756
|

Τι πήρα στην Πάρο

Τι πήρα στην Πάρο

Κάτι περίεργο γίνεται φέτος το καλοκαιράκι παίδες, έχει πέσει στην αντίληψή σας ή μόνο στη δική μου πέφτουν αυτά τα πράματα; Πάει να βγει ήλιος και γίνεται κατακλυσμός. Πάω να χαρώ και γίνεται της πουτάνας. Αφού αναρωτιέμαι, είμαι άραγε θύμα αβασκανίας; Βουντού; Να πάω για ξεμάτιασμα;

Αλλά ας αρχίσω από την αρχή. Μετά την παταγώδη αποτυχία του θερινού μου ρομάντζου (πρόκειται περί ευφημισμού όπως ο Εύξεινος Πόντος), αποφάσισα να το χέσω το αισθηματικό ζήτημα γιατί είναι σαν το αραβο-ισραηλινό: άλυτο. Ας πάω, είπα, να την πέσω σε κανα νησάκι να χαλαρώσω γιατί από την τσίτα θα σουρώσω προώρως και δεν βλέπω ανάπτυξη στο άμεσο μέλλον. Πώς θα πληρώνω τα μπότοξ μου;

-Σε ποιο νησάκι μωρή άφραγκη; με χλεύασε η σοβαρή πλευρά του εαυτού μου, η κόμπρα νο 2. (Μην θορυβείστε παίδες μου, έχουμε ανοίξει έναν δημοκρατικό διάλογο τελευταία. Δεν είμαι σίγουρη αλλά νομίζω πως είναι δείγμα διεύρυνσης της εσωτερικής μου δημοκρατίας επειδή συρρικνούται η εξωτερική. Υπάρχει βέβαια και μια πιθανότητα να είναι άρχουσα σχιζοφρένεια…).
-Στην Πάρο, απάντησα θαρρετά.
-Και πού θα μείνουμε; Στο σπίτι του Πάριου; Γιατί από φράγκα είμεθα στεγνές τύπου Σαχάρα, μου είπε η βλαμμένη.
-Πάριος ποτέ! Είμαι ροκού. Θα την πέσω στο εξοχικό του φίλου μου του Θανάση που μ΄ έχει καλέσει καμιά 20αριά φορές να αράξω όσο θέλω.
-Φίλος σου; Και πώς δεν τον ξέρω εγώ; συνέχισε ύπουλα η κόμπρα 2.
-Ε… καλά… όχι ακριβώς φίλος μου… ας πούμε γνωστός…
-Ρε, τον πέφτουλα τον Θανάση εννοείς φίλο σου;
-Εντάξει ένα κουσουράκι έχει το παιδί. Ποιος είναι ο τέλειος;
-Όχι εσύ!
-Είδες που σου λέω; Ταιριάζουμε με το Θανασάκη. Ατελείς αμφότεροι. Να δεις που θα γίνουμε κολλητάρια.
-Δηλαδή για τις ατέλειές του τον προτιμάμε;
-Συν κάτι άλλα ψιλά: βεράντα δίπλα στο κύμα, μπάρμπεκιου, ξαπλώστρες στο γκαζόν, παγωμένα μπελίνι.
-Κι άμα στην πέσει τι θα κάνεις μωρή οπορτούνα; Γιατί θα στην πέσει άμα την πέσεις σπίτι του, στο λέω.
-Άμα μου την πέσει, θα πέσω μέσα στην πισίνα.

Γυάλισε το μάτι του καλύτερου εαυτού μου τόσο που σοκαρίστηκα κι εγώ η ίδια. Θεέ μου μ΄ έχει διαβρώσει τόσο η ζωή στη μεζονέτα;

-Έχει ΚΑΙ πισίνα;
-Αμέ!
-Έλα να πάμε στο νησί, η μάνα σου εγώ κι εσύ. Κι αν σου την πέσει, θα του την πέσω κι εγώ και θα γίνει το σύστριγγλο, είπε εξιταρισμένη η νο 2.

