880
|

Το κουραστικό χιούμορ του Νίκου Μουτσινά

Το κουραστικό χιούμορ του Νίκου Μουτσινά

​Σάββατο, 25 Απριλίου, γύρω στις 21.15, έξω από το θέατρο «Ράδιο Σίτυ» στη Θεσσαλονίκη. Η ασταμάτητη βροχή είχε μετατρέψει το στενό της Παρασκευοπούλου σε παρακλάδι του Κηφισού. Το νερό κυλούσε με ορμή στην άσφαλτο, τα περαστικά αμάξια έκαναν λούτσα όσους στριμώχνοταν στο πεζοδρόμιο και κάτι συμπαθητικές γιαγιάδες, ήταν τόσο αγχωμένες να προστατέψουν τον κότσο κομμωτηρίου από τη νεροποντή, που σου έβγαζαν το μάτι με την ομπρέλα. Ελέω κατακλυσμού, οι ξιφομαχίες έδιναν κι έπαιρναν, ένας ηλεκτρικός εκνευρισμός είχε καταλάβει την ατμόσφαιρα. Ηλεκτρισμός που εξελίχθησε σε πανικό, μόλις τελείωσε η απογευματική παράσταση κι ο κόσμος προσπάθησε να βγει έξω. Επικίνδυνη αποστολή αλά Τομ Κρουζ. Ήταν αδύνατον.

Οι πόρτες είχαν κυριολεκτικά φρακάρει από όσους περίμεναν να κόψουν εισιτήριο για τη βραδινή και σπρώχνονταν κάτω από το υπόστεγο του θεάτρου. Ξαφνικά, μια κυρία άρχισε να φωνάζει απελπισμένη ότι πρέπει να ανοίξει διάδρομος. Ακολούθησαν έξαλλοι διάλογοι ελληνικής κουλτούρας, με γνωστές αγαπημένες φράσεις. Ασφαλής, από την είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας, παρατηρούσα με περιέργεια την κατάργηση της κοινής λογικής. Συνήθως, η μια πόρτα χρησιμοποιείται για είσοδο και η άλλη για έξοδο. Φευ! Όλοι να βγουν και να μπουν από όπου μπορούσαν. Με την ίδια περιέργεια, αυτή  δηλαδή τη μόνιμη απορία που σχηματίζεται όταν δεν κατανοείς τι βλέπεις και σταδιακά εξελίσσεται σε αμηχανία, παρακολούθησα και την παράσταση του Νίκου Μουτσινά και της Τζένης Διαγούπη «Το ΚΤΕΛ».

Μια από τα ίδια

​Από την τελευταία φορά που είχα δει τον ταλαντούχο περφόρμερ επί σκηνής, πριν τρία χρόνια στο “The show up”, ένιωσα λες και δεν πέρασε μια μέρα. Τότε, μου φαινόταν ότι προσέφερε απλόχερα γέλιο διαρκείας σε ανθρώπους που μπουχτισμένοι από την κρίση, είχαν ανάγκη να ξεσκάσουν. Τώρα, αισθάνθηκα ότι απλώς επαναλαμβάνει τον εαυτό του και επιχειρεί με την ίδια συνταγή να παράξει ανάλογο αποτέλεσμα. Οι πετυχημένοι αυτοσχεδιασμοί εκείνης της βραδιάς ενσωματώθηκαν σε ένα άνευρο σενάριο, στείρο από φαντασία, με ακατέργαστους διαλόγους που κινούνταν στα ρηχά νερά του χιούμορ. Αλήθεια, πόσο γέλιο μπορεί να προκύψει από μια οικολόγο που μάχεται για τα δικαιώματα του μονάρχιδου σκίουρου; Πόσο να γελάσεις με μια πουτάνα που πετάει συνεχώς σεξουαλικά υπονοούμενα; Ακόμη και η επιλογή ονόματος των χαρακτήρων, όπως του Ιάκωβου Πουλάκη, ήταν τραβηγμένη από τα μαλλιά για να προκαλέσει χαχανητά.

Γενικώς, το χιούμορ του Μουτσινά στην παράσταση θυμίζει τις -όχι πάντα- ευφυείς ατάκες της τηλεοπτικής του εκπομπής. Για την ακρίβεια, αποτελεί μια κουραστική κόπια, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία. Φερ᾽ ειπείν, υποδυόμενος ο ίδιος τον γιατρό Αντώνη Τόνγκα, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του πρέπει να σκοτώσουν τους επιβάτες ενός ΚΤΕΛ που βρέθηκαν στο σπίτι τους για να πάρουν τα όργανά τους, φοράει μια ξανθιά περούκα για αντιπερισπασμό. Ε, στα πρώτα δέκα λεπτά του έργου, ο κύριος άξονας του γέλιου είναι αυτή η ρημαδοπερούκα, που της αλλάζει συνεχώς θέση. «Αγάπη μου, γιατί μοιάζεις με τον Νίκο Οικονομόπουλο, όπως ήταν παλιά;», θα τον ρωτήσει η σύζυγος του, Βασιλική Ανδρίτσου, δίνοντας μια πρώτη γεύση από τη θεατρική μορφή του «Δέστε τους». Ευτυχώς τουλάχιστον που οι ύβρεις, οι οποίες κατά κανόνα αφθονούν σε τέτοιου είδους αυτοαποκαλούμενες κωμωδίες, ήταν κάπως περιορισμένες.

