670
|

Requiem

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 14 Δεκεμβρίου 2013, 01:18

Requiem

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 14 Δεκεμβρίου 2013, 01:18

Requiem

Τέλη Γενάρη, Κυριακή, είχε έρθει απ’ το πρωί η κολλητή στην γκαρσονιέρα. Μια σταλιά το καινούριο πρωτόγνωρο σπίτι στον ακάλυπτο της Ασημάκη Φωτήλα – όλο κι όλο ένα δωμάτιο μ’ ένα στρώμα στο πάτωμα, μπάνιο, κουζίνα, μπαλκονάκι. Πώς γίνεται σε τριανταεφτά τετραγωνικά να χωρά τόση ερημιά, ακόμα δεν το ’χε καταλάβει – πάντως η μοναξιά τα βράδια έδιωχνε τον ύπνο.

Ήπιανε με την κολλητή τρεις τσανάκες καφέ, είπαν κουτσομπολιά, ακούσαν μουσικές, γελάσανε. Σαν να ‘φυγε η μαυρίλα η Κυριακάτικη, κληροδότημα του σχολείου και της μαύρης Δευτέρας – σαν να μεταμφιέστηκε. Μα ήταν χειμώνας, και στις τέσσερις σκοτείνιασε, και στις πέντε η κολλητή πήρε την άγουσα: είχε σπιτικό και άντρα να φροντίσει, την περίμενε αλλού μια αγάπη πιο σημαντική. Σκέφτηκε, μες στην ξαφνική ερημιά: Οι φίλοι το βράδυ κοιμούνται στα σπίτια τους. Κι αποφάσισε να βγει να ερωτευτεί.

Είχε ξυπνήσει πάλι, αλλού, σ’ άλλη ζωή, μικρό παιδί χρονώ 23 με χανγκόβερ από πάρτι, στόμα τσαρούχι, κι αγγαρεία/εκδούλευση Κυριακάτικη στο μαγαζί της μάνας, για χαρτζιλίκι μα πιο πολύ από ευσυνειδησία. Για έρωτα ούτε που το σκεφτόταν μες στον απόηχο της γλυκιάς χτεσινής παραλυσίας. Μα στα μισά του σκοτεινού απογεύματος βαρέθηκε, μπήκε στο ίντερνετ να χαζολογήσει. Κουβέντα ήθελε, παρέα ήθελε; Ποιος ξέρει; Το θέμα είναι πως πιάστηκε στην ξόβεργα του έρωτα, τσακ, σαν την μπεκάτσα.

Μεγάλη αγωνία απ’ την άλλη οθόνη. Δέος μπροστά στη νεότητα, την ομορφιά, την ευγλωττία και την οξύνοια· πώς κρατιέται μ’ αλυσίδες άνθρωπος που περιέχει τη σπίθα της σωτηρίας σου; Συνταγή, αν υπάρχει, ποτέ δεν την έμαθε. Ξέρει μονάχα ν’ ανοίγει τα χαρτιά όλα μαζί, κι ας είναι τρομαχτικά, και να λέει με σημασία απ’ την πρώτη στιγμή που θα νιώσει το έδαφος στιβαρό: Έλα σε μένα.

Ραντεβού οχτώμισι μ’ εννιά στην πλατεία Εξαρχείων. Έξω απ’ το Wunderbar, που έκτοτε ευλογήθηκε, έγινε για το ζευγάρι οι Άγιοι Τόποι τους, ο καναπές επάνω σαν τον Πανάγιο Τάφο. Και μην πάει ο νους σας σε βλασφημίες και μακάβρια: απ’ τον εν λόγω τάφο υποτίθεται αναστήθηκε το κορμί της σωτηρίας. Εκεί πάνω λοιπόν, χριτς-χρατς τα φερμουάρ τα χειμωνιάτικα, σοκολάτα με γεύση καρύδα το παιδί, τζιν τόνικ η Ερημιά κι η Άβυσσος, μπας και φωτίσει και φύγει το νεύρο κι ο κόμπος στον λαιμό.

Κουβέντα υποτυπώδης, μ’ υποτίτλους που λένε τα ουσιώδη κι αμήχανα, σαν τη στιχομυθία Άλβι Σίνγκερ κι Άννι Χολ στην ταράτσα. Η κινηματογραφική αναφορά αναγκαία, καθ’ όσον στα τρία τέταρτα, όταν πια το ευκόλως εννοούμενο Πότε θα γαμηθούμε για να δούμε αν πρόκειται όντως για θησαυρό ή γι’ απογοήτευση; πήρε μορφή κουίζ για σινεφίλ. Μην ξέροντας η Ερημιά κι η Άβυσσος πώς να το πει το Σε θέλω – γιατί όταν οσμιζόμαστε την ευτυχία τρομάζουμε, εύλογα – έριξε άδεια να πιάσει γεμάτα, με το ρίσκο να μη λάβει απάντηση. «Θυμάσαι την τελευταία ατάκα στο Eyes Wide Shut;» ρώτησε την Πιθανότατη Ευτυχία. «Νομίζω πως αυτό πρέπει να κάνουμε τώρα.»

Όπερ κι εγένετο, κι ήτο το θαύμα των θαυμάτων κι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ και ο παραλυτικός της Καπερναούμ που σηκώθηκε κι έτρεξε τα 100 στο Σίντνεϊ.

Και πέρασαν οι μέρες-δευτερόλεπτα και μπήκε ο κουτσοφλέβαρος και σφίξανε τα κρύα και γέμισαν άξαφνα ζωή τα τριανταεφτά τετραγωνικά στον ακάλυπτο, έγινε το στρώμα στο πάτωμα κλίνη αυτοκρατορική, η βραδινή αγρύπνια εξαφανίστηκε και πήρε μαζί της τον φόβο, τη λύπη, την αυτολύπηση. Αν ζούσαν όλοι οι άνθρωποι αυτό το δεκαπενθήμερο, μονολογούσε η Πρώην Ερημιά και Άβυσσος, δε θα γίνονταν ούτε πόλεμοι ούτε σφαγές, και πιθανώς να ‘χε κερδίσει το ανθρώπινο γένος την αθανασία.

Κι ήρθε η παραμονή του Αγίου Βαλεντίνου κι έπιασε κείνος ο τρομερός χιονιάς κι έγινε η Αθήνα πάλλευκη. Και το πρωί στις δεκατέσσερις, με τα φρεσκοκομμένα κλειδιά, ο Έρωτας μπήκε στην γκαρσονιέρα και με ξύπνησε.

Μου ’χε φέρει το πρώτο νομίζω δώρο: μιαν εξαίσια ηχογράφηση του Requiem του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ με τη Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τον Κάραγιαν. Ακούσαμε μαζί νομίζω μέχρι το τέλος της μουσικής διά χειρός του κολοσσού μακαρίτη – ίσαμε το Lacrymosa, τόσο αντέξαμε, και μετά προέβημεν σε παραδοσιακούς εορτασμούς.

Και πάλι ωστόσο, παρακαλώ, μην πάει ο νους σας σε μακαβριότητες. Requiem θα πει ανάπαυση. Και τι είν’ ο Έρωτας με κεφαλαίο έψιλον αν όχι οριστικός, λυτρωτικός αναπαμός;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News