Δεν έχω κρύψει ποτέ ότι ένα από τα πολλά πράγματα που αγαπώ στην Ελλάδα, ήταν και είναι ο Ολυμπιακός. Κάποια στιγμή, έγραψα ένα άρθρο για το πώς και πότε τον αγάπησα πρώτη φορά. Η νίκη της ομάδας μπάσκετ την περασμένη Παρασκευή απέναντι στον ίσως ισχυρότερο οργανισμό του μπάσκετ πανευρωπαϊκά, στα πολλά εκατομμύρια -ρούβλια ή δολάρια, λίγη σημασία έχει- της ΤΣΣΚΑ, είναι ακόμα μια απόδειξη ότι όταν κάτι λειτουργεί σωστά, με προγραμματισμό, με σωστή διαχείριση δυνατοτήτων και αδυναμιών αλλά κυρίως αρμονικά, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι θετικό. Ακόμα κι αν η κούπα δεν καταλήξει στα χέρια αυτού του τύπου που λέγεται Βασίλης Σπανούλης. Του «άθλιου και τιποτένιου που δεν έχει θέση στην Ελλάδα», όπως είχε πει ο ιδιοκτήτης του ΠΑΟ, όταν μετά από ένα τρίποντο νίκης στο ΟΑΚΑ, έβαλε το χέρι στο αυτί για να «ακούσει» τους «υπέροχους οπαδούς» που τον έβριζαν χυδαία σε όλη τη διάρκεια του ματς.
Για να μην χαθούμε στα αθλητικά, όμως, μιας και υπάρχουν οι αρκετά πιο μυημένοι σε αυτό το ζήτημα, στέκομαι σε μια υπερβολική και συχνή φράση κάποιων αθλητικών συντακτών, και όχι μόνο, που επανέρχεται κάθε φορά που μια ελληνική ομάδα κατακτά νίκη, μεγάλη ή μικρή, απέναντι σε ξένη ομάδα. «Με γεμάτη ελληνική ψυχή» διαβάζουμε ότι κατακτήθηκε και αυτή η νίκη, λοιπόν. Για να συμβεί αυτό, όμως, πρέπει να παραδεχθούμε ότι συμβαίνουν δυο τινά: Πρώτον ότι η «ελληνική ψυχή», για κάποιον ανεξήγητο λόγο, είναι διαφορετική από τις άλλες ψυχές. Και αυτό, παρότι έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι κατά 98,4%, οι άνθρωποι έχουμε γενετική ομοιότητα με τους… χιμπατζήδες. Επίσης, όχι μόνο είναι διαφορετική αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο εμφανίζεται μόνο στον αθλητισμό και τις περισσότερες φορές στο άθλημα του μπάσκετ. Σπανίως και στο ποδόσφαιρο, πόλο ή βόλεϊ. Κάποτε κατάφερνε να εμφανιστεί στην άρση βαρών, καίτοι αρκετοί αρσιβαρίστες δεν είχαν αυτό που θα λέγανε οι «πατριώτες», «καθαρό ελληνικό DNA». Σε άλλα πεδία, όμως, όπως στα οικονομικά, επιστημονικά, κοινωνικά, λογοτεχνικά, στην έρευνα κ.λπ., υπάρχουν σήμερα άλλες «ψυχές», μη ελληνικές, που κατακτούν μεγαλύτερες και σπουδαιότερες νίκες από τους Έλληνες.
Το δεύτερο που μπορεί να συμβαίνει είναι ότι παίκτες με επίθετα όπως Petway, Hunter, Dunston, Lafayette, Darden, Lojeski ή και -μακριά από μας- ο εκ της ΠΓΔΜ ορμώμενος Pero Andic, που ήταν για δυο χρόνια στον Πειραιά, με κάποιον τρόπο απέκτησαν την «ελληνική ψυχή». Είναι γνωστό ότι αρσιβαρίστες και άλλοι αθλητές απέκτησαν με νόμο την ελληνική υπηκοότητα, αποκλειστικά λόγω των μπράτσων τους, και δόξασαν τα ελληνικά χρώματα, αλλά η απονομή της «ελληνικής ψυχής» με νόμο δεν έχει ακόμα εφευρεθεί. Απ’ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Ταυτόχρονα, καλό είναι να μη διαφεύγει της προσοχής μας πως στο πάγκο της ΤΣΣΚΑ κάθεται ο Έλληνας Δημήτρης Ιτούδης. Τι διάολο, αυτός άφησε την «ελληνική ψυχή» στην Ελλάδα ή ακόμα χειρότερα στην Τουρκία που εργαζόταν πέρσι;
Οι επιτυχίες στον αθλητισμό, όπως και αλλού, είναι «καρποί» επίπονης προσπάθειας, μεθοδικής δουλειάς, αφοσίωσης και πειθαρχίας. Αρκετές φορές και συγκυριών. Διεγείρουν τα πλήθη προσωρινά και όταν πρόκειται για επαγγελματικό αθλητισμό αποφέρουν πολλά χρήματα στους αθλητές, τους προπονητές, τους ιδιοκτήτες των ομάδων, τους σπόνσορες. Και καλά κάνουν. Τα περί «ελληνικής ψυχής» ή οποιασδήποτε άλλης «ψυχής», όμως, όταν μάλιστα πρόκειται για ομάδες που κατά βάση αποτελούνται από παίκτες διαφορετικών εθνικοτήτων, εκτός της υπερβολής που εμπεριέχουν είναι μόνο για να τα διαβάσουν οι «υπέροχοι οπαδοί». Η ανάγκη τέτοιων «μαργαριταριών», έστω κι αν παραδεχθούμε ότι γίνεται χωρίς κακή πρόθεση ή πρόθεση προσβολής άλλων, καλό είναι να αποφεύγεται. Ευτυχώς, η ελληνική γλώσσα είναι αρκετά πλούσια για να αποδώσει τα αισθήματα χαράς, χωρίς να χρειαστεί να καταφεύγει κανείς στις… ψυχής τα μονοπάτια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News