Ξεχειλωμένο το β΄ μέρος

​Νομοτελειακά, η υπερβολική επανάληψη παρόμοιων φράσεων -η λέξη «τζάκι», συνθηματικό με το οποίο ο γιατρός υπενθύμιζε στη γυναίκα του ότι θα την πετάξει στο τζάκι για να γλιτώσει, ακούστηκε πάνω από είκοσι φορές- και κινήσεων, όσο αστείες κι αν είναι, δεν μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή για περισσότερο από εξήντα λεπτά. Έτσι, παρότι στο πρώτο μέρος εκτυλίσσεται μια χλιαρή ιστορία, με ορισμένες καλές στιγμές, η οποία δεν σε ενοχλεί, στο δεύτερο οι ξεχειλωμένοι διάλογοι σε αναγκάζουν να κοιτάξεις το ρολόι σου. Το, κατά σύμβαση, σουρεαλιστικό σύμπαν του Μουτσινά, από (εν δυνάμει) ξεκαρδιστικό μετατρέπεται σύντομα σε αποκαρδιωτικό. Το δε τέλος, είναι τόσο προβλεπόμενο κι απογοητευτικό, όπου ο χαρακτηρισμός «ανατρεπτική» κωμωδία που διάβασα σε αρκετές ειδήσεις-κριτικές-αντιγραφές του δελτίου τύπου, φαντάζει εσκεμμένη αναίρεση των σημασιών της ελληνικής γλώσσας.

​Παρόλα αυτά, το κοινό της Θεσσαλονίκης, που στηρίζει εμμονικά τα «παιδιά» της, ακόμη και στις πιο ατυχείς στιγμές τους, χειροκρότησε δυνατά όλο τον θίασο. Φαντάζομαι, ότι πέρα από το χειροκρότημα, πρέπει να είναι μεγάλη ικανοποίηση για έναν καλλιτέχνη να ακούει το γέλιο του κοινού. Κι ο Μουτσινάς, ο οποίος ευχαριστούσε από καρδιάς τους θαυμαστές του για την εντυπωσιακή ανταπόκριση, καθ᾽όλη τη διάρκεια της παράστασης είχε απέναντί του έναν κόσμο που ανταποκρινόταν και στην παραμικρή ανοησία. «Μαίρη συγκεντρώσου γιατί θα σε γαμήσω» προστάζει εκείνος τη γυναίκα του, για να εισπράξει την καθόλου αναμενόμενη απάντηση «δεν το βλέπω να συγκεντρώνομαι…».

Αδικεί τον εαυτό του

​Με αρκετές παρουσίες στο σανίδι («Σεσουάρ για δολοφόνους»), με πρόσφατες εμπορικές επιτυχίες στο σακούλι («Τα βαφτίσια») και με ένα εύρος θεατρικών σπουδών, σίγουρα ο Νίκος Μουτσινάς δε μοιάζει με κείνους τους αμόρφωτους τηλεοπτικούς μαϊντανούς που κάνουν αρπαχτές.Σκηνοθετεί, σεναριογραφεί, υποδύεται διαφορετικούς ρόλους και με το ταλέντο του μπορεί να μεταπηδάει με ευκολία -και αξιώσεις- από το γυαλί στη σκηνή. Ωστόσο, στο «KTEΛ» μου έδωσε την εντύπωση ότι αδικεί τον εαυτό του. Όταν χρησιμοποιείς κατ᾽επανάληψη τις ατάκες από την απογευματινή σου εκπομπή για να ντύσεις ένα θεατρικό σενάριο, αν μη τι άλλο δείχνεις ότι έχεις στερέψει από έμπνευση. Και πράγματι, είναι πολύ στενόχωρο να βλέπεις ταλαντούχους ανθρώπους να ξοδεύουν το ταλέντο τους για το «εύκολο» χρήμα. Το ίδιο ισχύει και για την ηθοποιό Βασιλική Ανδρίτσου. Ως πότε θα χαραμίζεται σε ρόλους καταπιεσμένων σεξουαλικά γυναικών με πρόστυχη εμφάνιση και χυδαία λόγια;

​Από την άλλη βέβαια, υπάρχει και το κοινό. Τέτοιες παραστάσεις ζητάει, τέτοιες βλέπει. Αλλιώς, πώς εξηγείται ότι 2.000 άτομα κατέκλυσαν το «Ράδιο Σίτυ» προχθές βράδυ;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News