1471
|

Άντε και στα δικά μας!

Άντε και στα δικά μας!

Που έχουμε μείνει παίδες; Α, ναι, εκεί που έχω στείλει στο ντίτζεϊ το σιντάκι με την οδηγία να το παίξει τη στιγμή της κοπής της τούρτας γιατί «είναι το τραγούδι τους». Κατά μία έννοια είχα δίκιο παίδες. Διότι ναι μεν ακόμα δεν ήταν το τραγούδι τους αλλά είχα ένα προαίσθημα πως θα γινόταν. Θα το άκουγαν στο μέλλον και θα έκλαιγαν με μαύρο ρίμελ.

Στη συνέχεια επικεντρώνω την προσοχή μου στο χολ προσπαθώντας να μην μπλοκαριστώ από το χαλί με τους γαλάζιους κύκνους που κοσμούσε το πάτωμα και τα ερωτοχτυπημένα αγγελούδια που κρέμονταν καδραρισμένα (και φρικαρισμένα) στους τοίχους. Και ναι, ναι, ναι, το μάτι μου ανακάλυψε αμέσως την τέλεια υποδοχή για το δυναμιτάκι μου: Ήταν ένα από αυτά τα τεράστια σταχτοδοχεία τα γεμάτα άμμο όπου σβήνουν τα αρρωστάκια-καπνιστές το τσιγαράκι τους και μπαίνουν (πολιτικώς ορθά) στην άκαπνη αίθουσα για να λάμψουν κοινωνικά (πολιτικώς κεκλιμένα). Χαμογέλασα ικανοποιημένη, χάιδεψα το πυρομαχικό που περίμενε υπομονετικά στην τσάντα μου και ετοιμάστηκα να μπω να καθίσω ήσυχα ήσυχα στο τραπέζι της λατρεμένης μου φαμίλιας.

Την ώρα ακριβώς που δρασκελούσα το κατώφλι προς τα μέσα όμως, πέφτω πάνω στον ντάντι που το δρασκελούσε προς τα έξω (όπως βλέπετε αδύνατον να κάτσουμε στ΄ αυγά μας παίδες. Είναι η κατάρα μας. Κάθε μεγάλη οικογένεια έχει τη δικιά της. Οι Ωνάσηδες παχαίνουν, εμείς εμφανιζόμαστε εκεί που δεν μας σπέρνουν).

-Για που το βαλες πατέρα; ρωτώ ευγενικά το υπερλαμόγιο.

Ο μούργος όμως απαξίωσε να απαντήσει στο καυτό ερώτημα μου. Αντ΄ αυτού άρπαξε την τσάντα μου γρυλίζοντας: Που είναι το κινητό σου;

Μπήκα αμέσως στο νόημα. Η μάνα(τζερ) είχε προχωρήσει σε κατάσχεση του IPHONE του εκνευρισμένη που έστελνε συνεχώς εσεμέσια στη Ειρήνα του τύπου παιδί- μου –ατελείωτο- πλύσου -κι έρχομαι. Αυτός όμως δεν το έβαλε κάτω. Βγήκε στη γύρα να βρει κανένα άλλο κινητό να κάνει τη δουλειά του. Ήταν όμως γκαντέμης για ακόμα μια φορά (ρε συ λες να χει δίκιο και να τον γκαντεμιάζει ο κουμπάρος-γκομενάκι;). Εγώ πάντως δεν θα τον άφηνα με την καμία να ανοίξει το τσαντάκι μου και να δει το δυναμιτάκι μου. Δεν ήθελα να του κόψω τα φτερά του έρωτα αλλά τι να κάνω; Εγώ φταίω που είναι φλύαρος και αδύναμος χαρακτήρας; Ο τύπος είναι άξιος να με καρφώσει αντί 30 ευρώ –πιο φτηνιάρης κι απ΄ τον Ιούδα(αν και μου διαφεύγει η ισοτιμία Ευρώ –αργυρίων…)

Για να μην τα πολυλογώ άρχισα να τραβάω την τσάντα μου εγώ από τη μια μεριά κι αυτός από την άλλη. Ξεφτίλα παίδες. Τα γκαρσόνια σταμάτησαν να πηγαινοέρχονται και μας χάζευαν βάζοντας στοιχήματα ποιος θα κερδίσει. (Έχω την εντύπωση ότι στοιχημάτιζαν υπέρ εμού α) διότι φορούσα το υπερσέξι δίχτυ και β) διότι ο φάδερ είναι πουρό και μάλιστα αγύμναστο) Τελικά, όπως ανέμεναν και οι μπούκερς, απέσπασα το τσαντάκι από τα τρεμάμενα χέρια του υπό τις επευφημίες του υπηρετικού προσωπικού. Πάνω στην ώρα βγαίνει από την αίθουσα η μάνα(τζερ) που πάντα τη μυρίζεται την τρελή φάση και σπεύδει να συμμετάσχει. Μας αγριοκοίταξε.

