Φωτογραφίες Αλέξανδρος Κατσής
Τις μέρες που πέρασα στην Κοζάνη ακολουθώντας τη διαδρομή του λιγνίτη από τις ουλές στο σώμα της Δυτικής Μακεδονίας μέχρι τους διακόπτες των σπιτιών μας, διαπίστωσα ότι η μεγαλύτερη ίσως επίπτωση της εξορυκτικής δραστηριότητας είναι αυτή που καταλήγει στο επίπεδο της ιδεολογίας ή για την ακρίβεια της ιδεοληψίας, προσδίδοντας στον λιγνίτη είτε μαγικές ιδιότητες και υπέρμετρες προσδοκίες για την επίλυση του ενεργειακού ζητήματος της χώρας, είτε αφορίζοντάς τον ως το απόλυτο κακό για την περιβαλλοντική μόλυνση του τόπου. Το θέμα του λιγνίτη δεν διχάζει μόνο τη Δυτική Μακεδονία, διαπερνά ολόκληρη τη χώρα γιατί ακουμπά το ερώτημα της ενέργειας. Στη δεδομένη συγκυρία της οικονομικής ασφυξίας και της αποβιομηχανοποίησης, το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο και η απάντησή του δεν μπορεί να εξαντλείται σ’ έναν πόλεμο ανακοινώσεων που επιδίδεται η ΔΕΗ με τις οικολογικές οργανώσεις.
(Οι ταινιόδρομοι του λιγνίτη)
Σύμφωνα με παλιότερα στοιχεία του ΙΓΜΕ, τα γεωλογικά αποθέματα λιγνίτη στη χώρα ανέρχονται σε 6,7 δισ. τόνους, από τα οποία τα 3,3 δισ. εκτιμώνται ως εκμεταλλεύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό με απλούς υπολογισμούς σημαίνει ότι έχουμε λιγνίτη για τα επόμενα 40 χρόνια. Το μεγαλύτερο μερίδιο στη γεωγραφική κατανομή το κρατάει μακράν η Δυτική Μακεδονία με 58,7%. Εδώ παράγεται το 70% περίπου της ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα της χώρας (δηλαδή εκτός νησιών). Αυτά τα κοιτάσματα, όμως, για την περιοχή αποδείχθηκαν συνάμα ευλογία και κατάρα με αμφίρροπη ισορροπία στη ζυγαριά κόστους-οφέλους. Οι επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία κατοίκων και εργαζομένων είναι τέτοιες που δε μπορούν να αντιμετωπιστούν ως μια απλή μεταβλητή σε μια πολυπαραγοντική εξίσωση. Σύμφωνα με την έκθεση της Greenpeace «Σιωπηλοί Δολοφόνοι», που εκπονήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης, η ρύπανση από τις ανθρακικές μονάδες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν υπαίτια για 22.300 πρόωρους θανάτους το 2010. Για την Ελλάδα, πιο συγκεκριμένα, εκτιμήθηκε ότι η ρύπανση από την καύση λιγνίτη οδηγεί σε 1.200 περίπου πρόωρους θανάτους ετησίως. Οι τόνοι τοξικών αερίων που εκλύονται και τα αιωρούμενα μικροσωματίδια εισχωρούν στους πνεύμονες και το αίμα προκαλώντας αναπνευστικές λοιμώδεις, καρδιακές προσβολές, καρκίνο του πνεύμονα, κρίσεις άσθματος και άλλες παθήσεις.
