Οι δύο νέοι εθνικοί κίνδυνοι
Οι δύο νέοι εθνικοί κίνδυνοι
Tην ημέρα αποκατάστασης της Δημοκρατίας (29η επέτειος), η Χρυσή Αυγή τη γιόρτασε -το είδαμε- με το μιντιακό event ενός ρατσιστικού συσσιτίου. Που ο μεν υπουργός Δημοσίας Τάξεως το «ανέβασε» με δηκτικά σχόλια, η δε Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών το αντιμετώπισε (επιτέλους!) με μια γνήσια απαγόρευση που πήγε να θυμίσει ότι το κράτος (και όχι ο κάθε μπρατσαράς) διαθέτει το μονοπώλιο της βίας.
Την ίδια μέρα, το ΠΑΣΟΚ του Βαγγέλη Βενιζέλου θέλησε να τη γιορτάσει με τον αντιδιαμετρικότερο δυνατό τρόπο: με την παρουσίαση, ως ΙΣΤΑΜΕ, μιας συλλογικής δουλειάς (Συνέδριο του Φεβρουαρίου) με θέμα «Η πρόκληση της Αναθεώρησης του Συντάγματος». Εύκολα θα φανταζόταν κανείς ότι, τέτοιες μέρες-με τέτοιο κλίμα, μια παρόμοια διοργάνωση στην καλύτερη περίπτωση θα προέκυπτε θεωρητική, στη χειρότερη νερόβραστη. Στο κάτω-κάτω της γραφής, η τελευταία αναθεώρηση -του 2007/8, η πλέον συναινετική της Μεταπολίτευσης- είναι εκείνη που μας σαμάρωσε με ό,τι το πιο αμφιλεγόμενο, από την προσβλητική μη-ευθύνη υπουργών μέχρι τη σύγκρουση με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη (άρθρα για τα μίντια και τη διαπλοκή, για το μονοπώλιο της Ανώτατης Εκπαίδευσης).
Κι όμως: και η δουλειά που παρουσιάστηκε και η ίδια η παρουσίαση, υπήρξε πολύ περισσότερο από σημαντική. Υπήρξε υποδειγματική. Η δε παρουσία του Βαγγέλη Βενιζέλου – αμφιτρύωνα, στην αίθουσα Γιάννου Κρανιδιώτη στο ΥΠΕΞ, ήταν από τις καλύτερες των τελευταίων χρόνων. Σοβαρά! Εκείνο που στην ουσία συζητήθηκε ήταν το αν, εκεί που σήμερα βρισκόμαστε, είμαστε αληθινά σε μια «συνταγματική στιγμή»: εκεί, δηλαδή, όπου μια αναθεώρηση όχι απλώς είναι νοητή ή χρήσιμη, πλην είναι επιβεβλημένη. Ο Β.Β. θέλησε να υπερασπισθεί «το ιστορικό κύρος της Μεταπολίτευσης», σημειώνοντας ότι η πίεση των πραγμάτων μας κάνει σήμερα να συμπεριφερόμαστε συνολικά σαν να μη γνωρίζουμε, πάντως να μην αναγνωρίζουμε το τι έχει επιτευχθεί στις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης. Κοινωνικά. Πολιτικά. Ακόμη και οικονομικά. Προσήλθε, δε, στη συζήτηση για την αναθεώρηση, πλην όμως εναντιώθηκε στη λογική ενός «συνταγματικού βολονταρισμού», μιας υπερκινητικότητας που θα υποσχόταν να λύσει τα προβλήματα βάθους με κάποιο μαγικό συνταγματικό ραβδί.
Εκείνο όμως που σε έκανε να ανακαθίσεις και να σκεφθείς, ήταν οι δύο κίνδυνοι που ο Β.Β. ανέδειξε ότι θα μπορούσαν να προκύψουν. Πρώτον, «ένας ακραίος συνταγματικός λαϊκισμός». Δηλαδή, ρυθμίσεις που θα ψηφίζονταν υπό ένα κύμα οργής, αντιπαράθεσης, ή πάλι κανακέματος της κοινής γνώμης. Δεύτερον -και πολύ πιο βαρύ, άμα το σκεφθεί κανείς περισσότερο- το γεγονός ότι, άμα η αναθεώρηση προχωρήσει τώρα υπό καθεστώς μειωμένης de facto κυριαρχίας λόγω κρίσης, μνημονίων κοκ, κινδυνεύει να τραυματιστεί η ίδια η «συνταγματική συνείδηση» στη χώρα. Πρακτικός πολιτικός (εκτός από συνταγματολόγος και διακάτοχος της εξουσίας) ο Β.Β., πρότεινε-ζήτησε στην αναθεώρηση που επίκειται να ΜΗΝ ψηφισθεί η έναρξη της διαδικασίας με άνω των 180 ψήφων, οπότε κινδυνεύει η κυρίως ψήφιση διατάξεων να γίνει με 151 (και να τραβάμε τα μαλλιά μας με το τι θα ψηφισθεί προκειμένου να ικανοποιηθεί η γαλαρία), ΑΛΛΑ να ψηφιστεί η εκκίνηση με 151 ψήφους, η δε ουσία με 180 (οπότε να ελπίζουμε σε κάποια πιο μετρημένη, λογική στάση).
