771
|

Οικογενειακό τραπέζι: αλληλοφαγωθείτε!

Οικογενειακό τραπέζι: αλληλοφαγωθείτε!

Ήταν ξημέρωμα, ανήμερα των Χριστουγέννων, δηλαδή γύρω στις 2 το μεσημέρι. Εκεί που κοιμόμουνα ωραία και καλά, παίδες μου αγαπημένοι, και ονειρευόμουνα ψητά καραμελωμένα γουρουνόπουλα σερβιρισμένα από ημίγυμνα γκαρσόνια ημιντυμένα ελφ, ένα κουδούνι τηλεφώνου (Μαρίμπα) κατέστρεψε την ουράνια αρμονία μου. Στην αρχή το καλά εκπαιδευμένο υποσυνείδητό μου πήγε να το αγνοήσει. Έβαλε το ένα ελφ, το ωραιότερο, να μου χώνει ένα κάστανο γλασέ στο στόμα και να μου ψιθυρίζει λάγνα στο αυτί: "καλύτερα να μασάς παρά να απαντάς στο τηλέφωνο τέτοιες μέρες". Του χαμογέλα στα βουβά και ζήτησα με τα μάτια λίγο έξτρα πουρέ γλυκοπατάτας με μπέικον (ναι, παίδες μου, πεινούσα σαν τρελή γιατί ρεβεγιόν έκανα στο περίπτερο έξω απ’ το σπίτι μου πίνοντας μπύρες με κάτι μούρες της γειτονιάς. Περάσαμε τζάμι αλλά το μόνο φαγώσιμο που έπαιζε ήταν κάτι τυρογαριδάκια που πρόσφερε ο περιπτεράς ο Χρήστος, ο λεγόμενος και large, για τη γιορτή του)

Η πραγματικότητα όμως είναι αμείλικτη, αγαπημένοι μου, σας το λέω εγώ η φιλόσοφερ. Δε πα να ταμπουρώνεσαι εσύ στη χώρα που ποτέ -ποτέ, αυτή θα έρθει με το έτσι θέλω, θα σε κουτουλήσει και μετά θα σε ρωτάει με εκνευριστική φωνή τύπου Κατερίνας Παπακώστα: Πότε; Πότε; (θα βρεις κανονική δουλειά, θα φορέσεις κανονικά ρούχα, θα αποκτήσεις κανονική συμπεριφορά, whatever). Με λίγα λόγια το τηλέφωνο ξαναβάρεσε. Για να είμαι ακριβής βαρούσε επί 7 λεπτά (τα μέτρησε το ημίγυμνο ελφ που με τάιζε. Δυστυχώς με κάθε χτύπημα του γαμοτηλεφώνου το ελφ γινόταν ασχημότερο, οι κοιλιακοί του γινόταν πατσόκοιλα και η μούρη του έμοιαζε με του Βύρωνα Πολύδωρα στην αντιστασιακή βερσιόν του). Τελικά ένα ΤΙΘΕΛΕΤΕΑΠΤΗΖΩΗΜΟΥΓΑΜΩΤΟΚΕΡΑΤΟΜΟΥΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ αντήχησα στον αέρα και το χέρι μου έπιασε το κινητό απ’ το κομοδίνο. Το μοιραίο λάθος είχε γίνει.

-Εμπρός, μούγκρισα

-Τσακίσου σήκω, πλύσου, ντύσου κι έλα σπίτι. Είμαστε μαζεμένοι και σε περιμένουμε. (Ναι, ναι, σωστά μαντέψατε. Η μάνα-τζερ ήταν. Κανένας άλλος δεν χρησιμοποιεί τόσες μαζεμένες μονολεκτικές διαταγές μαζί! Κανένας άλλος δεν βάζει το ρήμα ΤΣΑΚΙΣΟΥ πριν από όλες τους ώστε να τις κάνει ακόμα πιο διαταγές)

-Ποιοι;

-Η οικογένειά σου, ποιοι; Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή. Μόνο τα ζώα κάνουν μόνα τους Χριστούγεννα

-Χέστηκαν τα ζώα για τα Χριστούγεννα

-Ε, γι' αυτό τα λένε ζώα.

-Δεν μπορώ. Νυστάζω.

-Τι θα πει νυστάζεις; Κι εμείς νυστάζουμε.

-Α, ωραία. Πάμε για ύπνο όλοι.

-Ας’ τα λόγια και τσακίσου στο μπάνιο. ΤΩΡΑ! Σε μισή ώρα σερβίρω!

