρασε ο Τζέισον Μπορν και βλέπει όλος ο πλανήτης, πώς στο καλό να το παλέψεις;
Να σας δώσω μια εικόνα για να αντιληφθείτε περί τίνος πρόκειται. Στην αρχή της ταινίας, ο Τζέισον Μπορν (Ματ Ντέιμον) εμφανίζεται νύχτα στο χωριό Τσαμαντάς, στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όπως μας πληροφορούν οι τίτλοι. Εκεί τον περιμένει ένα ακαθόριστο αλλά εμφανώς βρώμικο, άγριο, πρωτόγονο, αλαλάζον πλήθος ανδρών. Το πλήθος περιμένει τον Τζέισον Μπορν για να τον δει να παλεύει σε έναν παράνομο αγώνα μποξ, κραυγάζοντας πολεμοχαρώς «Φα’ τον», «Πάνω του», «Σκίσε τον» κλπ. Το ίδιο θέαμα επαναλαμβάνεται αργότερα στην Αθήνα, με ακόμη πιο απαίσιες σκηνές, κάπου στην οδό Λιοσίων, πάλι νύχτα. Διότι έτσι βγάζει ο Τζέισον Μπορν το ψωμί του στην Ελλάδα: τρώγοντας και δίνοντας ξύλο μπροστά σε ημιάγριους Έλληνες.
Στη συνέχεια, κι αφού αρχίζει το κυνηγητό του Τζέισον Μπορν με τη ΣΙΑ, βλέπουμε σκηνές από τις διαδηλώσεις στην Αθήνα το 2011. Μέσα στην αναταραχή, το κάψιμο του κέντρου της Αθήνας και την αναμπουμπούλα, πάντα νύχτα, εμφανίζεται ο Τζέισον να κυνηγιέται με τον «Συνεργάτη», όπως αποκαλείται στην ταινία ο Βενσάν Κασέλ. Σε αυτή τη φάση, η Ελλάδα φαίνεται ως η χώρα με τους πιο άχρηστους ανθρώπους στον κόσμο. Άχρηστοι οι αστυνομικοί, καθώς τους κλέβουν μηχανές κι αυτοκίνητα και κυνηγιούνται αγρίως. Άχρηστοι οι μπαχαλάκηδες, που ο Τζέισον Μπορν τους παίρνει τη μολότοφ απ’ το χέρι, την πετάει και κάνει μεγαλύτερο χαμό απ’ ό,τι όλοι οι μπαχαλάκηδες μαζί. Άχρηστοι οι διαδηλωτές, που τρέχουν σαν τα ακέφαλα κοτόπουλα κι ανοίγουν μόνο για να περάσουν ο Τζέισον Μπορν κι ο Συνεργάτης που κυνηγιούνται. Άχρηστοι οι τρεις τύποι που φτιάχνουν μολότοφ, γιατί εκεί που κάθονται και τις φτιάχνουν σε ένα σπίτι στην οδό Σολωμού 19, ανεβαίνει ο Συνεργάτης αθόρυβα και τους καθαρίζει πριν αυτοί προφτάσουν να πουν κιχ. Άχρηστες οι αρχές, οι οποίες δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα, σε αντίθεση με τους διώκτες του Τζέισον Μπορν, οι οποίοι ανά πάσα στιγμή ξέρουν πού βρίσκεται ό,τι πετάει κι ό,τι κινείται στην Αθήνα.
