958
|

Ο Έλλην γονείς

Ο Έλλην γονείς

Όταν ξύπνησα ανήμερα των Φώτων, παίδες μου αγαπημένοι, ένιωσα μια θολούρα εγκεφάλου, ένα ψυχικό μαύρισμα, ένα πνευματικό αποπροσανατολισμό. Έριξα νερό στα μούτρα μου. Ήταν κρύο σαν κώλος Εσκιμώου. Έπιασα τα καλοριφέρ. Κρύα σαν μπούτι νεκρού. Απελπισία με κατέλαβε. Άρπαξα λοιπόν το λάπτοπ και πήρα τους δρόμους να βρω ένα καφενείο με ζεστούλα και λίγο κόσμο να γράψω το κομμάτι της Παρασκευής.

Δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ. Το εντόπισα το μαγαζάκι, τελικά. Πράσινοι τοίχοι, τέρμα ζέστη και μόνο δυο πελάτισσες μέσα. 50something, παχουλές (είδα μια φέτα λίπους να δραπετεύει πάνω από το Σπάντεξ), ευλύγιστες (είδα το σακ βουαγιάζ με τα σύνεργα του πιλάτες), ξανθές (είδα τη μαύρη ρίζα). Πίναν καταπράσινο τσάι και συζητούσαν (ΤΙ ΑΛΛΟ;) για τα παιδιά τους. Η μία είχε μια κόρη που την αποκαλούσε με το κωδικό όνομα Ηλίθια (Άγιο Πνεύμα μου, μη με αφήσεις να ταυτιστώ) και η άλλη έναν γιο που προφανώς τον λένε Μανώλη αλλά αυτή επέμενε να τον αποκαλεί Εμμανουήλ. Ήταν που λέτε σκυμμένες η μία πάνω στην άλλη και έβγαζαν τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των παιδιών τους στον αέρα με μια τέτοια αγωνία στα μούτρα που αρχικά νόμισα πως μοιράζουν τις last but not least μίζες από το υπουργείο Στρατιωτικών. Η Ηλίθια μάλλον ήταν σε καλύτερη φάση γιατί η μάνατζέρ της το είχε βουλώσει και άκουγε τη μάνατζερ του Εμμανουήλ που ήταν στο προσωπικό της Κανάβεραλ έτοιμη για εκτόξευση

ΜΑΝΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ= Ανοίγω που λες την πόρτα ξαφνικά με μια πορτοκαλάδα στο χέρι και καλά και τι βλέπω, Μένη μου;

ΜΑΝΑ ΗΛΙΘΙΑΣ= Τι;

ΜΑΝΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ= Είχε κολλήσει τη μούρη του στο κομπιούτερ και το φιλούσε. Ο Ανώμαλος! Το ζζζζζώον!

ΜΑΝΑ ΗΛΙΘΙΑΣ= Θεός φυλάξοι! Τι φιλούσε, καλέ;

-Αυτό ρώτησα κι εγώ. Τι φιλάς, βρε ζζζζζζώον; (να σημειωθεί εδώ ότι έτσι όπως το πρόφερε το ΖΖΖΖΖΖΖΖ έφτανε για τουλάχιστον 3 ζώα) Το μηχάνημα φιλάς; Κοκκίνισε ο δικός σου, πρασίνισε και τσακίστηκε να μισοκλείσει να μη βλέπω. «Άσε μας, ρε μαμά, που το φιλάω. Κοιτάω να δω πού κόλλησε η οθόνη». Αλλά αγαπάει ο θεός τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη, Μένη μου. Πριν προλάβει ο Εμμανουήλ να με διώξει απ΄ το αχούρι του ακούγεται μια φωνή μέσα από το μηχάνημα: «Που είσαι, ρε μωρό; Τι έπαιξε τώρα; Πάλι έκανε ντου η Μίνι Μάους;». Το πουτανάκι ήταν, κατάλαβες; Αυτή φιλούσε το ζζζζζζώον! Κόκαλο τώρα το ζζζζζζώον! «καλά, βρε ζζζζζζώον», του λέω, «άρχισες να φιλάς και τα μηχανήματα τώρα; Εκεί σε καταντήσανε οι παρέες σου; Και επιτρέπεις να αποκαλούν τη μάνα σου "μίνι μάους"; «Τον πατέρα μου εννοούσε», μου κάνει το ζζζζζώον. Τι της είπε, ρε ζζζζώον; Της είπες για την πυτζάμα του τη χριστουγεννιάτικη της Ντίσνεϊ; τα εν οίκω μη εν δήμω, βρε, που κάθεσαι και φιλάς οθόνες. Τι να περιμένω τώρα εγώ σα γονείς, βρε ζζζζώον; Να αρχίζεις να χουφτώνεις τη χούβερ;».