Αυξημένος κίνδυνος υπάρχει και για τους εργαζόμενους που είναι εκτεθειμένοι στην πηγή της ρύπανσης. Το 2005 το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου είχε προσφύγει στο Συμβούλιο της Ευρώπης γι’ αυτή την υπόθεση και το 2007 η απόφαση δικαίωσε την προσφυγή, καταδικάζοντας τη ΔΕΗ και το ελληνικό Δημόσιο για παραβίαση του άρθρου 11 (δικαίωμα για προστασία της υγείας) του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και του άρθρου 24 (δικαίωμα για δίκαιες συνθήκες εργασίας) «γιατί δεν έχουν προβλεφθεί για τους εργαζόμενους μείωση της διάρκειας εργασίας ή συμπληρωματικές άδειες με αποδοχές». Συζητήσαμε για όλα αυτά τα ζητήματα με τον Στέφανο Πράσσο. Ήταν για χρόνια εργαζόμενος στο εργοστάσιο του Αγίου Δημητρίου στο Νότιο Πεδίο και πρόεδρος του συνδικάτου ενέργειας Εργατική Αλληλεγγύη και έχει νιώσει στο πετσί του τι σημαίνει να δουλεύεις σε συνθήκες υψηλού ρίσκου και πολλαπλής επιβάρυνσης: «Οι επιπτώσεις για τους εργαζόμενους είναι τεράστιες αν και δεν έχουν επίσημα καταγραφεί. Στο δικό μου ορυχείο είχαμε τέσσερις αιφνίδιους θανάτους σ’ έναν χρόνο και πιο συγκεκριμένα στο συνεργείο που δούλευα από τους επτά ηλεκτροσυγκολλητές, οι έξι έπαθαν έμφραγμα -ανάμεσά τους κι εγώ- και οι τρεις πέθαναν σε ηλικίες γύρω στα 50. Για μας το πιο σημαντικό περιβαλλοντικό ζήτημα είναι η τέφρα. Έχει υπολογιστεί ότι βγάζει 20 τόνους αρσενικό το χρόνο. Δεν λέμε να κλείσει η ΔΕΗ. Δεν γίνεται η χώρα να επιστρέψει στην εποχή των σπηλαίων αλλά να πάρει μέτρα». Η ΔΕΗ πάλι από την πλευρά της υποστηρίζει ότι: «Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της χώρας και συγκεκριμένα ο κώδικας νόμων για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία, εφαρμόζονται πλήρως σε όλες τις εκτελούμενες εργασίες στα Ορυχεία της Επιχείρησης». Επικαλείται μάλιστα το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στον εξορυκτικό τομέα είναι ενταγμένοι στην κατηγορία των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων και τους χορηγούνται πέντε επιπλέον ημέρες άδειας πέραν της κανονικής τους. Ο Στέφανος Πράσσος αντιτείνει ότι είναι ανεπαρκή τα συγκεκριμένα μέτρα και πετάει το μπαλάκι στο αρμόδιο Υπουργείο να νομοθετήσει προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με την ευρωπαϊκή απόφαση. Αρκεί βέβαια μια ματιά στα νεκροταφεία της περιοχής ή ο αντίλαλος της βραχνάδας των παλιών μεταλλωρύχων για να πειστεί κάποιος ότι τα μεροκάματα στα ορυχεία του λιγνίτη είναι ματωμένα. Προφανώς το γνωρίζουν και οι ίδιοι αλλά οι επιλογές στις θέσεις εργασίας είναι βασανιστικά περιορισμένες.
(Έργα στα ορυχεία λιγνίτη)
Εξίσου τεράστιο είναι και το περιβαλλοντικό κόστος. Η ηλεκτροπαραγωγή από καύση άνθρακα θεωρείται παγκοσμίως από τις κύριες παραμέτρους για την υπερθέρμανση του πλανήτη, με κίνδυνο οι επόμενες γενιές να βιώσουν αυξανόμενα επίπεδα ξηρασίας. Οι ερευνητές της Greenpeace υπολογίζουν ότι τα λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ καταναλώνουν περίπου 50 εκατομμύρια τόνους νερού κάθε χρόνο. Πρόκειται για ποσότητα που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες περίπου 500.000 νοικοκυριών. Ο δήμαρχος της Κοζάνης, Λευτέρης Ιωαννίδης, προερχόμενος ο ίδιος από το οικολογικό κίνημα σταχυολογεί τα αποτελέσματα από τη λειτουργία των ορυχείων: «Υπάρχει ρύπανση στον ατμοσφαιρικό αέρα, στο έδαφος, επιβαρύνονται τα νερά μέσω του υδροφόρου ορίζοντα και παράλληλα έχουν καταστραφεί τεράστιες αγροτικές εκτάσεις. Πριν από 30 χρόνια οι γεωτρήσεις έβγαζαν νερό στα 20- 30 μέτρα και τώρα φτάνουν στα 200. Ο μύθος του φθηνού λιγνίτη στηρίζεται στο γεγονός ότι ένα μέρος του κόστους το επωμίζεται η ίδια η τοπική κοινωνία. Προσωπικά τάσσομαι υπέρ της σταδιακής απεξάρτησης από τον λιγνίτη και την αποκατάσταση της περιοχής».
