Ενα όνειρο τρελλό
Ενα όνειρο τρελλό
Ξύπνησα νύχτα και μεσ' στη σκέψη μου ανάψαν φώτα: Είδα τον εαυτό μου, σήμερα, 50 μέρες προτού κλείσει τα 57 του χρόνια, να ζεί σ' ένα νησί. Δεν συγκράτησα το όνομα του νησιού (ξέρετε πώς είναι στα όνειρα, πολλές λεπτομέρειες εξατμίζονται αμέσως, άλλες επιμένουν για λίγη ώρα, μέχρι να πιείς τον καφέ σου και να μπεις στο ντους). Το σπίτι μου ήτανε λέει δικό μου και παρ' όλο που ήτανε μικρό, ήταν ευρύχωρο και πολύ όμορφο, μια μικρή μονοκατοικία με φωτοκυψέλλες στη στέγη, σαν μαιζονέτα, αλλά όχι μεσοτοιχία με κανέναν, μόνη της, με τον δικό της κήπο που είχε λεμονιές και πορτοκαλιές, νεραντζιές, μηλιές, συκιές, φυστικιές, κερασιές – ένα δύο δέντρα απο το κάθε είδος – και δυό πολύ όμορφες πανύψηλες ανεμογεννήτριες.
Είχε έναν πολύ προσεγμένο λαχανόκηπο με αυτόματο πότισμα που είχα μάθει λέει να τον φροντίζω εγω ό ίδιος και, στην πίσω μεριά ένα κοτέτσι πολύ οργανωμένο, με θερμάστρες και καμμιά 20αριά κοτούλες. Δίπλα στο κοτέτσι υπήρχε κι ένα ξύλινο κτίριο, βαμμένο με καφέ γυαλιστερή λαδομπογιά, όπου ζούσανε δυό κατσίκες, μια αγελάδα και το μοσχαράκι της. Έβλεπε θάλασσα το σπιτάκι μου και αν ακολουθούσες ένα μονοπατάκι (έξω πιά απο το οικόπεδό μου) λιθόστρωτο και τόσο καλοδουλεμένο που το περπατούσα και ξυπόλητος, σ΄έβγαζε σε 5 με 7 λεπτά στα βράχια και τη θάλασσα. Εκεί στα βράχια υπήρχε μια γερή μετάλλινη σκάλα σφηνωμένη με πολύ μπετόν, μέσα σε δυό τρύπες που είχαν ανοιχτεί με το Black&Decker το επαγγελματικό, για να την χρησιμοποιούν όσοι κολυμβητές, μπαίνοντας ή βγαίνοντας απο τη θάλασσα, δεν ήθελαν η δεν μπορούσαν να βουτήξουν κατευθείαν στα κρυστάλλινα πεντακάθαρα νερά του νησιού μου που, όμως, ηταν πολύ βαθιά εκεί μπροστά, δεν έβλεπες πάτο. Βέβαια το νησάκι μου ήταν στην Ελλάδα, άρα στη Μεσόγειο – αλλα που ακριβώς δεν θυμάμαι.
