534
|

Ο τζόγος με το χρέος

Πάνος Πολυζωΐδης Πάνος Πολυζωΐδης 1 Ιουλίου 2014, 00:08

Ο τζόγος με το χρέος

Πάνος Πολυζωΐδης Πάνος Πολυζωΐδης 1 Ιουλίου 2014, 00:08

Κρυπτόμενη πίσω από τις δικαστικές τηβέννους, η κυβέρνηση ετοιμάζεται για τη σημαντικότερη διαπραγμάτευση της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας, αυτήν για το χρέος, αφού το Συμβούλιο της Επικρατείας μοιάζει να δίνει μια πολύ βολική λύση στο δίλημμα «μεταρρυθμίσεις ή προεκλογικός αγώνας;».

Ενώ πέτυχαν τη μισθολογική επιστροφή του κλάδου τους στα επίπεδα του 2012, οι ανώτατοι δικαστικοί της χώρας χαράσσουν οικονομική πολιτική. Αποφάνθηκαν για την αποκρατικοποίηση της ΕΥΔΑΠ ότι «η κατ' ουσίαν μετατροπή της δημόσιας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία».

Έβαλαν έτσι τέλος στο πρόγραμμα αποκρατικοποίησης των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, καθώς το ΤΑΙΠΕΔ είναι -προφανώς- υποχρεωμένο να αναστείλει τη διαδικασία και να αναζητήσει τρόπους πιθανής μεταβίβασης μειοψηφικού μεριδίου μετοχών σε ιδιώτες. Αν βρεθεί ενδιαφερόμενος αγοραστής, το αντίτιμο για το χειμαζόμενο Δημόσιο θα είναι αισθητά μικρότερο, αλλά τουλάχιστον οι παρεχομένες υπηρεσίες θα παραμείνουν στα υψηλά επίπεδα ποιότητας, στα οποία προφανώς έχουν συνηθίσει οι δικαστές του ΣτΕ.

Βεβαίως, το Σύνταγμα και οι νόμοι πρέπει να γίνονται από όλους σεβαστά – δεν θα βρεθούν πολλοί να διαφωνήσουν. Ωστόσο, ας εξετάσουμε τον πραγματολογικό ισχυρισμό πάνω στον οποίον βασίζεται το σκεπτικό της απόφασης, κάτι που δεν έχει να κάνει με την ερμηνεία του πνεύματος του Συντάγματος, αλλά με την εκτίμηση ορισμένων πραγματικών δεδομένων.

Το ΣτΕ ισχυρίζεται στα σοβαρά ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να ασκήσει επαρκή εποπτεία σε μία εταιρεία (βάσει συγκεκριμένων συμβατικών μέσων που θα θεσπίσει το ίδιο), αλλά εμπιστεύεται το Δημόσιο να διοικεί το ίδιο τη συγκεκριμένη εταιρεία. Δηλαδή, θεωρεί το κράτος ανίκανο για το έλασσον, αλλά ικανό για το μείζον.

Το παράλογο του παραπάνω ισχυρισμού καθιστά περιττό να συζητήσουμε για το κατά πόσον θα ήταν συμφέρουσα η αποκρατικοποίηση (στην περίπτωση της ΕΥΑΘ, η ενδιαφερόμενη εταιρεία δεσμευόταν ότι επρόκειτο να προχωρήσει σε επενδύσεις που θα δημιουργούσαν έως και 4.000 θέσεις εργασίας στην τοπική κοινωνία).

Η ουσία είναι ότι η κυβέρνηση μοιάζει να βολεύεται από τέτοιες αποφάσεις, αφού της δίνουν κάποια επιχειρήματα έναντι των δανειστών, προκειμένου να τους πείσει πως αυτές οι πολυσυζητημένες μεταρρυθμίσεις «δεν γίνονται», διότι «δεν γνωρίζετε τις ιδιαιτερότητές μας». Στην περίπτωση της ΕΥΑΘ επικαλείται και το άτυπο δημοψήφισμα στη Θεσσαλονίκη. Και με τη νομιμότητα (των αποφάσεων του ΣτΕ) και με τη λαϊκίστικη άρνησή της (των άτυπων δημοψηφισμάτων)…

Την ίδια ώρα, οι νέοι υπουργοί εκφράζουν ο ένας μετά τον άλλον τις επί μέρους αντιρρήσεις τους σε συζητημένα και αποφασισμένα ζητήματα μεταρρυθμίσεων, έχοντας και τη σχετική άδεια («επειδή είναι καινούργιοι υπουργοί, έχουν δικαίωμα να πουν τη γνώμη τους για να γίνει κάτι καλύτερο»).

Πρόκειται για εμφανή πολιτικό ελιγμό. Ας αποδεχθούμε ότι η κυβέρνηση δεν πιστεύει στην αναγκαιότητα κάποιων μεταρρυθμίσεων – άλλωστε, αυτοί που πιστεύουν σε αυτές έχουν συνηθίσει να είναι μικρή μειοψηφία. Παραμένει ωστόσο ένα κρίσιμο ερώτημα:

Αξίζει το ρίσκο;

Είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού πως η απομάκρυνση Θεοχάρη και ο ανασχηματισμός έχουν ήδη αφαιρέσει από την ελληνική κυβέρνηση αρκετούς πόντους αξιοπιστίας στους κύκλους των δανειστών. Η διαπραγμάτευση σχετικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με μία state-of-the-art λύση θα κρίνει την πορεία της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας για δεκαετίες.

Μήπως μπροστά σε μία τέτοιας σημασίας διαπραγμάτευση, η προστασία κάποιων κεκτημένων, εν όψει πιθανών εκλογών, αποτελεί επικίνδυνο ελιγμό;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News