Άδικη γκρίνια για τη Λευκωσία
Άδικη γκρίνια για τη Λευκωσία
Το τελευταίο διάστημα, η ελληνική κυβέρνηση έχει εκφράσει κατ’ ιδίαν αλλά και μέσω δημοσιογράφων προς τους οποίους έχει εύκολη πρόσβαση, έντονη δυσφορία για δύο ενέργειες της κυπριακής κυβέρνησης.
Πρώτον, για τη δήλωση του Υπουργού Οικονομικών της, Χάρη Γεωργιάδη, που μετά το πρώτο Eurogroup όπου συζητήθηκαν οι προτάσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης, δήλωσε ευθαρσώς ότι δεν κατάλαβε καν τις θέσεις της.
Και δεύτερον, για την απάντηση που έδωσε σε συνέντευξη Τύπου στη Λευκωσία, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Nίκος Αναστασιάδης, όταν του ετέθη σχετικό ερώτημα, ότι η κυβέρνησή του έχει προετοιμαστεί ακόμα και για το ενδεχόμενο ενός Grexit.
Επί της ουσίας, και οι δύο απαντήσεις είναι ακριβείς. Δεν ξέρω κανέναν μέσα σε εκείνο το Eurogroup που να κατάλαβε τις προτάσεις της κυβέρνησης Τσίπρα. Και θεωρώ απολύτως φυσικό μία άλλη κυβέρνηση χώρας της ευρωζώνης να προετοιμάζεται δια παν ενδεχόμενο, ιδίως εάν αυτό μοιάζει να είναι όλο και πιο εφικτό.
Τυπικά, τίθεται το ερώτημα εάν έπρεπε ο Πρόεδρος και ο Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, συγκεκριμένα, να πουν αυτά που είπαν;
Και τίθεται ακριβώς γιατί Αθήνα και Λευκωσία ανέκαθεν, αλλά ιδίως μετά την εισβολή και κατοχή του νησιού το 1974 από τους Τούρκους, έχουν μία ιδιαίτερη, σφιχτή και πολύ έντονα φορτισμένη συναισθηματική σχέση.
Η δική μου απάντηση είναι κατηγορηματικά «ναι». Οι ισχυροί ιστορικοί δεσμοί ανάμεσα σε δύο χώρες δεν κινδυνεύουν από την αλήθεια, ακόμα και εάν αυτή τις βρίσκει καμιά φορά αντίθετες.
Το ψέμα και η υποκρισία είναι αυτά που δυσχεραίνουν τους κοινούς αγώνες, οι οποίοι εν προκειμένω είναι ένας. Και αυτός δεν είναι η έξοδος των δύο χωρών από την οικονομική τους κρίση, αλλά η απελευθέρωση της Κύπρου.
Προτιμώ χίλιες φορές μια χρεοκοπημένη Ελλάδα και μια ελεύθερη Κύπρο, παρά μια οικονομικά εύρωστη Ελλάδα από μια συνεχιζόμενη κατοχή και αιχμαλωσία του ελληνισμού της Μεγαλονήσου.
Οι συμμαχίες και η αλληλεγγύη «τύπου Γιουροβίζιον», εκτός του ότι εκθέτουν και τις δύο χώρες μας, αφαιρούν από αυτές το κύρος και σοβαρότητα που πρέπει να έχουν για να αντιμετωπίσουν και να λύσουν τα μεγάλα τους προβλήματα.
Η πολύ ιδιαίτερη, μεταξύ μας, σχέση, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να διαφωνούμε και ανοικτά μεταξύ μας σε θέματα που δεν άπτονται του «εθνικού». Εκεί, είναι άλλο ζήτημα, νομίζω κατανοητό.
Έτυχε τώρα να βρεθούμε και οι δύο σε οικονομικό τυφώνα. Δεν είναι ίδια τα αίτια που μας έφεραν εδώ. Άλλοι οι λόγοι στην Κύπρο, άλλοι στην Ελλάδα.
Διαφορετικός, επίσης, είναι και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η κρίση από τις κυβερνήσεις των Αθηνών και της Λευκωσίας. Διαφορετική είναι ακόμα η στάση και η προσέγγιση και των απλών πολιτών των δύο χωρών. Μερικοί πολιτικοί θεωρούν ότι είναι «εθνικό» να ταυτιζόμαστε και σε αυτό το θέμα, της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Τους θεωρώ λαϊκιστές και επικίνδυνους.
