570
|

Ψέματα

Ψέματα

Μη ρωτάτε. Φυσικά κατέβηκα την Τετάρτη στην πορεία. Ακόμα κι ο σκύλος ο Σάκης κατέβηκε. Χρόνια είχε να κατεβεί τόσος κόσμος στο δρόμο, λένε. Απ΄όσο θυμάμαι εγώ, δίκιο έχουν. Ούτε τον Δεκέμβρη δεν είχε τόσο κόσμο. Πιτσιρίκια, μεσήλικες, παππούδες, γιαγιάδες, φρικιά, μπαχαλάκηδες, τέως γιάπηδες λησμονημένοι ακόμα μέσα στο παλιό κουστουμάκι, οι πάντες όλοι ήρθαν. Σημείο των καιρών, είπε η μάνα(τζερ) στριμωγμένοι στο μπλοκ των ΠΑΣΟΚτζήδων που ανησυχούσαν μήπως η πορεία παρεκτραπεί εναντίον τους.

Όλοι βρίζανε. Και η γιαγιά που μόλις είχε βγει από το κομμωτήριο του ΝΙΚΟΣ-ΛΑΚΗΣ με μαλλί κράνος μηχανόβιου, κάθε τρεις και λίγο άνοιγε το φαφουτοστοματάκι της και ωρυόταν: Να καεί, να καεί το μπουρδ*λο η Βουλή! Το έλεγε και την έτρωγε. Ποτέ δεν είχε ξαναπεί τη λέξη μπουρδ*λο. Την έλεγε και έβαζε αόρατο πιπέρι στον εαυτό της. Ποτέ τόσοι πολλοί δεν δήλωσαν όλοι μαζί και αυθορμήτως ότι η Βουλή είναι μπουρδ*λο και οι υπάλληλοί της κάνουν χάρες επί χρήμασι. Σημείο των καιρών, θα έλεγε ο φάδερ (που ξέρει ο άνθρωπος από μπουρδ*λα και μιλάει -όπως και να το κάνουμε- μετά λόγου γνώσεως…)

Όλοι ζητούσαν εκδίκηση τυφλά. Φέρτε πίσω τα κλεμμένα. Γαμ**στε τους πριν σας γαμ*σουν. Ο μόνος νόμος είναι το δίκιο του εργάτη- πάνε οι άλλοι, στον Καιάδα. Τόσα χρόνια αγώνας της δημοκρατίας παίρνουν ένα ηχηρό φάσκελο και αποχωρούν μέσα σε βροχή από ουρλιαχτά αποδοκιμασίας. Ποιος ναός της δημοκρατίας ρε λαμόγιαααα; φώναζε ένας κοντοστούπης πιτσιρικάς όταν πλησιάζαμε στη Βουλή κι άρχισαν να σφίγγουν τα πράματα. Σημείο των καιρών, μουρμούρισε η κολλητή μου. Ναός και δημοκρατία, έννοιες ασύμβατες φίλε. Στο ναό πιστεύεις και δεν ερευνάς. Στη δημοκρατία ερευνάς για να πιστέψεις. Στη δικιά μας τη δημοκρατία όμως ερευνάς και σταματάς να πιστεύεις οτιδήποτε! Και τότε το είδα καθαρά παίδες: αυτό είναι το πραγματικό σημείο των καιρών. Αυτό άλλαξε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να σκέφτεται. Δεν πιστεύουμε πια τίποτα.

Δεν εννοώ ιδεολογίες και τέτοια μεγαλοπρεπή. Πάνε αυτά, καλά σαράντα. Δεν πιστεύουμε τίποτα! Καμιά δήλωση, καμιά πρόθεση, κανένα πρωθυπουργό, κανένα πατέρα, καμιά μάνα, καμιά εφημερίδα, κανένα δημόσιο πρόσωπο, κανένα καθηγητή, καμιά αθωότητα, κανένα αποδεικτικό στοιχείο, κανένα μέλλον. Είμαστε σαν κάτι φρέσκοι κάτοχοι φουσκωτών που μας ψήσανε οι εμπόροι να αγοράσουμε το πλεούμενο σχεδόν χαρίζω με κοτεροδάνειο και να το βγάλουμε βόλτα. Οι ωραίοι έχουν χρέη ρε, μας είπαν και αφού είμαστε αποδεδειγμένα ωραίοι, το πήραμε. Πως θα το οδηγήσουμε όμως; Παιγνιδάκι είναι, μας διαβεβαίωσαν. Ουδείς κίνδυνος, μη τον σκέφτεστε ρε χέστηδες. Έχει 39 βαθμούς και άπνοια. Κι ύστερα ήρθαν τα μποφόρια κι όλη η ασχετοσύνη μας φάνηκε- Πως φάγαμε τόσα ψέματα; Ούτε η μηχανή ξέραμε πως λειτουργεί, ούτε το τιμόνι να επαναφέρουμε όταν έχει κύμα. Καθόμαστε λοιπόν σαν χέστες και προσευχόμαστε να γίνει κάτι, κάτι.

Και μετά είδα να βγαίνουν οι πέτρες απ΄τα μπακπακς και τα παιδιά με τις μάσκες έτοιμα να μου σπάσουν κατά τύχην την κεφάλα και την έκανα. Γύρισα σπίτι μου με μάτια κόκκινα σαν κουνέλι και λαιμό που έκαιγε. (Τι σκατά χημικά ρίχνουν οι μπάτσοι; Από τον πόλεμο της Σερβίας τους μείνανε; ) Και μπαίνοντας βλέπω στην τηλεόραση, που ήταν μόνη της ανοιχτή στο άδειο σαλόνι κι αναμετέδιδε τη συμφορά, κόσμο μαζεμένο έξω από την καμένη Mαρφίν να φωνάζει και να μη φεύγει. Περιμένανε λέει να δουν τους νεκρούς να βγαίνουν. Όχι δεν ήταν οι δικοί τους άνθρωποι. Δεν κλαίγανε. Απλώς πίστευαν ότι ήταν μούφα η φήμη περί νεκρών και περιμένανε για να μετρήσουν τα πτώματα! Εκεί κατέρρευσα παίδες. Κάθισα στα πλακάκια κι άρχισα να κλαίω –είχα και τα χημικά, βοηθούσανε.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News