Το πρώτο νανούρισμα μου το τραγούδησε πριν καν αποκτήσω ακοή: «Πόσο σ’ αγαπώ, πουλάκι του δρόμου…». Κι όσο μεγάλωνα μέσα της, και φούντωνε σαν έρωτας η αγάπη της, τα βράδια έπιανε τα «Λιανοτράγουδα» απ’ τον «Μεγάλο Ερωτικό», λες και περίμενε να κάνω δεύτερη φωνή μέσα απ’ τη φωλίτσα του κορμιού της. Κι άλλοτε πάλι ξεστράτιζε σε ξένο ρεπερτόριο, και χαϊδεύοντας την κοιλιά της ώσπου να καταλαγιάσω και να συγχρονιστεί το καρδιοχτύπι μας, μου τραγουδούσε σιγανά σουξέ του Τζο Ντασέν που τον λάτρευε με καψούρα εφηβική.
Έτσι κι όταν πια βγήκα στην έξω ζωή, και πριν ακόμα μάθω να προφέρω τη λέξη «μουσική», την αποζητούσα, δείχνοντας το πικ-απ και ζητώντας επιτακτικά ν’ ακούσω και να ξανακούσω τραγούδια των ABBA και των Boney M, αλλά κι αυτά που ήταν γνώριμα στην καρδιά μου δίχως να το γνωρίζω, όπως το «Παποράκι», το «Δελφινοκόριτσο» και το «Πουκάμισο το θαλασσί».
Και ήρθαν τα χρόνια του νηπιαγωγείου και του δημοτικού, και οι δόλιοι γονείς έπρεπε να υπομένουν τη φωνή μου, διαπεραστική σαν της φλογέρας, να λέει χωρίς διακοπή εκατό φορές τις καινούργιες μελωδίες που μ’ είχανε μαγέψει, τον «Κυρ Αντώνη» (που τον φανταζόμουν σαν τον παππού μου τον Θωμά, κι άλλο τόσο τον αγαπούσα) και το «Γεια σου, κύριε μενεξέ», με τη θεόρατη μέλισσα και το χαμένο όνειρο. Για να μην πούμε τι γινότανε σε κάθε εθνική εορτή, που για βδομάδες έπειτα το σπίτι αντιλαλούσε απ’ τα άσματα του πολέμου και της νίκης, μέχρι που ο πατέρας έφευγε τρέχοντας να πάει στο ιατρείο και να βάλει τον τροχό να δουλεύει στο φουλ μπας και ησυχάσει το κεφάλι του, και η μάνα φόραγε τα ακουστικά κι έβαζε τέρμα το «Ο χάρος βγήκε παγανιά», μέχρι να βραχνιάσω και να κουραστώ και να ξεραθώ στον καναπέ, σιγοτραγουδώντας ακόμα το «Κορόιδο Μουσολίνι» και το «Εμείς οι μαύροι κλέφτες».
Τότε ήταν που απόκτησα, ως δώρο ανεκτίμητο στα έκτα μου γενέθλια, το πρώτο μου αρμόνιο – κι ευθύς αμέσως, μαθαίνοντας με το αυτί να παίζω τα κομμάτια που με μάγευαν (σαν διασταύρωση τζουκ-μποξ με μαϊμουδάκι που χτυπά τα μικροσκοπικά του κύμβαλα), άρχιζα να παίρνω παραγγελιές: «Πιάσε, ρε Τρίλο, το "Εφτά τραγούδια θα σου πω",» ή «Πεθύμησα ν’ ακούσω το "Πού θα πάει"» ή, ακόμα πιο συχνά, το «Ας κρατήσουν οι χοροί», που μου προκαλούσε ξέφρενο ενθουσιασμό κι ανατριχίλα συγκίνησης. Και δώστου να παίζω, με ετοιματζίδικο ρυθμό μα με πάθος αυθεντικό κι ευγνωμοσύνη, διότι είχα καταλάβει, έστω και διαισθητικά, ότι η μουσική διέθετε δυνάμεις σχεδόν μαγικές: μπορούσε όχι μόνο να οδηγήσει τη μάνα μου σε μερακλώματα που τη μεταμόρφωναν σε κοπελίτσα που τραγουδά μαζί με τα πρώτα της δισκάκια, αλλά και να φέρει ομόνοια κι αρμονία σ’ ένα σπιτικό όπου η ανταλλαγή πυρών μεταξύ των γονέων ήταν στην ημερησία διάταξη. Όπως τα ζωντανά στο άκουσμα της λύρας του Ορφέα μερεύαμε όλοι.
Και να κυλάνε τα eighties, με τη μάνα να υιοθετεί τη φρικαλέα κι εξαίσια ενδυματολογική αισθητική της εποχής, και φορώντας μακό με βάτες και με το μαλλί σαλάτα σγουρή απ’ την περμανάντ να ακούει στο γουόκμαν Madonna, Michael Jackson, Pet Shop Boys, Bonnie Tyler, Cyndi Lauper και κασέτες γραμμένες στο δισκάδικο της γειτονιάς που περιείχανε τα νιάτα της: Beatles, Christophe, Simon & Garfunkel, (στο “Boxer” πάντα την έπιανε κλάμα), Bee Gees κι όλα τα παθιάρικα, και ύστερα στις ατέλειωτες και ηδονικές αμαξάδες ως το Μπαξέ-Τσιφλίκι και την Αγία Τριάδα τα ίδια τραγούδια να παίζουν λούπα στο κασετόφωνο του παλιού καφέ Σιτροέν, μεταφέροντάς με μέσα απ’ την άχρονη οδό της μουσικής σε εποχές πρωτύτερες της ύπαρξής μου, όταν οι γονείς μου ήταν δυο νέα παιδιά ερωτευμένα που βγαίναν για βερμούτ και χορό μέχρι πρωίας.