Είμαστε αδέρφια -για να το πω και πιο συναισθηματικά- αλλά δεν είμαστε «αυτοκόλλητα»!
Αυτήν τη στιγμή, ο τρόπος της Κύπρου (λαμβάνοντας βέβαια υπ’ όψιν και τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης), μοιάζει να είναι πιο αποδοτικός. Τράβηξε «χοντρό ζόρι» με το κούρεμα, και τώρα βλέπει πραγματικά ένα φωτάκι στην άκρη της σκληρής περιπέτειάς της.
Είναι πιο πειθαρχημένοι και πιο ενωμένοι στον αγώνα τους για έξοδο από την κρίση οι Κύπριοι.
Η Ελλάδα, πάλι, μοιάζει να είναι ξανά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, αν όχι και πιο πίσω. Ο τρόπος της, όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης, δεν την έχει απομακρύνει από τον κίνδυνο.
Η κυβέρνηση της Αθήνας, ακόμα κι αν το δούμε το πράγμα και με τη λογική της «σύγκρισης», δεν δικαιούται να έχει παράπονο από την κυβέρνηση της Λευκωσίας. Ούτε καν για τις δηλώσεις Γεωργιάδη και Αναστασιάδη. Αντίθετα, η Λευκωσία έχει λόγους να είναι θυμωμένη.
Όταν η Κύπρος σύρθηκε σε κείνο το τραγικό Eurogroup στο οποίο αποφασίστηκε το κούρεμα των καταθέσεων στις τράπεζες, η Ελλάδα σιωπούσε και κοίταγε αλλού. Και έχει ενδιαφέρον κάποτε οι παριστάμενοι να μιλήσουν ανοικτά και για τη στάση του τότε υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα, σε εκείνην την πυρετώδη συνεδρίαση.
Η μόνη έγνοια, τότε, της Αθήνας, αλλά και των ισχυρών της ΕΕ, ήταν να μην γίνει επιδημικό (δηλαδή, viral) και στην υπόλοιπη ευρωζώνη, το πρωτοφανές μέτρο της αρπαγής χρημάτων από τους τραπεζικούς λογαριασμούς όχι μόνο των εταιρειών, offshore και μη, αλλά κυρίως των απλών πολιτών.
«Προσέξτε», ξέρω ότι είχε πει αξιωματούχος της ΕΕ στον Έλληνα πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, «να μην έρθουν οι ουρές των πολιτών στα ATM και στην Αθήνα».
Οι Κύπριοι δεν έχουν λάβει ακόμα απαντήσεις πειστικές για το πώς μέσα σε μία νύχτα τα υποκαταστήματα τριών τραπεζών τους στην Αθήνα, Κύπρου, Λαϊκής και Ελληνικής, πέρασαν στα χέρια της Πειραιώς, και μάλιστα με τίμημα αστείο.
Πριν από περίπου έναν χρόνο, πήρα συνέντευξη από τον επίτιμο Πρόεδρο της ΕΔΕΚ, παλαίμαχο Κύπριο πολιτικό Βάσο Λυσσαρίδη, ο οποίος αποκάλυψε ότι εκείνες τις μέρες μίλησε τηλεφωνικά με τον Πρόεδρο Παπούλια, τον Πρωθυπουργό Σαμαρά και με τον Αντιπρόεδρο Βενιζέλο, και ότι τον είχαν διαβεβαιώσει και οι τρεις ότι θα έπρεπε να δοθεί υψηλότερο τίμημα από τα 500 εκατ. ευρώ που αγόρασε τελικά τα υποκαταστήματα η Πειραιώς.
Οι Έλληνες ηγέτες, κατά Λυσσαρίδη, είχαν κάνει λόγο για τίμημα περίπου 3 δισ. ευρώ, και μάλιστα ο κ. Σαμαράς φέρεται να του είπε «να δώσουμε τα 2 τώρα, και το 1 λίγο μετά».
Η αποκάλυψη αυτή, δεν έτυχε συνέχειας. Αντίδραση καμία, ούτε και από την τότε αντιπολίτευση.
