692
|

Ο Άρης κάνει πόλεμο!

Νίκος Ορφανός Νίκος Ορφανός 25 Νοεμβρίου 2014, 00:18

Ο Άρης κάνει πόλεμο!

Νίκος Ορφανός Νίκος Ορφανός 25 Νοεμβρίου 2014, 00:18

Γοργοπόταμος, νύχτα 25ης Νοεμβρίου 1942.

-Παναγιώτ’ του ψουμί σ',

του φώναζε η μάνα του, τρεις μέρες πριν, καθώς έβγαινε από την πόρτα. Σκαστός κρυφά κατέβηκε στη Λαμία να τη δει. Νύχτα περπάτησε μέσα στο χιόνι, ξημέρωμα γύρισε στην Ευρυτανία, με τον τορβά γιομάτο, ψωμάκι, τρεις πατάτες, λίγες σταφίδες, καπνό και τσιπράκ’ για το κρύο. Στον ανήφορο, το μισό το είχε πιει κιόλας.

Νύχτα παγωμένη κι έναστρη, ξάπλωσε στο βρεμένο χώμα, αφουγκράστηκε, άπλωσε το χέρι και έπιασε το μουσκεμένο χόρτο, το έκοψε και το μύρισε. Το Μάνλιχερ στο χέρι του παγωμένο κρύσταλλο. Κούρνιασε στον βράχο και κοίταξε το ρολόι του. 11 και εφτά ακριβώς. Μια χειροβομβίδα τον τράνταξε και μανιασμένες ριπές έφυγαν από το φυλάκιο στον βράχο, χτενίζοντας την πλαγιά. Ο βράχος χτυπήθηκε, κι αυτός από πίσω κοκαλωμένος να μη μπορεί να ξεμυτήσει τριχιά.

Μπάκα-μπάκα-μπάκα. Ο Θύμιος με το μάουζερ λούφαξε τους Ιταλούς. Μπροστά! φώναξε ο Γκέκας και τα αγγλικά κομάντα σκυφτά τον προσπέρασαν κρατώντας τις μαγνητικές χελώνες. Α μωρέ μάνα, σκέφτηκε ο Παναγιώτης και ξεπρόβαλε, βαρώντας στα σκοτεινά. Πήδηξε απ’ τον βράχο, κουτρουβαλιάστηκε στα χορτάρια και σταμάτησε τ’ ανάσκελα στα ριζά της πλαγιάς. Κοίταξε από πάνω τη γέφυρα και τα πυρά που σα βεγγαλικά από πάνω γιορτάζανε την επικείμενη πτώση της.

Ένα χέρι τον ετράβηξε σε μια λακούβα. -Γιου γουόντ του ντάι μάι φρεντ; άκουσε τον Έντι, ούτε που κατάλαβε τι του είπε, άρπαξε το φλασκί και ήπιε λίγο νερό που του πρόσφερε. Κάηκε το λαρύγγι του, το ουίσκι τσουρούφλισε τα σωθικά του. Ο Άγγλος ξέσπασε σε γέλια, ιφ γιου χαβ του ντάι, γκόου ντρανκ μέιτ, του είπε και χάθηκε στο σκότος.

Τα μάτια του γουρλωμένα τον είδαν να χάνεται. Ο Καραλίβανος ορθώθηκε απάνω του, πετώντας μια χειροβομβίδα και αμέσως τον πλάκωσε. Μπαμ, έσκασε το πολυβολείο, θα τα φάμε τα σκυλιά ωρέ Πάνο, του είπε και χώθηκε στο ποτάμι. Μπλάτσα-μπλούτσα μέσα στα νερά ο Καραλίβανος γάζωνε σα γίγαντας θεριεμένος, σαν Άη Γιώργης ενάντια σε δράκοντες αμέτρητους, σε εκείνη τη ζωγραφιά που του είχε δείξει ο Πάτερ Ανυπόμονος, στο μοναστήρι του Αγάθωνα. Θέριεψε, στυλώθηκε και άρπαξε το ντουφέκι. Χώθηκε στην όχθη, σούρθηκε στα ριζά του πολυβολείου και άρχισε να ρίχνει.