-Τι κάνετε βρε γελοία υποκείμενα; Γιατί σουρομαδιόσαστε μπροστά στον κόσμο;
-Δε σουρομαδιόμαστε, είπαμε και οι δυο μαζί σα δίδυμα της συμφοράς. Τσεκάρουμε ε…ε… (δε μου ρχοταν) ε… ε… (βόηθα κι εσύ ρε ντάντυ) ε… εε… την αντοχή απ΄το λουράκι της τσάντας μου.

Τότε ο ντάντυ μπήκε στο νόημα επιτέλους.
– Ανησυχώ βρε αγάπη μου, ψέλλισε. Γέμισε η Αθήνα αλλοδαπούς, κλεφτρόνια και βρωμιαρέους.
-Μόνο για τους αλλοδαπούς ανησυχείς ή και για τις αλλοδαπές; Ρώτησε ψυχρά και δολοφονικά η μάνα(τζερ) που μπορεί όλα τα ελαττώματα να τα έχει, βλάκας όμως δεν είναι. Σ΄αυτό το σημείο εγκαταλείψαμε τον αγώνα και την ακολουθήσαμε σαν πρόβατα στο τραπέζι μας. Το οποίο τραπέζι μας ήταν ένα από τα τελείως ακριανά προς νότον, δίπλα στις τουαλέτες (όπως μας υπενθύμιζε μια ελαφρά βοθρίλα που μπερδεύονταν γλυκά με το Allure της Chanel). Αυτό ήταν καλό γιατί θα μπορούσα εύκολα να δραπετεύσω χωρίς να διασχίσω τη μισή αίθουσα. Η μανα(τζερ) όμως είχε σκάσει από το κακό της. Είχε παλουκωθεί, έκανε αέρα με το προσκλητήριο και δεν μιλούσε σε κανέναν. Ακούς εκεί να τη βάλουν να κάτσει δίπλα στις τουαλέτες και μάλιστα με το μη ιατρικό προσωπικό της κλινικής της!!! Η φράση ποιοι νομίζουν ότι είναι;;; άστραφτε σαν τατού στο μέτωπό της ( παίδες, ξέρω ότι δεν την παλεύετε με τα λογοτεχνικά μου κρεσέντο αλλά η αλήθεια είναι πως άμα έχω έμπνευση είμαι αχαλίνωτη!)

Περάσαμε κανά μισάωρο στην απόλυτη μούγκα. Εγώ έστελνα μηνύματα αδιάκοπα σε όλους τη φράση φέρτε μου να πιω 5 αντιπαλεβον γιατί δεν την παλεύω σαν να ήταν μάντρα και θα με έβγαζε με μαγικό τρόπο απ΄αυτή τη μάντρα (με τα βοοειδή). Ο πατέρας μου με κοιτούσε με ζήλεια (για το κινητό) και έπινε κρασί. Στο ημίωρο απάνω ήταν ήδη ντίρλα και έτοιμος για όλα. Η Μάνα(τζερ) του άρπαξε τελικά το μπουκάλι και αν δεν τη συγκρατούσε η μπασκλασαρία του τραπεζιού θα του άρπαζε και το λαρύγγι.

Πάνω που είχαμε γίνει μία ωραία ατμόσφαιρα άνοιξε και το μπουφεδάκι για το τραπέζι μας (απευθύνομαι σε σας παίδες που δεν ξέρετε τους κανόνες των γαμοκτημάτων: Εκεί τρως με αλφαβητική σειρά, όχι όλοι μαζί συγχρόνως. Προφανώς φοβούνται ότι τα λιγούρια που παριστάνουν τους μεγαλοαστούς θα την πέσουν άσχημα στο μπουφεδάκι και θα το ξεφτιλίσουν.) Εγώ πάντως σηκώθηκα, έριξα μια ματιά στο ερωτευμένο ζεύγος περνώντας από το τραπέζι τους και μου κόπηκε η όρεξη. (Ευτυχώς γιατί έπρεπε να φάω πολύ ελαφρά ώστε να έχω ευκινησία όταν θα άρχιζε η δράση.) Ήταν στημένοι εκεί με παγωμένα χαμόγελα στη μάπα και κουνούσαν το κεφάλι προς οποιονδήποτε περνούσε να καμαρώσει την ευτυχία τους. Η νύφη βέβαια φαινόταν έτοιμη να εκραγεί. (Άγχος; Στρες; Παχυσαρκία; Κυτταρίτιδα; Κάτι την απασχολούσε) Έβαλα στο πιάτο μου δυο φρεσκοκατεψυγμένες γαρίδες συνεχίζοντας να τσεκάρω με την άκρη του ματιού.

