Και ο άνδρας έκλεισε τα μάτια, μήπως το παιδί δει τα δάκρυά του, έσφιξε γροθιές τα χέρια του, σφάλισε το στόμα του, για να μην τρομάξει το παιδάκι, μα εκείνο άκουσε το κλάμα και ρώτησε τον άνδρα για ποιο λόγο κλαίει. Και εκείνος δεν ήξερε τι να πει σε ένα παιδί, δεν γνώριζε σε ποια γλώσσα να μιλήσει...
Και ο άνδρας έκλεισε τα μάτια, μήπως το παιδί δει τα δάκρυά του, έσφιξε γροθιές τα χέρια του, σφάλισε το στόμα του, για να μην τρομάξει το παιδάκι, μα εκείνο άκουσε το κλάμα και ρώτησε τον άνδρα για ποιο λόγο κλαίει. Και εκείνος δεν ήξερε τι να πει σε ένα παιδί, δεν γνώριζε σε ποια γλώσσα να μιλήσει...
Μπορείς αγαπητέ μου να αισθάνεσαι πανευτυχής και ήσυχος.
Με τη δήλωσή μου αυτή (την οποία σου επιτρέπω να κορνιζάρεις σε περίοπτη θέση του σπιτιού σου υπό τον τίτλο: «Έρχομαι από το τίποτα, Ζητώ το τίποτε, μπορώ τίποτα, πάω στο τίποτα»), σου δηλώνω υπεύθυνα και αληθινά ότι όλα έγιναν τελικά σύμφωνα με το μεγαλοφυές Σχέδιό σου.
Βλέπεις, αν και υπήρξα, το ομολογώ, κατά καιρούς απείθαρχη, η εκπαίδευσή μου τελικά ήταν επιτυχής και -τέλος καλό και όλα καλά χωρίς καμία αστυνομική συνδρομή- μπήκα (αν και με λίγα παράπονα λόγω νεότητας) και έχω πια εγκατασταθεί για τα καλά στο ωραίο κουτάκι μου (αυτό που είχες ειδικά επιλέξει για μένα), ξάπλωσα (ωσάν άλλη ωραία κοιμωμένη) στον ροζ αναπαυτικό πάτο του, και αφού με κοίταξες με ένα πλάγιο χαμόγελο από ψηλά, μου έκλεισες απαλά-απαλά το ασορτί ροζ καπάκι του, με σήκωσες και με την απαιτούμενη ευλάβεια με τοποθέτησες μαζί με τα άλλα κουτιά σου (διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων) στη βιβλιοθήκη του καινούριου σπιτιού σου, (βεβαίως με έβαλες σε καλή θέση κοντά στο παράθυρο για να μην παραπονιέμαι…).
Και βεβαίως δεν πρέπει να έχω παράπονο, μιας και κατά καιρούς, με επιλέγεις (βλέπεις είμαι ένα από τα καλύτερα κουτιά της συλλογής σου), μου ανοίγεις για λίγο το καπάκι, σιγά-σιγά για να μην τυφλωθώ κιόλας από το φως, με αφήνεις να τεντωθώ, όχι για πολύ και χάσω την φόρμα του κουτιού μου, ίσα-ίσα για να πούμε και καμμιά λέξη (αφού ξέρεις πως είμαι φλύαρο…κουτί), και ύστερα με κάθε μεγαλοπρέπεια μου ανακοινώνεις ότι γρήγορα η ώρα πέρασε, και πως πρέπει δυστυχώς να ξαναπάρω το σχήμα μου, και έπειτα ξανακλείνεις το καπάκι και ξαναμπαίνω στο ράφι…
Βέβαια, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, στην περίπτωσή μου, οι υπολογισμοί σου δεν ήταν απολύτως ακριβείς, μιας και αγνόησες (συνειδητά ή όχι δεν ξέρω) μια βασική λεπτομέρεια… πως λατρεύω τον ήλιο και πως τίποτε δεν αναχαιτίζει την πορεία μου προς τα εκεί…
Στην εκ φύσεως προσπάθειά μου για λίγο ήλιο, κατάφερα που λες και άνοιξα δυο μεγάλες τρύπες στο αριστερό μέρος του κουτιού σου (συγγνώμη αν το χάλασα), δυο τρύπες που ίσα-ίσα με χωρούν (ευτυχώς τελικά που είμαι μικρόσωμη) και μπορώ να λιάζομαι ανενόχλητη όποτε και όση ώρα θέλω. Από αυτές τις τρύπες που έγιναν τελικά το παρατηρητήριό μου, βλέπω πάντα την ίδια εικόνα:
Σε συγκεκριμένους χρόνους εμφανίζεται ένας άνδρας, δίχως καθορισμένο πρόσωπο και διαστάσεις, και αρχίζει να παίζει με τα κουτιά της βιβλιοθήκης. Το παιχνίδι του, ωστόσο, είναι κάπως παράξενο, σχεδόν άγνωστο για τα δικά μου γούστα… Ο άνδρας λοιπόν, πάντα στον ίδιο ρυθμό και με τις ίδιες καθαρές και αυστηρές κινήσεις κατεβάζει ένα- ένα κουτί από τα ράφια, τα ξεσκονίζει, τα γυαλίζει, τα ταξινομεί στη σειρά και στο τέλος έχοντας ένα μεφιστοφελικό μειδίαμα τα ανοίγει – ποτέ όλα μαζί, πάντα ένα ένα- για λίγο…
Μάλιστα, όπως παρατήρησα, τις μισές μέρες της εβδομάδας ανοίγει τα κουτιά με τους μονούς αριθμούς, τις υπόλοιπες μισές αυτά των ζυγών, (ξέχασα να σου πω μας έχεις αριθμήσει βάσει χρονολογίας…εγώ είμαι το προτελευταίο κουτί, δίπλα στο τελευταίο με τον τίτλο «Κουτί Απαλλοτριώσεων»), πάντα ακολουθώντας τις ίδιες κινήσεις, στον ίδιο χρόνο, για την ίδια διάρκεια αφήνει ανοικτό το καπάκι κάθε κουτιού, και αφού τα περιεργαστεί για λίγο από ψηλά, και χωρίς για όλο αυτό το χρονικό διάστημα να ακουστεί η παραμικρή λέξη, με τα ίδια πάντα ευγενικά λόγια και την ίδια πάντα αυστηρή έκφραση αποχαιρετά τους ανθρώπους των κουτιών του, κλείνοντας το καπάκι.
… Και ύστερα μας γυρίζει τη γυμνασμένη πλάτη του, παίρνει την αυστηρή θέση του πίσω από το γραφείο του, και εμείς τα κουτιά κοιτούμε μονάχα την πλάτη του, και ο άνδρας απορροφάται πάνω στα γραπτά του, πιστός σε αυτά και δεν αφιερώνει ούτε ένα λεπτό για να δει τι κάνουμε…
Και παντού απλώνεται η σιωπή, μια σιωπή που τη διευθύνει ο άνδρας-ήσυχος πια καθώς ξέρει πως τα έβαλε όλα σε τάξη, τη δική του τάξη, καθώς ξέρει πως κανείς δεν πρόκειται να δραπετεύσει από τα κουτιά, αφού όλα έχουν την επίσημη θέση τους και αυτός μπορεί να τα περιφρουρεί καλά καθώς είναι δικά του κουτιά, και βρίσκονται στη δική του βιβλιοθήκη, και αυτός φύλακας στέκει μπρος της, και έχει προληπτικά κλειδώσει την πόρτα του γραφείου του και την εξώπορτα του σπιτιού του και έχει βάλει διπλά τζάμια και ενεργοποίησε το συναγερμό, και συνεπώς με μαθηματική ακρίβεια και σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής κανείς δεν μπορεί πια να ταράξει την ηρεμία του.
Μα το δικό μου κουτί έχει δυο τρύπες… και το γεγονός αυτό, όσο και αν το αγνοήσουμε, διαταράσσει όπως και να το δει κανείς την αρμονία της βιβλιοθήκης… την ταυτότητα των κουτιών…
Ανησυχώ για τον άνδρα των κουτιών. Ίσως βλέπεις να φταίει η αδιατάραχτη αρμονία των κινήσεών του ή ίσως πάλι το γεγονός ότι μου θυμίζει κατά ανεξήγητο τρόπο τους ταμίες τσίρκο, που κάθονται αγέλαστοι πίσω από ένα άχρωμο στενό γκισέ, και κόβουν πάντα με την ίδια ταχύτητα έναν -χ- αριθμό εισιτηρίων για να μπορέσει το πλήθος να δει τα αιχμάλωτα ζώα στα κλουβιά ή τις βιτρίνες τους…
Θλίβομαι για το κορίτσι του ροζ κουτιού. Ίσως να φταίει ότι την κατάπιε για τα καλά η ομοιομορφία των κουτιών, ίσως πάλι το ότι ποτέ δεν μου άρεσε το παραμύθι της ωραίας κοιμωμένης, καθώς πάντοτε είχα το φόβο ότι τίποτε δεν είναι ίδιο με πριν, όταν αυτή αποφασίζει να ξυπνήσει…
Τρομάζω με την σιωπή των κουτιών. Ίσως βλέπεις φταίει το γεγονός ότι είναι αδιαπέραστα και δεν σε αφήνουν να ξεχωρίσεις το περιεχόμενό τους.