Δεν ξέρω γιατί επελέγη η οδός Σολωμού 19 ή η Λιοσίων. Αλλά κυρίως, πείτε μου σας παρακαλώ, τι του έφταιξε του Χόλιγουντ ο Τσαμαντάς Θεσπρωτίας και τοποθέτησε εκεί μια σκηνή αποκρουστικής ασχήμιας και αισθητικής, που δεν έχει και καμιά σημασία σε σεναριακό επίπεδο; Αναζήτησα τους φίλους μου στην Ηγουμενίτσα, για να ρωτήσω τι είναι αυτός ο Τσαμαντάς κι αν έχει κάποια βάση ένα τέτοιο παρακμιακό σκηνικό. Με ξάφνιασαν διαβεβαιώνοντάς με ότι όχι μόνο δεν πρόκειται περί ενός ασήμαντου χωριού στο οποίο λαμβάνουν χώρα ανεξέλεγκτα και παράνομα ανατριχιαστικά γεγονότα, αλλά αντιθέτως ο Τσαμαντάς υπήρξε ένα κεφαλοχώρι από το οποίο βγήκαν σπουδαίοι λόγιοι αλλά και πλούσιοι ομογενείς. Ως παράδειγμα, μου ανέφεραν τον ποιητή Μιχάλη Γκανά. Ο Τσαμαντάς διαθέτει ένα εξαιρετικό πολιτιστικό κέντρο κι ένα Μουσείο Λαογραφίας, ενώ εκεί στο παρελθόν έχουν πραγματοποιηθεί εκδηλώσεις όπως το συνέδριο με θέμα «Κοινή ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά – Μουσεία, σύνορα, πολιτιστική αντίληψη και επικοινωνία μεταξύ παραμεθορίων περιοχών», από το Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου West of England του Μπρίστολ. Επίσης, για να με προλάβουν οι φίλοι μου, επειδή έβλεπαν ποια θα ήταν η επόμενη ερώτηση, μου τόνισαν ότι τα περάσματα από την Αλβανία δε βρίσκονται καν στην περιοχή εκείνη.
Oσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο ενοχλούμαι από την εικόνα της Ελλάδας στον «Τζέισον Μπορν». Όπως και να το κάνουμε, η Ελλάδα δεν είναι αυτό το κατεστραμμένο, ανεξέλεγκτο, απολίτιστο και σκοτεινό πράμα που έδειξε η ταινία. Με όλα τα στραβά της (που πρώτη παραδέχομαι και στηλιτεύω), με τα ανάποδα, τις παθογένειες, τις παραδοξότητες και τις τρέλες, η Ελλάδα δεν είναι χώρα του τρίτου κόσμου.
Ευτυχώς που δεν γυρίστηκαν εδώ οι «ελληνικές» σκηνές του «Τζέισον Μπορν». Σκεφτείτε να είχαν γυριστεί και να ποντάραμε σε διαφήμιση της χώρας μας μέσω της ταινίας. Με τι μούτρα θα βλέπαμε με την ταινία; Η Ελλάδα του «Τζέισον Μπορν» είναι μια χώρα στην οποία δε θες για κανένα λόγο να πας, σε αντίθεση με την Ελλάδα – φαντασίωση για τους ταξιδιώτες όλης της γης.
Χειρότερη διαφήμιση δε θα μπορούσε να μας κάνει η ταινία. Και μη μου πείτε ότι 6 χρόνια μετά τον «Μπόρατ» η κυβέρνηση του Καζακστάν βγήκε κι ευχαρίστησε τον Σάσα Μπάρον Κοέν επειδή ο τουρισμός της χώρας αυξήθηκε μετά την προβολή της ταινίας. Στο Καζακστάν ο τουρισμός έφτασε το 2014 μόλις στο 0,3 του ΑΕΠ, φιλοξενώντας λιγότερους από 5.000.000 τουρίστες, έναντι του 1.500.000 τουριστών το 2000. Δε μιλάμε για το ίδιο πράγμα, για ίδιου είδους τουρισμό, ή για παρόμοια μεγέθη. Αλλά άσε τον τουρισμό και τη διαφήμιση, πες ότι δεν έχει καμιά σημασία και δε θα επηρεάσει. Μένω να αναρωτιέμαι γιατί το Χόλιγουντ επέλεξε να δείξει μια τέτοια Ελλάδα, μια Ελλάδα κατεστραμμένη στην οποία δεν υπάρχει μέρα και φως παρά μόνο βία και σκοτάδι, στην οποία ένας Τζέισον Μπορν πάνω ένας Τζέισον Μπορν κάτω δεν κάνει και μεγάλη διαφορά…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News