Μπαίνω στο θέατρο Πέτρας, στην Πετρούπολη. Ανεβαίνω ψηλά στις κερκίδες, καθώς το θέατρο είναι σχεδόν γεμάτο. Είναι η πρώτη φορά που θα δω «ζωντανά» τον Γιώργο Νταλάρα.
Τριάντα τόσα χρόνια πριν, στις πολιτικά ταραγμένες εποχές της μεταπολίτευσης, τα τραγούδια του συνόδευαν τις μέρες μου, άθελά μου. Στις απανωτές συγκεντρώσεις και πολιτικές ομιλίες, τα μεγάφωνα στην πειραιώτικη πλατεία που έμενα, έπαιζαν από το πρωί συνέχεια Νταλάρα. Κάπου τότε κυκλοφορούν οι ζωντανές ηχογραφήσεις του από τον ιστορικό Ορφέα της οδού Σταδίου. Για ένα χρόνο περίπου τις έπαιζαν παντού, σε ταβέρνες, σπίτια, οικογενειακές συγκεντρώσεις, ψησταριές, ταξί, πανηγύρια, όπου μπορείς να φανταστείς.
Από όλη αυτή την Νταλαροκρατία της εποχής, εγώ απομακρύνθηκα. Βυθίστηκα στη ροκ και ηρέμησα. Τον ανακάλυψα τον Γιώργο μέσω του Μάνου Χατζιδάκι. Ο μέγιστος Χατζιδάκις, που γνωρίζω για καλή μου τύχη ήδη από το γυμνάσιο, με συμφιλίωσε με τη φωνή του, μέσω της Λαϊκής του Αγοράς και τη συνεργασία μαζί του στον Σείριο το ’88-‘89.
Ήδη ο Γιώργος βέβαια, είχε φτάσει στα αστέρια. Και ήδη είχε αρχίσει να προκαλεί τον φθόνο. Ξεκίνησε νεότατος, πέτυχε τάχιστα, περιζήτητος από όλους τους σημαντικούς συνθέτες της εποχής, τότε που οι δίσκοι πουλούσαν όπως το ψωμί, έβγαλε πολλά χρήματα από τη δουλειά του, ένα λαϊκό παιδί που τραγουδούσε εργατικά τραγούδια, αλλά γρήγορα ανέβηκε κοινωνικά πολύ παραπάνω, πώς να το χειριστείς αυτό;
Και επιπλέον ένα σωρό τραγούδια γίνονται επιτυχία, μόνο αφού τα τραγουδήσει αυτός. Το ’75 με το «50 χρόνια Ρεμπέτικο» ξεκινάει τη μεταπολιτευτική του αναβίωση. Το 1987, με τα Λάτιν, ξεσπάει μια φρενήρης λατινομανία, που ακόμα κρατάει μέχρι σήμερα.
Οι τίτλοι της δισκογραφίας του προκαλούν δέος. Τα σπουδαία τραγούδια που έχει πει είναι ατελείωτα και ναι, δηλώνω πλέον θαυμαστής, ιδίως εκείνης της πρώτης του εκπληκτικής δεκαπενταετίας, οι ερμηνείες του έχουν σα στάμπα τις ζωές μας σημαδέψει.
Ξέρω ότι πολλοί τον αντιπαθείτε, και λόγω της αντιδικίας του με τον Τζιμάκο, μια ιστορία που στενοχώρησε εμάς που θαυμάζουμε και τους δύο. Αλλά αυτά ανήκουν στο παρελθόν, ό,τι έγινε, έγινε.
Παρατηρώ τον κόσμο στις κερκίδες του θεάτρου της Πετρούπολης, που εμπνεύστηκε ο Μίνως Βολανάκης. Κοιτάζω πέρα, προς το άλλο θέατρο, που έφτιαξε η Μελίνα το ’85 για να παίξει ο Πήτερ Μπρουκ τη Μαχαμπαράτα. Ο κόσμος δεν είναι τόσος πια, δεν πρέπει να αναπολούμε την εποχή του Ολυμπιακού σταδίου, ή εκείνον τον Αύγουστο στον Κοκκινόβραχο, όπως το έλεγαν οι αριστεροί το Κατράκειο της Νίκαιας, που είχε γίνει πανζουρλισμός.
Λαϊκοί άνθρωποι, με τα μαξιλαράκια τους, μπύρες και καλαμπόκια στα χέρια, 9 και μισή ακριβώς τα φώτα σβήνουν και η μπάντα ξεκινάει την εισαγωγή. Ο Νταλάρας ανεβαίνει στη σκηνή τρία λεπτά μετά, ηλιοκαμένος, καλοστεκούμενος, ένα αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι, με πολύ ωραίο ήχο, χωρίς ντραμς -ευτυχώς- και με τον Γιώργο ενδιαμέσως να εξηγεί πράγματα, να συνιστά την προσοχή στις εισαγωγές των μουσικών και στα σόλα, θυμάμαι το Χατζιδάκι που απαγόρευε στο κοινό να χειροκροτά προτού τελειώσει το τραγούδι εντελώς, μόνο εκείνος μπορούσε να τους επιβληθεί έτσι.
Ο κόσμος αισθάνεται τη σπουδαιότητά του και ανταποκρίνεται θερμά. Κάποια στιγμή, έτσι μακριά που κάθομαι, μου έρχονται στη θύμηση εκείνες οι στιγμές που διέσχιζα την πλατεία ακούγοντας τη φωνή του, ή τότε που τον ανακάλυπτα στα ακουστικά μου, στη μοναχική μου νεότητα, ξαναγίνομαι έφηβος για λίγο και οι αναμνήσεις μου θολώνουν τα μάτια.
Γιώργο, σε ευχαριστώ για τα τραγούδια. Και δε χρειαζόταν προχθές το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», ακόμα κι αν στο ζητούσαν επίμονα. Είπαμε, σήμερα θα παίξουμε ρεμπέτικα.
Θα ήθελα μόνο να σε ρωτήσω κάτι: Μετά από τόσα χρόνια, ποιος πιστεύεις ότι άλλαξε περισσότερο; Ο Στράτος ή το συνδικάτο; Ή και οι δυο; Τι λες;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News