Αυτό που θυμάμαι είναι πως ήταν άνοιξη και ωραία μέρα και, πριν πάω στη δουλειά μου κατέβηκα και κολύμπησα δέκα λεπτά. Μετά ανέβηκα σπίτι, έκανα ντους, ντύθηκα και βγήκα από, την πίσω πόρτα της αυλής μου, που «άνοιγε» στην άσφαλτο απ΄όπου περνούσαν διάφορες συγκοινωνίες, υπόγειες, τύπου μετρό, αλλά και λεωφορεία, ο προαστιακός και ένα τράμ. Ολα αυτά τα μέσα σε οδηγούσανε στο τέρμιναλ του τραίνου που (με γέφυρες, με υπόγειες διαβάσεις τύπου Μάγχης, θα σας γελάσω), με πήγαινε στη Ενδοχώρα, στη δουλειά μου. Δούλευα λέει σε ένα γραφείο που έβγαζε εφημερίδα, είχε έναν ραδιοφωνικό σταθμό και έκανε παραγωγές διαφόρων ειδών – αλλά εκείνο που με ενδιέφερε εμένα ήταν τα στούντιο ηχογραφήσεων μουσικής και τραγουδιων και οι σπουδαίοι ηχολήπτες, Είχα ένα γραφειάκι κάπου στον τρίτο όροφο του «συγκροτήματος» όπου ήμουν μόνιμος υπάλληλος και απο την τζαμαρία του έβλεπα Ακρόπολη, Λυκαβηττό, Τουρκολίμανο, Εθνικό Κήπο, Υμηττό, Πάρνηθα και όλη την παραλιακή, απο την Πειραϊκή μέχρι το Σούνιο. Μη με ρωτήσετε πώς γίνεται αυτό, δεν έχω ιδέαν, στα όνειρα όλα γίνονται. Στο ίδιο κτίριο αλλά σε άλλο συγκρότημα γραφείων στεγαζότανε και η «ΙΝΔΙΚΤΟΣ» και ο «ΠΟΤΑΜΟΣ» και το «ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ» και η «ΠΑΡΟΥΣΙΑ», και η «ΦΕΡΕΝΙΚΗ» – μαζί με άλλους πολλούς γνωστούς Εκδοτικούς Οίκους που είχαν όλοι όμως μία διανομή και χρησιμοποιούσαν τα ίδια τυπογραφεία. Εκεί δούλευα όλη μέρα, πηγαίνοντας απο το ένα γραφείο στο άλλο, όπου έβρισκα όλο καλούς και δημιουργικούς συνεργάτες και φίλους που εργαζόντουσαν μέσα σε μια λογική «ανταγωνιστική» μέν αλλά σε ένα πνεύμα απολύτως fair-play. Ta μεγάλα στούντιο των τηλεοράσεων ήταν λίγο πιό πάνω, κάνα εικοσάλεπτο απόσταση με τον προαστειακό και εκεί γινότανε απίστευτα πολλή δουλειά, κάτι σαν μια μικρή τσινεντσιτά, ένα μικρό χόλυγουντ.
Οσο κρατούσε το όνειρο είχα την αίσθηση πως ζούσα σ΄έναν παραδεισένιο τόπο που οι βασική του δουλειά ήταν ο τουρισμός γιατί είχε πολλά, πάρα πολλά και πανέμορφα νησιά – αλλά και μια Ενδοχώρα μαγευτική που οι κυβερνήσεις της χώρας, παίρνοντας η μία την σκυτάλη απο την άλλη, μέσα στο πέρασμα του χρόνου, είχαν φροντίσει να διατηρήσουν όσο γινότανε πιό όμορφη και καθαρή. Οτι χτιζότανε είχε ένα μέτρο και δεν επιβάρυνε πουθενά το τοπίο και την φύση, γιατί όλοι οι συμπολίτες μου Ελληνες, μοιραζόμασταν λέει όλοι τον ίδιο σεβασμό και την ίδια αγαπή για την φύση, ώστε υπήρχε (παράδειγμα σας το φέρνω) ολόκληρος εθελοντικός μηχανισμός απο όλον τον πλυθησμό της χώρας που ήταν όμως και εκπαιδευμένος, και τρείς μέρες τον χρόνο απο τίς διακοπές μας, όλοι μας τις αφιερώναμε εκ περιτροπής στις 24ωρες περιπολίες για την διαφύλαξη της οικολογικής ισσοροπίας, την έγκαιρη κατάσβεση τυχόν πυρκαγιών στα υπέροχα δάση μας ή τον εντοπισμό κάποιων (ήταν ελάχιστοι είναι αλήθεια) που θέλανε να ψαρέυουνε παράνομα με δυναμίτες η με δίχτια που σαρώνανε όλο το βυθό, ή να κυνηγάνε τα όμορφα πουλιά και τα ελεύθερα ζωάκια μας, απο σκίουρους μέχρι ελάφια, γιατί τους άρεσε σαν σπορ.