Μπερδεύτηκα λίγο αλλά με συνέφερε το πόρισμα και δεν ζήτησα διευκρινίσεις. Έφτιαξα ένα σακίδιο με τα χρειώδη, πήγα Πειραιά τρέχοντας και μπήκα στο πρώτο πλοίο για Πάρο. Αράζοντας στο κατάστρωμα είπα να πάρω τον Θανασάκη τηλέφωνο να τον ενημερώσω ότι καταπλέω αλλά μετάνιωσα. Θα του έκανα έκπληξη!

Φτάσαμε τέλος πάντων κάποια στιγμή και κατέβηκα στο λιμάνι μαζί με άλλους 35678 ανθρώπους ντυμένους στο όριο της αξιοπρέπειας. Σας το ορκίζομαι τους παρακολουθούσα στο κατάστρωμα τόσες ώρες να βγάζουν ένα-ένα τα ρουχαλάκια του κανονικού τους βίου μαζί με τα βάσανα. Όταν αράξαμε ήταν ήδη 50% πιο ξεβράκωτοι και 79% ευτυχέστεροι.

Στη συνέχεια έκανα ένα ωτοστόπ σε ένα νοικιασμένο τζιπάκι που δυστυχώς οδηγούσαν κάτι μεθυσμένοι ποζεράδες, αλλά ευτυχώς έφτασα σώα (και βλαβερή) στο χωριό του Θανασάκη. Ανοίγω την εξώπορτα, μπουκάρω στην αυλή με το λουλουδικό και τότε θυμάμαι ότι δεν ήξερα αν υπάρχουν γονείς εντός ή όχι. Έσιαξα λίγο το μαλλί, κατέβασα το σόρτς, πήρα το ύφος Μωραΐτη που το κρατάω παρακαταθήκη για τις δύσκολες ώρες μου, και βάρεσα την πόρτα. Περίμενα ένα, περίμενα δύο, περίμενα τρία λεπτά. Τίποτα. Ξαναβάρεσα πιο αποφασισμένα. Έστησα αυτί. Κάτι βήματα αργοσούρνονταν από το βάθος. Σε λίγο ανοίγει η πόρτα και βλέπω στο άνοιγμά της τον Θανασάκη γυμνό με μια πετσέτα γύρω από τα απόκρυφα σημεία του. Ω θεέ μου, πηδιότανε ο τύπος. Την πάτησα.

-Θανάση; Σε ξύπνησα;
-Τι έγινε ρε; Πώς βρέθηκες εδώ; είπε τρίβοντας το δεξί του μάτι κάτω από το οποίο ήταν λίγο κόκκινο κραγιόν.
-Εεεεεεεεεεεε, διακοπούλες… ξέρεις… ψέλλισα ενώ έβλεπα καθαρά το φασματικό χέρι της κόμπρας 2 να με φασκελώνει.
-Με ποιους είσαι; Στο χωριό μένετε ή ήρθατε για μπάνιο;
-Εεεεεεε…

Μέχρι να απαντήσω άλλα βήματα ακούστηκαν. Μια ξεβράκωτη με ένα σεντόνι έσκασε πίσω από τον Θανάση και τον πήρε αγκαλιά. Κάπως Αυστραλέζα και κάπως τσούλα την έκοψα. Βέβαια μπορεί να ήταν μόνο η ζήλεια μου.

-Who’s that honey? ψιθύρισε στο πεταχτό αυτί του Θανάση, κοιτάζοντάς με καχύποπτα.
-Nobody, go back to bed. Just a friend, είπε ο μαλάκας λησμονώντας ότι πριν δυο μήνες με παρακαλούσε στα γόνατα να ΄ρθω στο γαμόσπιτό του για να μου την πέσει.
-Δύο μήνες είναι τεράστιος αισθηματικός χρόνος το καλοκαίρι μωρή άσχετη, με ειρωνεύτηκε η κόμπρα 2. Μάζευτα τώρα να δούμε πού θα πάμε.

(την άλλη Παρασκευή θα δείτε πού πήγαμε και τι πάθαμε. Η Οδύσσεια μιας άφραγκης τουρίστριας. Θα κλάψουν μανούλες στη Μύκονο λέμε)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News