(Αυτό το "τσακίσου" μου το βάζανε πάντα πριν από κάθε οδηγία από τότε που ήμουν 2 ετών. Τσακίσου πλύνε τα χεράκια σου. Τσακίσου φέρε το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Τσακίσου να φιλήσεις τη γιαγιά. Οπότε κάθε φορά που το ακούω ένας μυστήριος μηχανισμός υποταγής ξεπηδάει μέσα από τον πυρήνα του ανώμαλου χαρακτήρα μου. Τσακίζομαι να φιλήσω τη γιαγιά, τον γείτονα, και την Κατερίνα Παπακώστα να μου έφερνες εγώ θα τη φίλαγα. Τι να πει κανείς… Άλλοι έχουν το μίσελτοου, εγώ το ΤΣΑΚΙΣΟΥ)

Πετάω, που λέτε, το γαμοκινητό στο πάτωμα, βγάζω ένα πόδι, βγάζω άλλο πόδι, ξαναβάζω πόδι, ξαναβγάζω πόδι και τελικά ορθώνω το ανάστημά μου. Σέρνομαι ως το μπάνιο, κοιτάω στον καθρέφτη και φρικάρω. Το μάτι ήταν κόκκινο, η μύτη μου έτρεχε, το μαλλί μου απ΄ την υγρασία στο περίπτερο είχε γίνει τζίβα. Σαν την Τζάνις Τζόπλιν ήμουνα στο πιο ατάλαντο. Τες πα. Τσακίζομαι, κάνω ένα ντους με κρύο νερό (ο καργιόλης ο θερμοσίφωνας που θέλει 20 ευρώ κάθε φορά που τον ανάβεις με κατάντησε πόλαρ μπέαρ), ρίχνω κάτι πάνω μου (τα χτεσινά που ήταν πεταμένα στο πάτωμα) και βγαίνω στον δρόμο. Μετά από 2 λεωφορεία και ένα μετρό έφτασα στη γαμομεζονέτα και βάρεσα το κουδούνι. Μου άνοιξε η μάνατζερ ντυμένη στα κόκκινα. Στο χέρι της κρατούσε ένα μαχαίρι. Στο κεφάλι της φορούσε ένα ζευγάρι κέρατα τάρανδου.

-Καλώς το κοριτσάκι μου, είπε κουνώντας το μαχαίρι.

-Τι έγινε, ρε μάνα; Κάποτε σου τα φοράγαν τα κέρατα, τώρα τα φοράς από μόνη σου;

(παράλληλα έκανα κι ένα βήμα πίσω μήπως γίνει κάνα λάθος με τη μαχαίρα)

-Σκάσε, θα σ’ ακούσει ο πατέρας σου, μου είπε συνωμοτικά.

-ΤΙΙΙΙΙΙ;;;;; Έχεις καλέσει και τον πατέρα μου; Γιατί; Είναι ετοιμοθάνατος;

-Πού τέτοια τύχη…

-Είσαι συ ετοιμοθάνατη;

-Α, πού να φας τη γλώσσα σου, κωλόπαιδο!

Φρίκαρα τελείως. Να ξέρεις εγώ θα είμαι η ετοιμοθάνατη. Αυτοί οι δυο είχαν να κάτσουν σε χριστουγεννιάτικο τραπέζι μαζί πριν ακόμα εφευρεθούν τα Χριστούγεννα.

-Ήρθε; Ακούστηκε πίσω μας η φωνή του ντάντυ μου ντουέτο με τη βραχνή φωνή μιας Σβετλάνας. 

-Τι σκατά γίνεται δω, ρε μάνα; Σε ρήμαξε το κρίστμας σπίριτ; Γιατί έκανες αμέρικαν μπαρ το σπίτι;

Το μάτι της άστραψε επικίνδυνα. Χαμήλωσε και άλλο τη φωνή και μου σφύριξε…

-Σκάσε, υπάρχει λόγος. Άκου με προσεκτικά και τσακίσου να βοηθήσεις.

(Η συνέχεια στο επόμενο, παίδες. Μην παιδεύεστε, δεν πρόκειται να το βρείτε το τι σχεδίαζε το δολοπλόκο μυαλό της μάνατζερ. Ένα μόνο θα σας πω: Η κυρία αυτή θα μπορούσε να είναι σεναριογράφος στο Sopranos – για να μην πω αδερφή του Τόνυ, ο θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News