-Δε φιλούσα μηχάνημα, ρε νουμπά, η Γιωργιάνα ήτανε, μου λέει. Και μου το λες για καλό αυτό, βρε ζζζζώον; του κάνω. Δεν είπαμε ότι θα το κόψεις αυτό το ξέκωλο πια; Τι δουλειά έχει η γυμνάστρια η περπατημένη με την ιατρική, αγόρι μου; Εσύ θα βγεις μια μέρα γιατρός, χειρουργός. Είναι αυτή η νύφη που ονειρεύεται ο Έλλην γονείς;

«Τι νύφη και μαλακίες», μουρμούρισε το δικό μου το ζζζζώον. «Παρέα κάνουμε».

«Να τη χέσω εγώ τέτοια παρέα. Ξέρεις τι έλεγε ο μακαρίτης ο παππούς σου; Πες μου με ποιον κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι, βρε ζζζζζώον». Δεν σου ‘δωσε ο πατέρας σου εκατό ευρώ προχτές να βγεις έξω να την ξεχάσεις τη σκροφίτσα και να συγκεντρωθείς στα μαθήματα; Πώς θα τελειώσεις εσύ, αγόρι μου, ιατρική; Με τα φιλιά; Ποιον κοροϊδεύεις, αγόρι μου; Εγώ να το ξέρεις πάντως, Εμμανουήλ. Σηκώνω τα χέρια ψηλά! Τι να κάνει πια ο Έλλην γονείς μέσα στη μαύρη την κρίση που τόνε βρήκε αν και το παιδί δεν συνεργάζεται; 7 χρόνια σκάβω σαν είλωτας, και να οι πορτοκαλάδες, να τα βιολογικά τα φρούτα και τα κρέατα από την Ήπειρο, τα ντόπια, και να τα σύρε έλα με το αυτοκίνητο στα φροντιστήρια και στα κολυμβητήρια. Λάστιχο έγινα, Εμμανουήλ, για να σε βλέπω μια μέρα και να λέω "Να τι έκανες, Μίτση, οι κόποι σου δεν πήγαν χαμένοι, κοπέλα μου, έκανες παλικάρι που θα πιάσει τη ζωή και θα τη στύψει σα λεμόνι"».

«Εγώ δεν θέλω να στύψω ούτε τη ζωή ούτε τίποτα», είπε το ξινό. «Δε μ’ αρέσουν οι χυμοί».

Τότε ετοιμάσου να σε στύψει αυτή, ζζζζζζζώον, ε ζζζζζώον. Γιατί έτσι είναι η ζωή, ή τη στύβεις εσύ ή σε στύβει αυτή. Το είπε και ο ψυχολόγος, καλέ, πώς τον λένε, όχι, σεξολόγος είναι, αχ, πως τον λένε, που κουράριζε και τον Παπανδρέου επί Λιάνη, αυτός ο κάπως νόστιμος καλέ, κατάλαβες τώρα, αυτός. Τον είχε καλεσμένο η Τατιάνα και είπε τρομερά πράγματα. Μέσα από τη ζωή.

Τότε σηκώνομαι από την καρέκλα μου, παίδες μου αγαπημένοι, και πλησιάζω τις κυρίες. Σκύβω πάνω από τη Μίτση και της λέω: "Κυρία Μίτση, η Τόνια είμαι, πηγαίναμε στον παιδικό μαζί με τον γιο σας, τον Μανωλάκη".

-Εμμανουήλ, με διορθώνει ψυχρά και επιφυλακτικά αυτή.

-Μάλιστα, αυτόν. Και τώρα σας είδα και σας γνώρισα. Ίδια είστε. Αναλλοίωτη. Μπορείτε να μου δώσετε το τηλέφωνο του Εμμανουήλ γιατί ετοιμάζουμε ένα ρεγιούνιον και θέλω να τον καλέσω;

-Πως σε λένε, χρυσό μου; ρώτησε κολακευμένη τώρα η κυρά Μίτση.

-Τόνια Γεωργιάδου. Που ο μπαμπάς μου έχει την εξαγωγική βιομηχανία μετάλλων…

-Μετάλλων, ε; Μπράβο. Και τι σπουδάζεις εσύ;

-Αεροναυπηγός. Τελείωσα. Τώρα κάνω διδακτορικό στο μάτι του ρομπότ στο MIT.

-Του ρομπότ, ε; Μπράβο, κορίτσι μου. Μπράβο, αγάπη μου. Λοιπόν, γράφε το νούμερο και πάρ’ τον τώρα. Σπίτι είναι.

Η κυρία Μίτση υπαγόρευε το νούμερο κι εγώ έγραφα. Μετά την ευχαρίστησα, τη συμβούλευσα να μην αλλάξει την απόχρωση 234 ξανθό σαντρέ της Λορεάλ γιατί της κόβει γύρω στα 34 χρόνια και ξαναγύρισα στο τραπεζάκι μου. Ξανάνοιξα το κινητό κι έστειλα ένα επείγον SMS στον άγνωστο σύντροφο Μανώλη:

«Φύγε και σβήσε πίσω σου τα ίχνη. Ο Έλλην γονείς είναι αμείλικτος. Μια αεροναυπηγός»

Μανωλάκη, αν δεν έγινες ακόμα Εμμανουήλ, ελπίζω να με λαμβάνεις.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News