 

Έτσι είδα εγκαίρως τη νύφη να σηκώνεται και να βγαίνει από την αίθουσα τρικλίζοντας πάνω στα 12ποντα της. Παρατάω το πιάτο μουλωχτά και την ακολουθώ. Ευτυχώς δεν είχε ιδέα ποια ήμουν κι έτσι δεν υποψιάστηκε τίποτα όταν με είδε μπροστά της στην τουαλέτα. Να σας πω την αλήθεια παίδες τη λυπήθηκα την κακομοίρα. Έμοιαζε σα μπερδεμένη υποψήφια του «Ελλάδα έχεις ταλέντο» που δεν ήταν σίγουρη αν είχε (ταλέντο). Ρε λες να μην είναι για πέταμα τούτη δω; σκέφτηκα για πρώτη φορά. Έβγαλα το μπάφο από την τσάντα μου και τον άναψα σε μια επίδειξη συναδέλφωσης. Μετά τις δύο πρώτες τζούρες την τον πάσαρα. Το πήρε χωρίς πολλά πολλά ( δικιά μας η αλόγα παίδες). Μετά το σβήσαμε και την κάναμε χωρίς λόγια (ακολουθώντας τη λαϊκή παράδοση που υποδεικνύει πως άμα καπνίζει ο λουλάς εσύ δεν πρέπει να μιλάς). Αυτή πήγε στον γαμπρό τρικλίζοντας και χαμογελώντας για πρώτη φορά γνήσια (αλλά ελαφρώς υπερβολικά). Εγώ την έστησα στο χολ περιμένοντας να σκάσει μύτη η τούρτα.

Ευτυχώς ο θεός ήταν με το μέρος μου. Σε λίγο ένα από τα φρακοφορεμένα δουλάκια εμφανίστηκε σέρνοντας ένα ανθισμένο τραπεζάκι με ρόδες. Πάνω του ήταν μια κατασκευή που έμοιαζε περισσότερο με εμπορικό κέντρο παρά με γλυκό ( Έξι όροφοι σακχαρώδους διαβήτη–χώρια τους ημιυπαίθριους χώρους της σαντιγί…) Περίμενα την τούρτα να φτάσει στο κέντρο της λαμπρής αίθουσας και τους νεονύμφους να προσεγγίσουν. Το χέρι μου χάϊδευε το δυναμιτάκι τη στιγμή που ο γαμπρός άρπαξε την ασημένια μάχαιρα κι ετοιμάστηκε να κόψει ένα τεμάχιο από το ισόγειο του εμπορικού κέντρου για να γλυκάνει τη νυφούλα η οποία συνέχιζε να χαχανίζει άνευ προφανούς (στους άλλους) αιτιολογίας…. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή με κινήσεις που θα ζήλευε η κατ γούμαν φυτεύω το δυναμιτάκι μου στην άμμο και βάζω φωτιά στο φυτίλι του. Με πέντε δρασκελιές ξαναχώνομαι στο κάθισμά μου και λουφάζω αρχίζοντας από μέσα μου την αντίστροφη μέτρηση. 5-4-3-2-1 ΜΠΟΥΜ!

Πόσο λυπάμαι παίδες που δεν σας είχα από μια μεριά να απολαύσετε τον Φλώρο χεσμένο από το φόβο να χώνει το κουτάλι με την τούρτα στο μαλλί αντί για το στόμα της φουκαριάρας της αλόγας που αυτομάτως ξεσκίστηκε στο γέλιο! Οι Ιατροβιομηχάνογλου ξεχύθηκαν ουρλιάζοντας ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ! να προστατεύσουν έκαστος το ζαβό τους σπρώχνοντας τους καλεσμένους. Οι καλεσμένοι πάλι έτρεχαν να προστατεύσουν τα ΝΤΟΝΑ ΚΑΡΑΝ τους σπρώχνοντας τα ΠΡΑΝΤΑ των διπλανών τους. Πάνω στη γενική σύγχυση ακούγεται εκείνη τη στιγμή από τα μεγάφωνα το παραδοσιακό σουξέ του ΕΑΜ ΕΛΑΣ «Στ΄άρματα, στ΄άρματα εμπρός στον αγώνα!!!» (ε, ναι, παίδες, αυτό ήταν το τραγούδι τους, και μάλιστα σε πχοιοτική εκτέλεση Μίκη Θεοδωράκη!) Σ΄αυτή τη φάση ακούστηκαν και οι καλύτερες ατάκες της χρονιάς στο τραπέζι μας.

«Καλέ έχουν καλέσει και την Κανέλλη;» (της νοσοκόμας χειρουργείου του πατρός Ιατροφακέλλογλου)
«Ε, λοιπόν υπάρχει θεός!» (της ταπεινωμένης μάνα(τζερ)
«Λοιπόν παιδιά έφυγα. Έχω αργήσει» (του ντάντι που νοερά ήταν ήδη Λουτράκι)
«Την προκήρυξη! Ψάξτε την προκήρυξη!» (του διερχόμενου υπάλληλου ασφαλείας του γαμοκτήματος)
«Τι λες να ψηφίσει ο Μίκης στις δημοτικές Μαριέτα;» (της πασοκατζούς διοικητικής υπαλλήλου του νοσοκομείου στη κόρη της)
«Δηλαδή δεν θα φάμε τούρτα;» (χοντρού από το διπλανό τραπέζι)
«Και στα δικά μας μωρό μου» (οπαδός του ΑΝΤΑΡΣΥΑ μεταμφιεσμένος σε κανονικό καλεσμένο στην γκόμενά του από το κινητό)

Γεια στο στόμα σου αρχηγέ μου, του χαμογέλασα. Και στα δικά μας παίδες!

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News