Όπως φάνηκε προχθές στο Ζάππειο, το τελευταίο διάστημα καλλιεργείται μια αισιόδοξη αφήγηση για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, τόσο από τις Βρυξέλλες όσο κι από το Μαξίμου. Συντονισμένη με αυτή την αφήγηση ήταν η ομιλία του Όλι Ρεν -ο οποίος, όμως, δεν παρέλειψε να τονίσει ότι τα όσα θετικά μέλλει να μας τύχουν εξαρτώνται, κατά πρώτο και κύριο λόγο, από το «αν θα διατηρηθούν τα καλά δημοσιονομικά στοιχεία».
Όπως και ενάμιση χρόνο πριν σε μια ομιλία του στο Harvard, έτσι και τώρα, η δημοσιονομική αυστηρότητα παραμένει για τον Ρεν η βασική λύση. Η ομιλία εκείνη, πλούσια σε λεπτομέρειες για τη σταδιακή ανασυγκρότηση της Ευρωπαϊκής οικονομίας, ήταν ιδιαίτερα φειδωλή σε αναφορές στην Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του 2012, βέβαια, η ύπαρξη ενός «ελληνικού πρωτογενούς πλεονάσματος» βρισκόταν somewhere over the rainbow. Εύλογο ήταν, λοιπόν, για τον Ρεν να μας επισημαίνει ότι άλλη λύση από τη δημοσιονομική λιτότητα δεν υπάρχει. Εξήρε, τότε, το έργο των Ελλήνων αξιωματούχων που είχαν εκπονήσει σχέδια προς όφελος των επιχειρήσεων (σχέδια τα οποία, όπως διευκρίνισε, βραδυπορούσαν ιδιαίτερα στην εφαρμογή τους), και τόνισε πως η Ελλάδα έχει καταβάλει πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ό,τι γράφεται στις οικονομικές στήλες του διεθνούς τύπου.
Όταν όμως θέλησε να μας δώσει συγκεκριμένα παραδείγματα για το πώς έχουν αρχίσει να βελτιώνονται οι οικονομικοί δείκτες στην ευρωζώνη, η συζήτηση στράφηκε στην Εσθονία και την Ιρλανδία. Όταν δήλωσε την προσωπική του στήριξη στην ιδέα της «επιμήκυνσης», ακόμη κι αν δεν έχουν επιτευχθεί όλοι οι συμπεφωνημένοι στόχοι, οι αναφορές του ήταν και πάλι μόνο δύο: Ισπανία και Πορτογαλία. Κι όταν του ζητήθηκε να αποσαφηνίσει τη στάση των Βρυξελλών έναντι της Ελλάδας, η χαμηλόφωνη απάντησή του ακούστηκε ειλικρινής: οι συνομιλίες (οι οποίες, ας μην ξεχνάμε ότι τον Σεπτέμβριο του 2012 είχαν παγώσει), θα επανεκκινούσαν όταν κατανοήσουν όλοι την σοβαρότητα και την ευαισθησία των ζητημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα.
Τότε μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο Ρεν θα ένιωθε πιο άνετα αν δεν χρειαζόταν να εξηγήσει στον οικοδεσπότη του, Κένεθ Ρόγκοφ, πόσο (ελάχιστα) ρεαλιστικοί είναι κάποιοι στόχοι που τίθενται από το ευρωπαϊκό κέντρο προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Κι ίσως εδώ να βρίσκεται ακόμη το όλο πρόβλημα. Η κατάσταση στη χώρα μας δεν θα αλλάξει ουσιαστικά όσο αποτελούμε κομμάτι της «περιφέρειας» στη λήψη αποφάσεων της ευρωπαϊκής πολιτικής. Όσο θεωρείται η Ελλάδα (τόσο από τους πολίτες, όσο και από κάποια κόμματα) ξένο σώμα στην Ευρώπη, δεν θα καταφέρουμε να συνδιαμορφώσουμε την ευρωπαϊκή πορεία, ούτε θα αξιοποιήσουμε στο μέγιστο τις δυνατότητες που παρέχει η μετοχή μας στην ευρωπαϊκή κοινότητα προς όφελός μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News