Η ΔΕΗ και στο ζήτημα των υδάτων είναι κατηγορηματική: «Τα επιφανειακά και υπόγεια νερά της περιοχής παρακολουθούνται τόσο ως προς την ποιότητα, όσο και ως προς την ποσότητα. Δεν παρατηρούνται υπερβάσεις που να δημιουργούν οποιοδήποτε ζήτημα. Το νερό ακριβώς γιατί είναι καλής ποιότητας χρησιμοποιείται για άρδευση και ύδρευση από τους φορείς της περιοχής» σημειώνει στην επίσημη απάντησή της. Η αλήθεια είναι ότι η ΔΕΗ είναι αρκετά φειδωλή στην αυτοκριτική της, παρά το γεγονός ότι πλέον είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι περισσότερες μονάδες της ήταν παλιάς τεχνολογίας και αρκετά ρυπογόνες. Γι’ αυτό εξάλλου υποχρεώθηκε σε μια στρατηγική σταδιακής απόσυρσης πολλών μονάδων. Επιπλέον, σύμφωνα με τη WWF η επιχείρηση δεν υπήρξε συνεπής στην τήρηση των υποσχέσεών της, ακόμα και στο Εθνικό Σχέδιο Μείωσης Εκπομπών του 2008. Ο ΑΗΣ Αμυνταίου είναι σχεδόν 3 φορές πάνω από το όριο σε εκπομπές SO2 (διοξείδιο του θείου), ο ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου 2 φορές στον ίδιο ρύπο και οι ΑΗΣ Πτολεμαΐδας και Καρδιάς ήταν συστηματικά πάνω από τα όρια στις εκπομπές σωματιδίων.
(Τα μέρη γύρω από τα ορυχεία του λιγνίτη είναι γεμάτα με ανεξέλεγκτες αποθέσεις τέφρας)
Πέρα όμως από τις «αμαρτίες» του παρελθόντος -που αφήνουν ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στο παρόν όλων μας- η συζήτηση για την ενέργεια και τη ΔΕΗ είναι επίκαιρη στη συγκυρία που διανύουμε και το ελληνικό κράτος καλείται να διαχειριστεί υπαρξιακού χαρακτήρα -με την κυριολεκτική έννοια- ζητήματα. Καταρχήν αυτές τις μέρες είναι σε εξέλιξη η Διαδικασία της Σεβίλλης, δηλαδή οι τελικές συζητήσεις των τεχνικών ομάδων εργασίας των κρατών-μελών, οι οποίες θα επαναπροσδιορίσουν τα ανώτατα όρια ρύπανσης για υφιστάμενες και νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Αφορούν επί της ουσίας την οδηγία για τους Βιομηχανικούς Ρύπους της περιόδου 2020-2029. Οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ καταγγέλλουν (έχουν στείλει και επιστολή προς τους Υπουργούς Παραγωγικής Ανασυγκρότησης και Υγείας) ότι η ελληνική επταμελής αντιπροσωπεία αποτελείται αποκλειστικά από μέλη της βιομηχανίας, συγκεκριμένα 6 μέλη από τη ΔΕΗ και 1 μέλος από τα ΕΛΠΕ, με αποτέλεσμα να λειτουργεί μονομερώς. Όπως προκύπτει, τα νέα προτεινόμενα όρια δεν συνάδουν με τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές και ειδικότερα η ελληνική αντιπροσωπεία αντιτίθεται στη μείωση των ορίων για εκπομπές διοξειδίου του θείου και των οξιδείων του αζώτου, διεκδικεί πιο χαλαρά όρια για τις εκπομπές υδραργύρου και διαφωνεί με την υποχρέωση διαρκών ελέγχων. Αν ισχύσουν τελικά αυτά τα όρια, πρακτικά σημαίνει ότι οι βιομηχανίες δεν θα υποχρεωθούν στην εφαρμογή των Βέλτιστων Διαθέσιμων Πρακτικών και απλώς θα διαιωνιστεί η υφιστάμενη κατάσταση.