Κι όταν πια μπήκα στην εφηβεία, κι απόκτησα το πρώτο μου CD player, άρχισε το μουσικό ξεσάλωμα: μερόνυχτα να ακούω το “No Need to Argue” των Cranberries, τα θεόπνευστα soundtrack του Nyman και του Preisner, τον ώριμο Χατζιδάκι της «Πορνογραφίας» και της «Οδού Αθηνάς», που μαγεμένος ανακάλυπτα, καθώς και, δειλά-δειλά, και με πρώτο οδηγό τον Σούμπερτ (έτερο κόλλημα της μάνας, που εξακολουθούσε να είναι η βασική μου επιρροή, ο Βορράς στην πυξίδα της καρδιάς μου) οι πρώτες εξορμήσεις στον ασύλληπτο πλούτο της «κλασικής» μουσικής. Τώρα πια μπορούσα να γράφω κασέτες χωρίς να ’χω ανάγκη τα ραδιόφωνα και τους παραγωγούς που διέκοπταν τα κομμάτια πάνω στο καλύτερο, κι αυτές τις κασέτες (πολλές φορές με το ίδιο κομμάτι γραμμένο στο τέλος της μιας πλευράς και στην αρχή της επόμενης, για να μπορώ να τ’ ακούω δυο φορές απανωτά χωρίς τη μανούρα του rewind) τις έλιωνα στο κασετόφωνο του προϊστορικού Zastava του παππού μου, στο τιμόνι του οποίου είχα γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της Σαλονίκης, έχοντας σπάσει κάθε ρεκόρ κουτουλήματος σε αμάξια, δέντρα, κάδους και λοιπά εμπόδια στο παρκάρισμα, διότι απ’ τη μια δεν την είχα καθόλου την όπισθεν (θυμόμουν και τον παππού μου αγανακτισμένο να λέει: «Γιατί ωρέ, προς τα πίσω θα πηγαίνω για να μάθω να κάνω όπισθεν;») κι απ’ την άλλη άντε να συγκεντρωθείς στην οδήγηση όταν την ίδια ώρα τραγουδάς με στεντόρεια φωνή το “Zombie” ή το «Ο ταχυδρόμος πέθανε» (σημαδιακό, γιατί είχα κουτουλήσει και σε κουτί των ΕΛΤΑ).
Κι απ’ το ξημέρωμα του 2003 μέχρι και σήμερα, μεσολάβησαν αναρίθμητες μουσικές καψούρες, απ’ τη «Λάμψη του Φεγγαριού» της Πασπαλά και το “Life in Cartoon Motion” (το πρώτο άλμπουμ του λατρεμένου μου Mika), μέχρι το “Confessions on a Dance Floor” (που το ’χω χορέψει στο Βερολίνο μέχρι τελικής πτώσης όταν πρωτοβγήκε), το soundtrack του “Oldboy” και το “Bad Romance” της Lady Gaga, με το οποίο είχα φάει τέτοιο κολοσσιαίο σκάλωμα, ώστε το Κουτάβι είχε αρχίσει να με απειλεί με αποχή από τα συζυγικά καθήκοντα αν δεν σταματούσα τους λαρυγγισμούς και τις στριγκλιές.
Θα προσέξατε ίσως τη χρονιά: 2003. Τυχαία; Διόλου. Γιατί από τότε μετρώ τα χρόνια και τους δίσκους και τα υπέροχα τραγούδια που δεν πρόλαβα να μοιραστώ με τη μητέρα μου, στην οποία χρωστάω την παθολογική μου αγάπη στη μουσική. Κι ενώ ο πανδαμάτωρ χρόνος όντως κάνει τη δουλειά του από ένα σημείο και πέρα, ακόμα και τώρα, όταν καμιά φορά κάθομαι αξημέρωτα κι ακούω κάτι που με καθηλώνει, γυρνώντας την καρδιά στον πρώτο εκείνο ενδομήτριο χτύπο της, με πιάνει ένα σαν παράπονο, ένα γαμώτο.
Κι όσο παράξενο κι αν φαίνεται, δεν είναι τα συγγραφικά μου κατορθώματα (λέμε τώρα) που θα ’θελα να μοιραστώ με το Κατερινάκι, αν η ζωή μας χάριζε μια τελευταία βραδιά μαζί, αλλά όλα ετούτα τα κομμάτια που ξέρω πως θα λάτρευε, μαζί με τα παλιά κι αξέχαστα, που λέγαμε ντουέτο όπως στα «Τραγούδια της χθεσινής μέρας»: το «Έλα μαζί μου», το «Παλιό Ρολόι», το «Όχι, δεν πρέπει».
Ιδίως αυτό το τελευταίο. Τόσα χρόνια, βλέπεις, κι ακόμα να συναντηθούμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News