Πρωτοείδα αυτό το σπίτι όταν μετακόμισα στο Μαρούσι. Ήταν κολλητό στην πολυκατοικία μου και ίδιο με την κυρία Πολυξένη που έμενε μέσα του: παμπάλαιο, ετοιμόρροπο, υπέροχο. Σαν να είχες μετακομίσει σε ταινία της Σπέντζος Φιλμ ήταν. Ένας τεράστιος κήπος με αρχαίες συκιές που μέλωναν τα καλοκαίρια μας και αμυγδαλιές που με έσπρωχναν, χρόνος έμπαινε χρόνος έβγαινε να τολμάω κι ας μου βγει και σε κακό που λέει κι ο Παπάζογλου. Την αγαπούσαμε όλοι στη γειτονιά – περισσότερο τα αδέσποτα που τάιζε απ´ το υστέρημά της.
Κοντούλα και λιγνή, δεν είχε πολλά, δεν ήθελε πολλά. Το πρώτο πραγματικό πετεινό του ουρανού που γνώρισα. Ίσως γι' αυτό στον κήπο της είχαν ζητήσει άσυλο εκατοντάδες πουλιά. Στις 6 τα χαράματα ακριβώς άρχιζαν όλα μαζί, μια ιπτάμενη χορωδία, να χαιρετάν τον ήλιο, τους εραστές που αγρυπνούν από χαρά και τους απελπισμένους από λύπη.
Όταν έφυγε αθόρυβη όπως έζησε, το σπιτάκι της δεν έμεινε άδειο: το κατοίκησαν αυτά που αγάπησε, Τα αδέσποτα και τα πουλιά. Μέσα μου μετρούσα τις μέρες που του ‘μεναν. Σήμερα με ξύπνησε στις 7 μια φαγάνα που γκρέμιζε και σάρωνε το σπίτι της. Πρόλαβα να δω τσακισμένο το σκαλοπατάκι που λιαζότανε τα απογεύματα.
Ξέρω, ο χρόνος γλύπτης της ζωής μας παράφορος, αλλά τα πουλιά; Τι θα γίνουν τα πουλιά, κυρία Πολυξένη;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News