845
|

Επί τέλους (για λίγο) μόνοι

Αλκης Γαλδαδάς Αλκης Γαλδαδάς 4 Απριλίου 2010, 07:42

Επί τέλους (για λίγο) μόνοι

Αλκης Γαλδαδάς Αλκης Γαλδαδάς 4 Απριλίου 2010, 07:42

Για να μου ανοίξει έπρεπε να ξεκλειδώσει την κανονική κλειδαριά της εξώπορτας, την άλλη την ενισχυμένη που μπήκε μετά, να τραβήξει και το σύρτη. Αφού με είχε ελέγξει από τη φωνή μου και εγώ είχα χτυπήσει το κουδούνι όχι απλά μια φορά αλλά συνθηματικά. Μόνη εδώ και χρόνια. Έπρεπε να αλλάξω κάτι λάμπες που είχαν καεί και την άφηναν τα βράδια στο σκοτάδι, αδιαμαρτύρητα από μέρους της. Η μόνη της ένσταση απευθύνεται εδώ και πολύ καιρό προς το Θεό που την αφήνει και ζει ακόμη. Ακόμη και τα φυτά ενός κάποτε αξιοπρόσεκτου κήπου φαίνεται να την απειλούν. Τα παιδιά και τα φυτά θέλουν την κατάλληλη απόσταση. Αν δεν τη βρεις ή τα χάνεις νωρίς ή μεγαλώνουν ανεξέλεγκτα. Ένας σχοίνος που είχε σκάσει τα φυλλαράκια του μέσα από μια χαραμάδα του ανένδοτου μωσαϊκού τώρα έχει θεριέψει και έφθασε να κλείνει το παράθυρο της κουζίνας. Σαν να την κοιτάζει από αυτό και να ρωτάει: «μέσα είσαι ακόμη;».

Φεύγω ενώ από το ραδιόφωνο ακούγεται για χιλιοστή φορά κάποιος από την Τροχαία που λέει πόσοι έφυγαν. Οι εκφωνητές που ξέμειναν στους σταθμούς φαίνεται να ηδονίζονται μετρώντας πόσοι έφυγαν, όχι πόσοι έμειναν, και τους μετρούν και τους ξαναμετρούν. Είμαι κι εγώ Μεγάλο Σάββατο εδώ σε αυτούς που δεν γύρισαν την πλάτη στην πόλη τους. Και αυτή με ανταμείβει. Ξεγυμνώνεται από τα αυτοκίνητα και την πολυκοσμία, από την περιττή φασαρία και το άγχος όλων μας, δείχνοντάς μου με την κενότητά της επιτέλους την αληθινή της μορφή. Ζω, αν και δεν είμαι βουδιστής, ακριβώς αυτό που λέει «η Σούτρα της Καρδιάς», ένα κείμενο βασικό στη βουδιστική θεώρηση του κόσμου: «Η μορφή είναι κενότητα και η κενότητα μορφή» όπου μορφή εννοείται η υλικότητα των πραγμάτων. Μόλις έχω διαβάσει ένα άρθρο στο «Tricycle» που λέει ότι η ανακάλυψη της κενότητας είναι κάτι σαν να βρίσκεις καινούριο έρωτα. Και φυσικά τον πραγματικό έρωτα τον συναντάς γυμνός. Η πόλη στη συνάντησή μας αυτή είναι ήσυχη και αρκετά έρημη ώστε σε κάποια σημεία της μήπως θα μπορούσα ακόμη και να ξεγυμνωθώ; Τι σύμπτωση.