Δυόμιση ώρες τα βόλια να σφυράνε απάνω του, δυόμιση ώρες του αιώνα. Το χέρι του δεν το ένιωθε από τον κλώτσο του όπλου. Μια σουβλιά τον έκαψε στο αριστερό του μπράτσο, τινάχτηκε πίσω, ένιωσε το σακάκι του μούσκεμα και μύρισε το αίμα του στην παγωνιά. Μαρία, φώναξε, και ένα φουστάνι στον αέρα και ένα κορμί μελαχρινό του θόλωσε τα μάτια. Έσφιξε τα δόντια, κράτησε το αίμα που ανάβλυζε, έσκισε το παντελόνι, τράβηξε και το μαντήλι της μάνας του και το έδεσε σφιχτά. Δε θα ψοφήσω απόψε ρε ζαγάρια, ανάθεμα το γονιό σας, μουρμούρισε. Δαγκώθηκε να μην ουρλιάξει από τη μανία.

Τον είδε να έρχεται με δρασκελιές. Το γνωστό σχήμα του κράνους του τού θύμισε το απόσπασμα που θέρισε τον κάμπο. Ο χρόνος σταμάτησε, ένιωσε τη θερμοκρασία του αίματός του να ανεβαίνει απότομα, το πετσί του τον έκαψε, τα χέρια του από μόνα τους υψώσανε την κάνη και σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μια λάμψη του όπλου του τράνταξε το κεφάλι του Γερμανού. Το σώμα του έπεσε σαν άδειο σακί, κύλησε και σταμάτησε δίπλα του. Τον ένιωσε να τον αγγίζει. Γύρισε από την άλλη και άρχισε να κυλιέται βαρελάκι στις πέτρες, βαρώντας στον σταυρό. Ήταν ένας άλλος, το μυαλό του είχε σταματήσει τελείως, μόνο τα δάχτυλα και οι αισθήσεις του τον τίναζαν δεξιά αριστερά.

Διέκρινε το Νικηφόρο σε μια κούρμπα, όρμησε με τα μούτρα, πώς δεν έσπασε τα παΐδια του.

-Τι ουώρα βαράς ρε Πάνου;

Κοίταξε το ρολόι του. Σπασμένο είχε σταματήσει. Μα θα πολέμαγαν πενήντα χρόνια του φαινόταν.

-Κοιτάξτε ρέι!

Από χαμηλά που βρίσκονταν είδαν δυο σκιές να περπατούν στις ράγες προς το μέρος τους. Οι σκιές ακροβατήσανε στον αέρα και πήδηξαν στη σκοτεινή άβυσσο.

-Φυσέκα εσύ ρε; φώναξε ο Πάνος καλυμμένος.
-Ζαγάρ Κόκκοτα, θα σε λιανίσω ρέι!
-Φευγάτε ρε χαμένοι, τελέψαμε.

Μακρύνανε δέκα μέτρα και δυο εκρήξεις κουνήσανε τα σωθικά τους. Το γιοφύρι έσπασε στα δυο και βούτηξε στο ποτάμι. 

Τους ρούφηξαν τα βουναλάκια κι οι ραχούλες.

-Πιες λίγο τσαγάκ’ ρε Θύμιο.
-Μελάκι’ έεις ρε Πάνου, απ’ αυτό το ‘θκος;
-Βάλε μωρέ και στον Άγγλο μια στάλα.

Έγειρε τυλιγμένος στην κουβέρτα. Έπιασε να χαράζει. Α, μωρέ Ρούμελη, α ρε μάνα, αχ Μαριώ μου όμορφη, σκέφτηκε, καθώς τον πήρε ο ύπνος…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News