Η συγκεκριμένη απόφαση έχει μια ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, διότι θα επηρεάσει τις προδιαγραφές για την Πτολεμαΐδα 5. Η νέα μονάδα που αναμένεται να λειτουργήσει το 2019 έχει βρεθεί στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης μεταξύ της ΔΕΗ και του οικολογικού κινήματος. Αφενός, η Πτολεμαΐδα 5 θα έχει βαθμό απόδοσης 41,5% με λιγότερη κατανάλωση λιγνίτη και άρα λιγότερη παραγωγή τέφρας και λιγότερη έκλυση διοξειδίου του άνθρακα. Αποτελεί δηλαδή ένα βήμα προόδου σε σχέση με τις υπάρχουσες μονάδες. Αφετέρου, δνε βασίζεται στις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές αλλά στα ανώτερα επιτρεπόμενα όρια. «Οι προδιαγραφές της νέας μονάδας θα βασίζονται στα όρια του 2006. Τα νέα όρια -που κατά την άποψή μας είναι πολύ χαλαρά- δεν μπορεί να τα πιάσει. Είναι ένα τεχνολογικό απολίθωμα πριν καν κατασκευαστεί. Εμείς δεν θέλουμε να κλείσει η ΔΕΗ. Θέλουμε μια ισχυρή ΔΕΗ που να επενδύει στη νέα εποχή και στην καθαρή ενέργεια. Ο μύθος του φθηνού λιγνίτη έχει καταρρεύσει. Για παράδειγμα, έχει μετρηθεί ότι το κόστος στο δημόσιο σύστημα υγείας την τελευταία πενταετία από τις λιγνιτικές μονάδες φτάνει έως και τα 18 δισ. ευρώ» υποστηρίζει ο Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος για την Κλιματική Αλλαγή και την Ενέργεια του ελληνικού τμήματος της Greenpeace.
(Το εργοστάσιο της ΔΕΗ δίπλα στο εγκαταλελειμμένο χωριό της Χαραυγής)
Η νέα ηγεσία του Υπουργείου παραγωγικής Ανασυγκρότησης επανεπιβεβαίωσε την πρόθεσή της να προχωρήσει στη δημιουργία της νέας μονάδας και σε συνάντηση που είχε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης με τον διευθύνοντα σύμβουλο της κατασκευάστριας εταιρείας ζήτησε να μειωθεί το τίμημα του έργου που έχει αρχικά οριστεί σε 1,4 δισ. ευρώ. Στο συγκεκριμένο πεδίο μάλιστα παρατηρείται μια αξιοπρόσεκτη, ίσως και μοναδική, σύμπνοια με το γερμανικό κράτος, καθώς για την κατασκευή της Πτολεμαΐδας 5 η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει δάνειο ύψους 700 εκατ. ευρώ από τη γερμανική τράπεζα KfW, πρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας είναι ο ίδιος ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε! Επιπλέον, με επιστολή του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Υπουργός ζητά κατ’ εξαίρεση να επιτραπεί η επαναλειτουργία της Πτολεμαΐδας 3, επικαλούμενος κυρίως την τηλεθέρμανση της πόλης της Πτολεμαΐδας που συνιστά έναν αποδοτικό και φθηνό τρόπο θέρμανσης των νοικοκυριών. Παρότι η τηλεθέρμανση είναι εξασφαλισμένη από τον ΑΗΣ Καρδιάς, θα υπάρξει πρόβλημα σε περίπτωση βλάβης. Βέβαια, σ’ αυτό το αναμφισβήτητα ισχυρό επιχείρημα δεν μπορεί να παραβλέψει κάποιος το γεγονός ότι η Πτολεμαΐδα 3 είναι από τις πιο παλιές και ρυπογόνες μονάδες.