Η χώρα μου, έτσι όπως ήταν στο όνειρο, δεν ήταν ούτε πλούσια ούτε χλιδάτη και δεν ξεχείλιζε η οικονομία της χρήμα. Ζούσανε όμως όλοι οι κάτοικοί της πολύ πάνω απο το όριο της φτώχειας, χάρη στον Τουρισμό κυρίως, τον οποίον είχαν αναγάγει σε ξεχωριστή επιστήμη. Δεν είναι τυχαίο που τα καλύτερα πανεπιστήμια για όσους θέλανε να ασχοληθούνε με τον Τουρισμό και τα Ταξίδια, ήταν τα Ελληνικά. Τα Υπουργεία Παιδείας, δεκαετίες τώρα, είχαν θέσει τόσο γερές υποδομές ώστε υπήρχαν πολύ ισχυρά κίνητρα για να διδάξεις ή να διδαχτείς σε ένα Ελληνικό Πανεπιστήμιο. Και όχι μόνο για θέματα Τουρισμού (στα οποία είμασταν αδιαμφισβήτητα οι πρώτοι παγκοσμίως) αλλά και σε πολλούς άλλους ακόμα τομείς όπως η Ιστορία, η Κοινωνιολογία, όλες οι θεωρητικές επιστήμες – και, βέβαια, η Φιλοσοφία, διαπρέπαμε εισπράττοντας συχνα διεθνή βραβεία και οικονομικές ενισχύσεις για την συνέχιση της προσπάθειάς μας σαν χώρα. Ενα πτυχίο Φιλοσοφίας απο Ελληνικό Πανεπιστήμιο άνοιγε όλες τις «σχετικές» πόρτες σε όλο τον πλανήτη.
Πρίν ξυπνήσω θυμάμαι που είχα ακουμπήσει στην τζαμαρία και κοίταζα το υπέροχο τοπίο της Αττικής εκείνη την ανοιξιάτικης μέρας και έλεγα τι τυχερός, τι απίστευτα τυχερός που είμαι ― να ζώ σε αυτό το γεωγραφικό «φιλέτο» που, αν και μικρό, έλαμπε απο υγεία και ευρωστία παραγωγική, σε όλους τους τομείς, και σε κάποιους μάλιστα διέπρεπε κιόλας, σε βαθμό δυσανάλογο με το μεγεθός του. Και θυμάμαι, πριν σηκωθώ απο το κρεβάτι, πόσο σίγουρος ήμουνα πως πατάω γερά στα πόδια μου και αποτελώ μέρος ενός «συστήματος» κοινωνικού τόσο καθαρού και αποτελεσματικού, τόσο υγιούς, τόσο ενδυναμωμένου απο μια δυναμική αυτοπεποίθηση που βασιζότανε στην πράξη, και όχι σε υποσχέσεις και αναγγελίες και κούφια λόγια. Η ελληνική ομαδική προσπάθεια, το παραδεχόντουσαν όλοι, ήταν που έφερνε αυτό το τόσο ξεχωριστό αποτέλεσμα που, για το μέγεθος τής χώρας μου, ήταν πραγματικό λαμπρό – κι έδινε το παράδειγμα στην υπόλοιπη ανθρωπότητα να καταφέρει να επιτύχει το καλύτερο αποτέλεσμα με τα υλικά που έχει. Το σλόγκαν «Make the best out of everything as the Greeks do», ήταν μία απο τις πιο πολυχρησιμοποιημένες φράσεις σε όλον τον πλανήτη.
Ναί. Ε, και μετά πήγα και έπλυνα τα δόντια μου και κοιτάζοντας τη μούρη μου στον καθρέφτη της έριξα, μετα συγχωρήσεως, και πέντε φάσκελα μπορώ να σας πω. «Ψωνάρα – ε, ψωνάρα», μουρμούριζα στον εαυτό μου, καθώς ντυνόμουνα, βιαστικά πια μετά τον καφέ, να βγω στούς δρόμους της Αθήνας να δω πώς θα τη βγάλω και σήμερα. «Άκου να δείς όνειρα που ονειρεύεται το βλαμμένο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News