Μα περισσότερο από όλα φοβάμαι τη σιωπή και την ηρεμία του άνδρα. Είναι τόσο τέλεια, σχεδόν αφύσικα τέλεια, σαν ένα προσωπείο διαρκούς ηρεμίας να έχει κολλήσει στο πρόσωπό του και να μην βγαίνει όσο και αν το τραβάς. Τρέμω, που λες, μήπως και η ησυχία αυτή έχει μετατραπεί σε αφασία, μήπως και ο άνδρας άλλαξε και από ανθρώπινος έγινε θεατής των ανθρώπων-κουτιών του, μήπως και οι χτύποι της καρδιάς του δεν είναι παρά χτύποι του καλοκουρδισμένου ρολογιού του…
Τα παραπάνω ενισχύονται καθώς τις προάλλες, όταν η ώρα είχε πια περάσει και τα κουτιά κοιμόνταν, είδα τον άνδρα να παίρνει ένα κουτί από τον πάτο της βιβλιοθήκης, να το κοιτά για λίγο σχεδόν δακρυσμένος, να το φιλάει, να το ανοίγει… και ξαφνικά ξεχύθηκε μια πανέμορφη μελωδία, σχεδόν άγνωστη για το χώρο, ακουστήκαν παιδικές φωνές, κάποιο παιδί απήγγειλε ένα ποίημα, κανείς δεν χειροκρότησε, η ίδια παιδική φωνή έσβησε τα κεράκια μιας τούρτας, κανείς δεν του τραγούδησε το τραγουδάκι, η ίδια πάντα φωνή διάβασε απόσπασμα ενός βιβλίου ιστορίας, κανείς δεν του έκανε ερωτήσεις και τέλος δυο παιδικά χεράκια ακούμπησαν ένα πιάνο και άρχισαν να παίζουν έναν γλυκό σκοπό (ποτέ δεν ξεχωρίζω τους δημιουργούς)…
Και ο άνδρας έκλεισε τα μάτια, μήπως το παιδί δει τα δάκρυά του, έσφιξε γροθιές τα χέρια του, σφάλισε το στόμα του, για να μην τρομάξει το παιδάκι, μα εκείνο άκουσε το κλάμα και ρώτησε τον άνδρα για ποιο λόγο κλαίει. Και εκείνος δεν ήξερε τι να πει σε ένα παιδί, δεν γνώριζε σε ποια γλώσσα να μιλήσει, ποιες λέξεις να χρησιμοποιήσει για να τον καταλάβει, και σκουπίζοντας τα δάκρυά του, πήρε στην παλάμη του το παιδί, το χάιδεψε και με τρεμάμενη φωνή του ανήγγειλε ότι «Κλαίω γιατί τους άφησα να σε σκοτώσουν».
Ύστερα σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο, από κάπου μακριά ακουγόταν ένα πιάνο και ξαφνικά ο άνδρας με έναν πήδο μπήκε στο κουτί και άρχισε να μικραίνει, το παιδί ξάπλωσε στη φούχτα του και αποκοιμήθηκε απορημένο, και τελικά κάποιος έκλεισε το καπάκι, και το δωμάτιο έμεινε άδειο…
Μιλώ σε εσένα και θέλω να με ακούσεις.
Δεν ξέρω από ποιους και γιατί κρύβεσαι. Δεν ξέρω ποιος σου πήρε τη ζωή και σε φυλάκισε στη χειρότερη φυλακή του κόσμου. Όποιος και αν το έκανε σου έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά, γιατί ποτέ του δεν σου φέρθηκε με αγάπη. Ανησυχώ για ’σένα αληθινά. Κάποια στιγμή το περιτύλιγμά σου θα παλιώσει και τότε δεν ξέρω τι θα δείχνεις σε όλους μας για να πιστέψουμε ότι είσαι καλά. Για αυτό λοιπόν,
Άσε το χάος σου να εκραγεί, μπορεί να γεννηθεί μια ελπίδα από την έκρηξή του. Σε νοιάζομαι τόσο που οικειοθελώς μπήκα στο κουτί που μου επιφύλαξες. Σε νοιάζομαι τόσο που οικειοθελώς πήρα το σχήμα που μου προόρισες. Με μια μόνο διαφορά, μπορώ να φύγω όποτε θελήσω από το κουτί, γιατί μόνη μου μπήκα μέσα του.