Ανοιχτές μπαλκονόπορτες
Ανοιχτές μπαλκονόπορτες
«….(Εκείνη)–Να μη μιλούσα; Να μην τα ‘λεγα;
(Εκείνος)–Όχι, ρε συ. Δε λέω αυτό…
–Ξέρεις πόσο καιρό τα κουβαλάω μέσα μου; Θα πλαντάξω γαμώτο καμιά φορά, μπαμ θα κάνω…
–Ναι, αλλά ήταν η στιγμή; Στα παιδιά μπροστά;
–Ποια στιγμή, ρε μαλάκα; Σκάω, σου λέω. Τη στιγμή θα κοιτούσα;
–Μόνον εσύ;
–Α χααα… Εσύ βαράς και κανένα χέρι στο τραπέζι, ρίχνεις και κανένα μπινελίκι -αντρούκλα για- κι εκτονώνεσαι. Ενώ εγώ… Να κρατάω τύπους, προσχήματα κι ισορροπίες, εεεε…
–Αφού ξέρεις πώς είναι η κατάσταση, ρε κορίτσι μου. Γαμήθηκε ο Δίας. Κάθε μέρα και χειρότερα…
–Μην αρχίσεις πάλι με τα λεφτά και τη δουλειά, ρε συ. Οκ, δεν είμαστε όπως ήμασταν, αλλά κανείς δεν είναι…Η αφραγκία δεν είναι προσωπικό. Αλλού είναι το θέμα.
–Μη λες βλακείες. Άμα είναι τέλος του μήνα και δεν έχεις μία, μόνο αυτό είναι το θέμα.
–Μπορώ να ζήσω με το τίποτα. Κι εγώ και τα παιδιά. Αλλά να είμαστε καλά, γαμώτο μου… Αλλιώς… Όπως ήμασταν.
–Με λεφτά.
–Για το ότι δε μιλάμε πια –εκτός κι αν τα κάνω εγώ πουτάνα όλα–, για το ότι δε με παίρνεις αγκαλιά πια, τα κωλολεφτά, που δεν έχουμε, φταίνε;…»
Υποκλαπείς και από μνήμης καταγραφείς την επομένη διάλογος ζεύγους στις τέσσερις παρά τα ξημερώματα – ένας ακάλυπτος μας χώριζε… Όχι, δε θα μαρτυρήσω το φινάλε της ιστορίας κι αμφιβάλλω αν υπάρχει.
Κρύωσε ο καιρός, φθινοπώριασε… Άντε να κλείνουν οι μπαλκονόπορτες, να ζήσει ο καθένας το δράμα του μόνος και με την ησυχία του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News