Όταν τα «παιδία παίζει» για ανέφελα και ουδέτερα θέματα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αυτή είναι η Ελλάδα (που θα έλεγε και μια ψυχή που την κυβέρνησε οκτώ χρόνια και συνέβαλε στη σημερινή κατάσταση), έτσι παίζουν και τα πολιτικά παιχνίδια. Όταν όμως τα παιδία παίζουν για τις νεοναζιστικές ψήφους, όχι απλά υπάρχει πρόβλημα, αλλά η κατάσταση γίνεται έως και επικίνδυνη. Tα τελευταία εικοσιτετράωρα, στο προεκλογικό παιχνίδι μπήκαν έμμεσα οι ψηφοφόροι που επέλεξαν το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής. Σύντομα, το παιχνίδι πήρε χαρακτήρα βαρετών αψιμαχιών και αντιπαραθέσεων μεταξύ στελεχών της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ. Βαρετών, αλλά επικίνδυνων.
Όλη αυτή η φασαρία, προκλήθηκε για να προσελκυσθούν κάποιοι ψήφοι που στις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής πήγαν στους Χρυσαυγίτες. Αναζητώντας και την τελευταία ψήφο, κάποια κόμματα προσδοκούν και κάποιες από εκείνους που θεώρησαν καλό να πάνε σε Κασιδιάρηδες και Παναγιώταρους.
Και το γαϊτανάκι ξεκίνησε. «Δεν ταυτίζουμε τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής με την ηγεσία της», δήλωσε ο Αλ. Καλύβης του ΣΥΡΙΖΑ. Υιοθετώντας (;) προφανώς την άποψη των «παραπλανημένων ψηφοφόρων» οι οποίοι μπορούν να γυρίσουν πίσω. Και τον ακολούθησαν στην ίδια λογική άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. «Το κάλεσμα Σκουρλέτη, Καλύβη, Σακελλαρίδη, Δούρου και λοιπών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προς τους νεοναζί έπιασε τόπο», απάντησε ο Σ. Κεδίκογλου, με αφορμή και μια επιστολή ενός Χρ. Γουδή (πανελίστα σε εκπομπές του Τριανταφυλλόπουλου και όχι μόνο), υποψήφιου με το ψηφοδέλτιο Κασιδιάρη. Και δεν αρκέστηκε σ' αυτό ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης. Ταύτισε τον ΣΥΡΙΖΑ με τους ναζί! Όταν η υπερβολή δεν έχει όρια δηλαδή και ο φόβος απώλειας ψήφων είναι τόσο μεγάλος, μπορείς να φτάσεις να λες ό,τι ο Κεδίκογλου.
Ποιος ωφελείται από αυτή τη δημόσια συζήτηση, είναι κάτι παραπάνω από ορατό. Ο Κασιδιάρης και η παρέα του. Οι συζητήσεις, τρεις ημέρες πριν τις εκλογές, στρέφονται γύρω από αυτούς, αλλά όχι για μια ομόφωνη καταδίκη των ίδιων και εκείνων που τους ψήφισαν. Αλλά για να κερδηθούν εντυπώσεις και ψήφοι.
Αν είμασταν μια χώρα το πολιτικό προσωπικό της οποίας δεν θα είχε πρόβλημα να παίξει το οποιοδήποτε επικίνδυνο παιχνίδι προς άγραν ψήφων, τότε τα πράγματα θα ήταν απλά. Τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό θα διατύπωναν ομόφωνα την εξής απλή και κατηγορηματική φράση: «Δεν θέλω να εκλεγώ από φασίστες, ρατσιστές, από όσους τάσσονται εναντίον ανθρώπων επειδή δεν τους συμπαθούν. Αν εκλεγόμουν πρόεδρος της επιτροπής μόνο επειδή οι εξτρεμιστές ψήφισαν εμένα, θα παραιτούμουν από τη θέση». Τι πιο σαφές, τι πιο συγκεκριμένο, τι πιο καταδικαστικό; Ποιος το είπε; Ο πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και υποψήφιος για την προεδρία της Κομισιόν, Ζαν Κλόντ Γιούνκερ. Υποψήφιος των συντηρητικών, να θυμίσω.
Ωστόσο, δεν είμαστε μια τέτοια χώρα. Αλλά μια άλλη, όπου ο καθένας δεν ωχριά να κάνει οτιδήποτε αρκεί να επιτευχθεί η αναγκαία συλλογή ψήφων. Μια χώρα με πολιτικό προσωπικό, το οποίο αντί να καταδικάσει ωμά εκείνους που συνειδητά πια ψηφίζουν φασίστες, δικαιολογεί τους ψηφοφόρους ως παραπλανημένους ή ανυποψίαστους. Πόσες δολοφονίες πρέπει να γίνουν άραγε για να κατανοηθεί ο χαρακτήρας της οργάνωσης; Και πόσες εκλογικές αναμετρήσεις για να επιβεβαιωθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό ψηφίζει ναζιστές με απόλυτη συνείδηση;
Ειμαστε μια χώρα, με πολιτικό προσωπικό, το οποίο φτάνει στο σημείο της ακραίας χυδαιολογίας ταυτίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ με τους ναζιστές, αρκεί να κερδίσει μερικές ψήφους.
ΥΓ.: Υπάρχουν προφανώς υποψήφιοι, οι οποίοι διαχώρησαν με σαφή τρόπο τη θέση τους από το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό. Είναι και ο Καμίνης και ο Σακελλαρίδης, που προς τιμήν τους δεν έπαιξαν τέτοια παιχνίδια. Ήταν λίγοι όμως…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News