755
|

Η αθανασία μιας στιγμής

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 23 Σεπτεμβρίου 2013, 00:01

Η αθανασία μιας στιγμής

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 23 Σεπτεμβρίου 2013, 00:01

Πάντα μελαγχολούσα με τις παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Ίσως γιατί, κάνοντας αυτομάτως με το νου την προσθαφαίρεση, ήξερα πως κοιτούσα πρόσωπα – άλλοτε ανέκφραστα ή βλοσυρά μα άλλοτε πάλι φωτισμένα μ’ ένα σπαραχτικό χαμόγελο – ανθρώπων που δεν ζούσαν πια. Και η μελαγχολία αυτή γινόταν ακόμη εντονότερη όταν το πρόσωπο ανήκε σε νέο ή σε παιδί, συχνά στην ηλικία μου ή και μικρότερο, που τη στιγμή της φωτογράφησης φανταζόταν, όπως όλοι οι άνθρωποι παρά τη γνώση του πεπερασμένου μας, ότι θα ζούσε για πάντα. Μπροστά του απλωνόταν η νεότητα, ο έρωτας, η ζωή με τις μυριάδες χαρές και συγκινήσεις της. Κι έτσι τα μάτια του ήταν συχνά γεμάτα με τούτη την αθανασία της στιγμής, που έμελλε, όπως για κάθε τι θνητό, να διαψευστεί.

Βεβαίως επρόκειτο για προβολή: το επί δεκαετίες νεκρό αγοράκι της ασπρόμαυρης φωτογραφίας μου θύμιζε ότι μια μέρα κι από μένα δεν θα απόμεναν παρά μονάχα κάποιες αναμνήσεις, και τα φθαρτά μα περιέργως μακροβιότερα από μένα θυμητάρια τους, όπως (αν έμπαινε κανείς ποτέ στον κόπο να τις φυλάξει) οι αναρίθμητες φωτογραφίες που ο πατέρας μου με τράβαγε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, καθώς η αγάπη του για μένα τον έπειθε – και τον κρατά ακόμα εξίσου πεπεισμένο, εξ ου κι όποτε βρισκόμαστε παίζουμε κυνηγητό με την καινούργια μηχανή του – πως είμαι ο λόγος για τον οποίο εφευρέθηκε η φωτογραφική τέχνη.

Ωστόσο, αν επιλέξεις να τις δεις με άλλο μάτι, οι φωτογραφίες των νεκρών περιέχουν μιαν αντίφαση: σε πείσμα ημερολογίων και τάφων, σε πείσμα της μεγάλης λήθης που μας περιμένει, σε τούτες τις εικόνες οι φευγάτες ψυχές επιμένουν να ζουν, να παίζουν, να γελούν, να ποζάρουν ερωτοχτυπημένες ή να σφίγγουν στην αγκαλιά τους ανθρώπους πιο πολύτιμους κι από τον ίδιο τους τον εαυτό, ταίρια και παιδιά που αποτελούν τη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη αθανασία που μπορεί να μας χαριστεί.
Κι αν τα στιγμιότυπα αυτά είναι ικανά να ξορκίσουν το ίδιο το φάσμα του θανάτου, το ίδιο και περισσότερο ξορκίζουν την αποτύπωση του θανάτου στις φωτογραφίες των νεκρών.

Υπάρχει βεβαίως παράδοση χιλιετιών στη διατήρηση της τελευταίας αυτής εικόνας του ανθρώπου, που μοιάζει συχνά γαλήνιος σαν να κοιμάται. Από τις νεκρικές μάσκες της αρχαιότητας μέχρι τη μακάβρια μόδα του 19ου αιώνα όπου συχνά φαμίλιες ολόκληρες πεθαμένων στήνονταν απ’ τον φωτογράφο σε μιαν αποχαιρετιστήρια πόζα, πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι και η στερνή μας μορφή αξίζει κι αυτή τη φευγαλέα αθανασία της.

Μα η ζωή είναι πεισματάρα, πιο πεισματάρα κι απ’ τον θάνατο, και δεν δέχεται να την επισκιάζει μήτε το ίδιος της το τέλος. Έτσι, η φωτογραφία που δείχνει τον Όσκαρ Ουάιλντ νεκρό κι ανθοστολισμένο («Η ταπετσαρία κι εγώ μονομαχούμε μέχρι θανάτου,» ήταν οι τελευταίες κουβέντες του, σχολιάζοντας τον κακόγουστο διάκοσμο της νεκρικής του κάμαρας) ωχριά σε δύναμη μπρος στις φωτογραφίες όπου, πλήρης της μοναδικής του αυταρέσκειας, ποζάρει πότε ως Σαλώμη και πότε ως φουστανελοφόρος. Με τον ίδιο τρόπο που η φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα πάνω στο νεκροτομικό τραπέζι, παρά τις δόλιες προθέσεις των φωτογράφων, δεν κατόρθωσε ποτέ να επισκιάσει την πασίγνωστη εικόνα του «Ηρωικού αντάρτη» που απαθανάτισε ο Αλμπέρτο Κόρντα.

Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις υπήρξε ο Παύλος Φύσσας, που σαν να μην έφτανε η τραγωδία της δολοφονίας του από μαχαιροβγάλτη της Χρυσής Αυγής, είχε την επιπλέον ατυχία κάποιος να τον φωτογραφίσει λίγες στιγμές πριν απ’ τον θάνατό του. Τη χρήση της φωτογραφίας από αυτούς που μέχρι χτες προωθούσαν ανερυθρίαστα τον νεοναζιστικό αυτό λεκέ στο πρόσωπο της Ελλάδας, δεν θα τη σχολιάσω, καθώς η αγανάκτηση που προκάλεσε – και οι νομικές ενέργειες τις οποίες ελπίζω να έθεσε σε κίνηση – φτάνουν και περισσεύουν.

Θα ήθελα μόνο να πω αυτό που για μένα τουλάχιστον είναι αυτονόητο: ότι ο βίαιος, πρόωρος θάνατός του Παύλου Φύσσα είναι απλώς η αφορμή για να τιμάμε τη μνήμη της ζωής του, και τη ζωή του κάθε ανθρώπου που υψώνει το ανάστημά του στο θηρίο του φασισμού, της βίας και της αποκτήνωσης. Κι όπως με τον καιρό – κάτι που συνέβη και με πολλούς επιφανείς νεκρούς – η ζωντανή μορφή του, αποτυπωμένη στις καρδιές των οικείων του και του κόσμου, στα τραγούδια του και στην δράση του ενάντια στην τυραννία των ημερών μας, θα αντικαταστήσει και τελικώς θα νικήσει τη συντριβή του θανάτου του, έτσι και οι φωτογραφίες που τον δείχνουν ζωντανό, γεμάτο από τα όνειρα που άλλοι θα κληθούν να εκπληρώσουν στη μνήμη του, θα μείνουν ως το πλέον πολύτιμο ενθύμιο, κι ο μεγαλύτερος φόρος τιμής.

Ο Παύλος Φύσσας νέος, σχεδόν παιδί – αυτόν σκότωσε ο ναζισμός, κι αυτός θα ζει ακόμα όταν οι άθλιοι δολοφόνοι θα ’χουν σκορπίσει παντοτινά στο τίποτα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News