Στο ίδιο το βιβλίο του ΙΣΤΑΜΕ, τώρα, βρίσκει κάποιος διαπραγμάτευση όλων των τομέων μιας ενδεχόμενης αναθεώρησης. Αδικώντας την πολύπλευρη αυτή δουλειά, θα στέλναμε απευθείας τον αναγνώστη σε τρεις εισηγήσεις – εκείνες που, ουσιαστικά, ασχολούνται με την επίπτωση της αποσαθρωτικής κρίσης στην ίδια τη συνταγματική πραγματικότητα. Ο Κώστας Μποτόπουλος, που έχει και ευρύτερα διαπραγματευτεί τη θεσμική διάσταση των Μνημονίων, καταθέτει σοβαρές σκέψεις σχετικά με το τι απομένει από την παραδοσιακή έννοια της «κυριαρχίας» στα χρόνια των Μνημονίων. Και πώς ο περιορισμός της «αυτονομίας» (που μάλιστα προκύπτει κατ’ αίτησιν, αν μη καθ’ ικεσίαν…) καθιστά την ίδια την αναθεωρητική λειτουργία πρόβλημα πολιτικό.
Ο Μπάμπης Ανθόπουλος, πάλι, στράφηκε ευθέως στις συνέπειες της διαμόρφωσης «αντιπολιτικών τάσεων» στο κοινωνικό σώμα, αλλά και στο ίδιο το (εν αμύνη…) πολιτικό σύστημα. Αυτή ακριβώς η διάσταση, η οποία και φοβίζει τον Βαγγέλη Βενιζέλο στην προοπτική μιας αναθεώρησης υπό πίεση, έχει να κάνει με τη βαθύτερη απονομιμοποιητική επίδραση της κρίσης καθώς και με το άγχος της ανάκτησης (ουσιαστικής) νομιμότητας από το τρομαγμένο μας πολιτικό προσωπικό.
Όμως, ακόμη περισσότερο θα συνιστούσαμε να σταθεί κανείς στο κείμενο του Γιάννη Δρόσου. Πρώτον επειδή στο κείμενο αυτό ο Δρόσος επιχειρεί -και το καταγράφει, ρητά και απερίφραστα- να συνθέσει εισηγήσεις του από διοργανώσεις του ΙΣΤΑΜΕ, αλλά και από της ΔΗΜΑΡ/Γιάννη Πανούση, και ακόμη περισσότερο από την Ημερίδα του ΙΝΕΡΠΟΣΤ/Λούκας Κατσέλη και του Levy Institute με θέμα την κρίση (και την εξημέρωση του ΣΥΡΙΖΑ). Υπό την έννοια αυτή, ουσιαστικά και όχι τυπικά ο Δρόσος διατρέχει όλη την πρακτική των στάσεων της Αριστεράς στην Ελλάδα (Αριστερά, κάποτε, ήταν και το ΠΑΣΟΚ…) απέναντι στην ίδια τη λογική του Συντάγματος ως εργαλείου πολιτικής, μεταρρύθμισης, αλλαγής, ανατροπής. Ζητήματα όπως των ελευθεριών, της αναζήτησης της δημοκρατίας, της ίδιας της λειτουργίας των θεσμών, του «ωραίου ταξιδιού, που όμως απέφυγε κάθε Ιθάκη», ηχούν προφητικά μπροστά σ’ εκείνο που -ίσως, σε ημέρες Τσίπρα- υπάρχει μπροστά μας.
Εκπληκτικό συμπλήρωμα αυτής της προσφοράς, η υπενθύμιση της στάσης του Παλμίρο Τολιάτι, του ΓΓ του μεγαλύτερου ΚΚ της Ευρώπης (πλην του Σοβιετικού) αλλά και Γραμματέα της Κομμουνιστικής Διεθνούς και οικείου του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς. Όταν ψηφιζόταν το ιταλικό Σύνταγμα το 1948, ο Τολιάτι όχι μόνο συμμετέσχε, αλλά επέλεξε «να μετάσχει ενεργά στη διαμόρφωση της νεοφασιστικής Ιταλίας». Food for thought, που λένε.
Διπλή επανόρθωση
Πρώτον, δεν ήταν η 29η αλλά η 39η επέτειος της Μεταπολίτευσης. Δέκα χρόνια έχουν μια σημασία…
Δεύτερον, η σοφή υπόμνηση του Γιάννη Δρόσου ότι ο Παλμίρο Τολιάττι είχε μετάσχει – καίτοι κεντρική φιγούρα της Κομμουνιστικής ορθοδοξίας – στην θέσμιση της ΜΕΤΑφασιστικής Ιταλίας, είχε εκτραπεί στο κείμενο σε «νεοφασιστικής»
Ζητούμε διπλή συγγνώμη από τους αναγνώστες, και από τις σκιές.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News