Ο ΑΔΜΗΕ, στη Μελέτη Επάρκειας Στοιχείων 2013-2020, επισημαίνει ότι αν δεν κατασκευαστεί η Πτολεμαΐδα 5 θα υπάρξουν προβλήματα στην επάρκεια της ηλεκτρικής ενέργειας. Το Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας του ΤΤΕ τάσσεται επίσης υπέρ του έργου υποστηρίζοντας ότι θα προκύψουν οφέλη από την τηλεθέρμανση για την Πτολεμαΐδα και την Εορδαία και από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ενώ θα περιοριστούν οι περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις. Οι οικολογικές οργανώσεις προτείνουν ως εναλλακτική ένα σχήμα που θα βασίζεται στην παραγωγή ενέργειας από αιολικά και φωτοβολταϊκά συστήματα σε συνδυασμό με συστήματα αποθήκευσης ενέργειας όπως οι μπαταρίες και η αντλησιοταμίευση. Πρόκειται για μια λύση τεχνικά δύσκολη και οικονομικά ασύμφορη, όπως εξηγεί ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας, Απόστολος Αλεξόπουλος: «Οι ΑΠΕ δεν φτάνουν. Το βράδυ δεν έχεις ήλιο. Πρέπει να υπάρχει σταθερή βάση παραγωγής και οι μπαταρίες δεν αρκούν. Επίσης δεν υπάρχει χωροθέτηση. Αν δείτε τον χάρτη με τις ανεμογεννήτριες θα παρατηρήσετε την άναρχη κατανομή τους. Το ελληνικό κράτος έκανε με τις ανεμογεννήτριες ό,τι και με τα αυθαίρετα. Οι ΑΠΕ δίνουν καθαρή ενέργεια αλλά πρέπει να σκεφτείς ότι τα υλικά τα εισάγεις. Αν υπήρχε ανάπτυξη και παραγωγή εδώ φωτοβολταϊκών και ανεμογεννητριών, θα ήταν το ιδανικό. Η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα δεν είναι τόσο εύκολη, όσο είχαμε στον νου μας. Όταν χρειάζεται, όμως, να εξασφαλίσεις φθηνή ενέργεια για τον λαό σου πρέπει να χρησιμοποιήσεις τις πηγές που έχεις. Η Πτολεμαΐδα 5 θα φτιαχτεί με βάση τις πιο σύγχρονες τεχνολογίες».
(Τα φορτηγά αφήνουν λάστιχα…)
Αυτή τη στιγμή, δυστυχώς, οι ευρωπαϊκές ελίτ παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις εγκαταλείπουν τις δαπανηρές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αναδιπλώνονται στον «βρόμικο λιγνίτη». Πρόσφατη έρευνα της Wood Mackenzie καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «τη δεκαετία που διανύουμε ο λιγνίτης θα ξαναγίνει η κορυφαία πηγή ενέργειας του πλανήτη»! Ήδη, στη Γερμανία η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη επέστρεψε στα προ 20ετίας επίπεδα. Για την Ελλάδα που τοποθετείται σ’ αυτή την ατζέντα με όρους οικονομικής κρίσης, τα πράγματα είναι εξαιρετικά πιο δύσκολα. Το περιβάλλον στις συζητήσεις που διαμεσολαβούνται από νούμερα γίνεται ένα αμελητέο μέγεθος και νοείται ως μια ελιτίστικη ευαισθησία και όχι ως θεμελιώδες υπόβαθρο οποιασδήποτε ανάπτυξης. Είναι σημαντικό, όμως, όταν γίνονται σχεδιασμοί για την ενέργεια, να έχουν στο επίκεντρό τους τη δυνατότητα αειφορίας μιας περιοχής, διότι όταν καταστρέφονται φυσικοί πόροι καταστρέφεται μαζί τους και η δυνατότητα μιας κοινότητας να παράγει εισοδήματα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News