492
|

Μηχανικός στα κάρβουνα

Αλκης Γαλδαδάς Αλκης Γαλδαδάς 30 Αυγούστου 2013, 00:24

Μηχανικός στα κάρβουνα

Αλκης Γαλδαδάς Αλκης Γαλδαδάς 30 Αυγούστου 2013, 00:24

Ξέφυγα από την κάψα που έβγαζε η αυγουστιάτικη άσφαλτος καθώς έκανα δυο βήματα και πέρασα μέσα από την καγκελόπορτα, στην αυλή. Οδός Μαραθώνος, στη Νέα Χαλκηδόνα, αποθήκη κάρβουνου και ξύλων για τα τζάκια. Ήθελα ένα κομμάτι από κορμό ελιάς σχεδόν σαν μικρό τραπέζι που είχα δει εδώ και ημέρες, όταν η αποθήκη ήταν κλειστή. Βρισκόταν επάνω σε μια μεγάλη στοίβα, ψηλή όσο περίπου ένας όροφος. Στην είσοδο δεξιά σε υποδέχεται μια καταπράσινη συστάδα καμωμένη από τα πιο ταπεινά φυτά. Αρμπαρόριζα, κάννες, γεράνια, μια μουσμουλιά, όλα όχι σε γλάστρες αλλά σε διάφορους τενεκέδες, με λίγο χώμα και το νερό να στάζει επάνω του από το πρωινό πότισμα. Αριστερά τραχείς λευκοί τοίχοι που φτιάχνουν δυο δωμάτια με χοντρά ξύλινα πορτοπαράθυρα, λες και είσαι σε κάποιο χωριό. Ο χώρος όμως όλος αυτός, πλην της εισόδου, περίκλειστος από ψηλές πολυκατοικίες. Μου έκαναν εντύπωση τα στοιβαγμένα ξύλα. Ήταν κάτι σαν Arte Povera, δηλαδή ένα τρισδιάστατο εικαστικό γεγονός αλλά με πολύ καθημερινά μέσα, χωρίς λάμψη ή έστω μεγάλη χρωματική παλέτα, χωρίς επίσης και κάποια πρόθεση. Δεν τα είχε βάλει στη θέση τους ένας Γιάννης Κουνέλης. Υπήρχε μια αρμονία, που αναδυόταν λίγο παράδοξα από τα διαφορετικά σχήματα των ξύλων, από τις στρεβλώσεις τους που ήταν η ανάμνηση μιας ζωής έως τότε μέσα στον αδιάκοπο αέρα, το κεκλιμένο έδαφος, την όρεξη για ήλιο και τη δίψα για νερό. Αλλά και τώρα που κείτονταν σε στοίβες ακρωτηριασμένα φρικτά, έτοιμα για κάψιμο διέκρινες πλέον την ανάμνηση και από το άγγιγμα του τωρινού ιδιοκτήτη τους. Η όλη κατάσταση ήταν σκηνικό αλλά και χώρος που θα μπορούσες να οργανώσεις την προβολή ή την παράσταση ενός μοναδικού έργου και οι θεατές να θυμούνται και το έργο και το περιβάλλον όπου αναπαραστάθηκε.

Κόβει μπροστά μου ένα κομμάτι πεύκο στη μέση, με τη βοήθεια της κορδέλας και δεν μου δείχνει μόνο τους καλοσχηματισμένους δακτυλίους και το χρώμα. «Πάρε τζούρα», μου λέει. Σαν τον μανάβη που μόλις άνοιξε υπερήφανος άλλο ένα από τα καρπούζια του και του βγήκε κατακόκκινο και αρωματικό. Σκύβει, το μυρίζει, παίρνει βαθιά ανάσα, θα έλεγα και ότι το φίλησε, αλλά αν το έκανε, ήταν τόσο γρήγορα που θύμιζε απαγορευμένο φιλί.

Ο ήλιος ρίχνει της σκιές της τσίγκινης σκεπής με πείσμα στους απέραντους τοίχους των πολυκατοικιών. Μιλάμε για το πώς ζει, είναι ελεύθερος. Έρχεται και κάποια βράδια και κάθεται με σβηστά τα φώτα, απολαμβάνοντας την ησυχία μετά τα μεσάνυχτα. Δεν γουστάρω τις συνηθισμένες λέξεις με το βαρύ άρωμα και το μηδαμινό πια από τη χρήση σώμα. «Μαγικός, εκστατικός, από άλλο κόσμο» κ.λπ. Σίγουρα με τα νεοφιλελεύθερα κριτήρια δεν παίρνει ούτε τη βάση ο Ανδρέας. Μια αποθήκη με ξύλα από τον πατέρα του βρήκε, δεν την εκσυγχρόνισε, το αυτοκίνητο είναι συνομήλικο με τα ξύλα που κρατούν το υπόστεγό του, δεν θα κάνει εξαγωγές, δεν θα φέρει συνάλλαγμα, κάθε χρόνο τα ίδια πουλάει περίπου, δεν έχει καν υπολογιστή και Ίντερνετ και το τελευταίο: Έχει τελειώσει ΤΕΙ και Εθνικό Μετσόβιο, Μηχανολόγος, αλλά τα όσα γινόταν στο επάγγελμα τον απώθησαν. Είναι και ερωτευμένος. Με τη δουλειά αυτή και τον χώρο του.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News