Επαναλαμβάνω: η Αθήνα τότε, σφύριζε κλέφτικα. Πολιτική ηγεσία και πολίτες. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το Σαββατοκύριακο εκείνο που ο κυπριακός ελληνισμός, εμβρόντητος, μαζευόταν έξω από τις τράπεζες για να αποσύρει δυο δεκάρες, και ο Κύπριος Υπουργός Οικονομικών περιφερόταν στη Μόσχα σαν την άδικη κατάρα, ελπίζοντας ότι οι χουβαρντάδες Ρώσοι θα έδιναν στην Κύπρο κάποια σημαντική βοήθεια (τελικά, είδε απλώς έναν υπηρεσιακό παράγοντα, έφαγε πόρτα, και γύρισε στη Λευκωσία άπρακτος), η δική μας, κρατική ΕΡΤ, πριν το κλείσιμό της, δεν παρείχε καμία ενημέρωση για τις συγκλονιστικές εκείνες εξελίξεις (ενημέρωση υπεύθυνη και ενδελεχή που τόσο την χρειαζόταν εκείνες τις μέρες ιδίως ο απόδημος ελληνισμός), επειδή οι δημοσιογράφοι της κρατικής έκαναν αλλεπάλληλες στάσεις εργασίας για οικονομικά αιτήματα, συγκεκριμένα ζητώντας καταβολή υπερωριών, που αρκετοί από αυτούς δεν είχαν ποτέ κάνει!
Όμως, δεν είναι αυτός ο λόγος που υποστηρίζω ότι το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται τώρα Αθήνα και Λευκωσία, είναι να επικεντρωνόμαστε σε «τεχνικές διαφορές», αντί σε εκείνα που (πρέπει να) μας ενώνουν…
Ούτε και θα σταθώ τώρα στο νέο πλήγμα που καταφέρνει η ελληνική κυβέρνηση και στην κυπριακή οικονομία με την απόφασή της να επιβάλει «προληπτικό φόρο» 26% επί της δαπάνης σε όποια ελληνική επιχείρηση αγοράσει προϊόντα από μια εταιρεία στην Κύπρο (αλλά και τη Βουλγαρία, ή την Ιρλανδία, χώρες στις οποίες δηλαδή ισχύει προνομιακό φορολογικό καθεστώς). Φόρος, ο οποίος θα της επιστρέφεται αζημίως σε διάστημα δώδεκα μηνών, εφόσον αποδείξει προηγουμένως στη φορολογική διοίκηση ότι η συναλλαγή είναι πραγματική και όχι τριγωνική, αλλά η ζημιά που προκαλείται εξ αυτού είναι τεράστια, χώρια που ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι η κυβέρνηση θα είναι όντως σε θέση να επιστρέψει τα χρήματα που θα παρακρατεί;
Ο λόγος που θεωρώ ότι η Κύπρος καλώς πράττει και έχει τη δική της ανεξάρτητη «οικονομική πορεία» από την Ελλάδα, και επίσης καλώς πράττει όταν υπερασπίζεται αυτήν τη διαφοροποίηση, είναι διότι οι καθαρές κουβέντες και πράξεις, που τόσο λείπουν από την πολιτική και των δύο χωρών, είναι εκείνες που θα μας δώσουν σοβαρή προοπτική και θα αποφέρουν καλύτερα αποτελέσματα.
Όπου συμφωνούμε, συμπλέουμε. Όπου όχι, κρατάμε αποστάσεις. Σε τίποτα δεν υπονομεύει αυτό τους δυνατούς, ιστορικούς μας δεσμούς.
ΥΓ: Εάν μεταβεί ένα κλιμάκιο κυβερνητικό από την Αθήνα στη Κύπρο, και μείνει εκεί για να αποκομίσει από πρώτο χέρι την άποψη των Κυπρίων για όλα αυτά που αναφέρω εδώ σήμερα, θα διαπιστώσει πολύ εύκολα και γρήγορα ότι οι περισσότεροι πολίτες είναι δικαίως πιο θυμωμένοι με την Ελλάδα απ' ό,τι η Ελλάδα, τώρα, αδίκως με την Κύπρο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News