696
|

Οι θείοι σου οι Χρυσαυγίτες

Σπύρος Σεραφείμ Σπύρος Σεραφείμ 25 Σεπτεμβρίου 2013, 01:05

Οι θείοι σου οι Χρυσαυγίτες

Σπύρος Σεραφείμ Σπύρος Σεραφείμ 25 Σεπτεμβρίου 2013, 01:05

Πας μια επίσκεψη σε θείους σου που έχεις να τους δεις πολύ καιρό. Λέτε τα νέα σας και πιάνετε πολιτική συζήτηση. Και ανακαλύπτεις ότι είναι Χρυσαυγίτες…

Έχεις να δεις τους θείους σου μάλλον από κάποιον γάμο μέσα στην οικογένεια, ίσως από τότε που παντρεύτηκε ο ξάδερφός σου. Ή εσύ. Χρόνια σε «έψηναν» να πας από το σπίτι τους, τελευταία φορά που είχες πάει ήταν τότε που παρουσιαζόσουν στον στρατό και ήθελαν να σου δώσουν χαρτζιλίκι, «για τα πρώτα σου έξοδα, τιμή σου που θα υπηρετήσεις τη θητεία σου». Ή, αν είσαι γυναίκα, από τότε που «πέρασες στο πανεπιστήμιο, αλλά να προσέχεις μην μπλεχτείς με τίποτα Αριστερούς». Πηγαίνεις, λοιπόν…

Αφού περάσουν τα πρώτα αμήχανα λεπτά -τα οποία χρειάζονται να διανυθούν για να θυμηθείς ότι είναι δικοί σου άνθρωποι, σόι σου, αίμα σου, έχεις περάσει πολλές στιγμές από τα παιδικά χρόνια σου μαζί τους- αρχίζετε να συζητάτε. Τρως ταυτόχρονα ό,τι σε έχουν τρατάρει -αν και τα γλυκά του κουταλιού δεν ήταν ποτέ τα αγαπημένα σου, ειδικά το περγαμόντο- και αφού τους πεις πώς ζεις, πώς περνάς, τι κάνεις στη ζωή σου, έρχεται η δική τους σειρά. Και μένεις εμβρόντητος.

Σου λένε ότι έχει μειωθεί η σύνταξή τους και αναρωτιούνται πώς μπορούν να ζήσουν, να πάρουν μια σοκολάτα στα εγγόνια τους, βρε αδερφέ, συμφωνείς μαζί τους. Αλλά σιγά-σιγά η συζήτηση αρχίζει να ολισθαίνει σε άλλες ατραπούς, σε «περάσματα» που έχεις αποφασίσει ότι δε θέλεις να ακολουθήσεις στη ζωή σου. Αρχίζουν να σου μιλάνε για την περίοδο της χούντας, που -σύμφωνα με την άποψή τους- «τότε όλα ήταν πιο ήσυχα, κοιμόμασταν με τα κλειδιά επάνω στην πόρτα, είχαμε λεφτά στις τσέπες μας, τα όνειρά μας έπαιρναν σάρκα και οστά, γινόντουσαν συνεχώς χοροί που συμμετείχε όλος ο κόσμος, γλέντια μέχρι το πρωί, ήμασταν όλοι ξένοιαστοι. Και τώρα; Τώρα κοιμόμαστε με δέκα μάνταλα πίσω από την πόρτα, δεν μπορούμε να πάμε στην τράπεζα να πάρουμε τη σύνταξή μας, μας σκοτώνουν οι ξένοι για 10 ευρώ που έχουμε στην τσέπη. Ο Παπαδόπουλος ήταν κυβερνήτης με πυγμή, όχι όπως αυτά εδώ τα χαϊβάνια».

Έχεις ανατριχιάσει, έχεις βάλει τα νύχια σου στη βελούδινη πολυθρόνα που στην πλάτη έχει πετσετάκι και ψελλίζεις ότι «τότε, όμως, πολύς κόσμος σκοτώθηκε, βασανίστηκε και υπέφερε από αυτούς». Φυσικά και δεν τους λες «χουντικούς», ο θείος έχει ανεβάσει ήδη πίεση, είναι θυμωμένος με τη δημοκρατία – και είναι προφανές. Σου μιλάει για τη Χ.Α. ότι είναι μια γλυκιά ελπίδα και είναι σαν να ακούς κάποιον ανώτερο ιερωμένο της Εκκλησίας, του αντιτάσσεις το επιχείρημα «ναι, αλλά -ανάμεσα στα άλλα- σκότωσαν το παλικάρι που ήταν Έλληνας» και σου λέει, πολύ ωμά-κυνικά: «Όπως τότε, έτσι και τώρα, συμβαίνει το ίδιο. Αφού μιλούσε. Άσε, ρε παιδάκι μου, μη μιλάς, θα το φας το κεφάλι σου, αν είσαι φιλήσυχος όλα θα πάνε καλά. Εμάς, τότε, μας πείραξε κανείς από αυτούς;».   

Τα επιχειρήματά σου δε θέλουν να βγουν από το στόμα σου, χαμένα θα πάνε, σηκώνεσαι και φεύγεις με συνοπτικές κινήσεις-διαδικασίες επειδή, τάχα μου, έχεις δουλειά και τους υπόσχεσαι να τους ξαναδείς σύντομα – φυσικά και τους λες ψέματα. Μόλις διαβείς την εξώπορτα του σπιτιού τους, αρχίζεις να συνδέεις σκόρπιους κρίκους της αλυσίδας της ζωής σου: Ο θείος σου πάντα έλεγε ότι θέλει να επανέλθει η θανατική ποινή, είχε κυνηγήσει «εκείνον τον αράπη που ήρθε στη γειτονιά» και ποτέ δεν ήθελε τους ξένους, πάντα έλεγε ότι «στις αρχές της δεκαετίας του ’70 όλοι ζούσαμε καλύτερα». Θυμάσαι ότι υπήρχαν πολλά τέτοια, αντίστοιχα δείγματα, αλλά ποτέ δεν είχες δώσει ιδιαίτερη σημασία – κακώς.

Μπαίνεις στο αυτοκίνητο και διαπιστώνεις -για άλλη μια φορά- ότι οι φασίστες δίπλα μας είναι πολλοί περισσότεροι από όσους πίστευες και ότι η δημοκρατία έχει πολύ αγώνα ακόμα μπροστά της για να εκριζώσει τις χουντικές νοοτροπίες οι οποίες ακόμα ελλοχεύουν ανάμεσά μας. Καταλήγεις ότι, πια, είναι τέτοια η εποχή που δεν εκφέρονται πλέον μόνο ως ψήγματα, αλλά αποτελούν μέρος μιας κραταιάς ιδεολογίας που έχει εμποτίσει πολύ κόσμο γύρω μας, οι φασίστες ίσως είναι συγγενείς σου, αίμα σου, αλλά εκείνοι το συνδυάζουν με «τιμή» και με «Χρυσή Αυγή».  

Κι όλα αυτά ενώ προσπαθείς να ξεκολλήσεις ένα κομματάκι που έχει σκαλώσει στα δόντια σου από το μπαγιάτικο περγαμόντο που σου πρόσφεραν – όπως, άλλωστε, κάνει και η δημοκρατία με τον φασισμό.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News