Το προηγούμενο βράδυ είχα κατεβάσει από το ράφι και διάβαζα σελίδες από το βιβλίο ενός ιστορικού των πόλεων, του Richard Sennett, το «Flesh and Stone» που βγήκε το 1994. Σάρκα και πέτρα στο αστικό περιβάλλον ζουν βίους παράλληλους ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Και ξεκινάει από την Αθήνα τον καιρό του Περικλή. Για να παρατηρήσει ότι οι Αθηναίοι, σε αντίθεση με άλλους, όπως ήταν οι «βάρβαροι», οι αναγκασμένοι να μετακινούνται συνέχεια καλυμμένοι με βαριά δερμάτινα ρούχα, έδειχναν την αξιοπρέπειά τους ως πολίτες αλλά και την ικανότητά τους να υπερασπίσουν την πόλη τους με τη γύμνια τους. Στα γυμναστήρια, στους αγώνες αλλά και στον τρόπο του ντυσίματός τους. Ήταν τόσο θερμοί εσωτερικά, παρατηρεί ο Sennett, σαν εραστές θα έλεγα εγώ, που δεν χρειαζόταν καν τα ρούχα. Και η πόλη τους ήταν κι αυτή ανταποδοτικά το ίδιο γυμνή. Δεν υπήρχαν μέρη απαγορευμένα και μυστικά. Από τον Παρθενώνα που φτιάχτηκε στο πιο εκτεθειμένο σημείο της πόλης μέχρι τις στοές της αγοράς όλα ήταν ανοικτά. (Εννοείται όλα αυτά είναι αντανακλάσεις του τρόπου ζωής ενός ανδρικού πληθυσμού και μάλιστα όχι των δούλων κατοίκων ενώ οι γυναίκες έμεναν στη σκιά του σπιτιού. Ξέδιναν μόνο σε γιορτές όπως τα Αδώνια, όπου φτιαχνόταν γυναικοπαρέες και τις νύχτες μέσα στο σκοτάδι μόνο συναντούσαν σε ταράτσες και αυλές διάφορους εραστές).

Ο Άδωνις, που οι δωδεκαθεϊστές, θέλουν να τον παραλληλίσουν με το Χριστό, μιλώντας μάλιστα και για αντιγραφή του βίου του, άδικα κατά τη γνώμη μου ενώ δεν είμαι Χριστιανός για να μου καταλογιστεί μεροληψία, πέθανε και αυτός νέος, στο τέλος της εφηβίας του, αλλά μέχρι τότε, ο αγαπημένος και της Αφροδίτης, φρόντιζε να δίνει ηδονή (Άδωνιςηδονή) στις γυναίκες αντίθετα από τον Ηρακλή που νοιαζόταν μόνο για την ηδονή του δικού του κορμιού. Επίσης για τον Άδωνι αναφέρεται ότι δεν ήταν φαγάς ούτε καν λαίμαργος. Και εκεί, μέσα στη μοναχική περιπλάνησή μου, βρίσκω πως αρχίζουμε να απομακρυνόμαστε από την αρχαία πόλη, τη γυμνότητα, τη Σούτρα της καρδιάς. Η λατρεία γίνεται πλάκα. Στην Ανάσταση μεταξύ 12 παρά δέκα και 12 και δέκα, ντύσιμο, μαλλί, μερικά μπαμ-μπουμ. Άνθρωποι που υποτίθεται ότι επί ημέρες ακολουθούν τα συγκλονιστικά δρώμενα, την επόμενη εβδομάδα θα απαριθμούν βουτηγμένοι στη χαρμολύπη, μόνο τις ποσότητες φαγητού που κατανάλωσαν. Όταν στον πλήρη, υποτίθεται, από το θείο δράμα Χριστιανό, θα έπρεπε να αρκεί το περιβόητο μαρουλόφυλλο της Μεγάλης Παρασκευής, το βουτηγμένο στο ξύδι. Αλλά εγώ δεν ανακατεύομαι σ’ αυτά.

Είμαστε επιτέλους μόνοι αλλά γόνιμα μόνοι. Απολαμβάνω μια πόλη ήρεμη για λίγο, φοβισμένη βέβαια, που δεν τολμάει να ξεγυμνωθεί πια, το ίδιο όπως και οι κάτοικοί της, που δεν έχουν εμπιστοσύνη στο κορμί και τα δυνατά τους χέρια, αφού και οι πολιτικοί τους έχουν φροντίσει να τους απελπίσουν δεόντως. (Έχω πάντως την ελπίδα, οι γυναίκες της να διατηρούν τη διάθεσή τους για συναντήσεις σε σκοτεινές γωνιές). Όμως το δίπολο κενότητα-μορφή, και μαζί η γύμνια αυτού που αγαπάει, μένουν ακέραια στο χρόνο ενώ η σχέση σάρκας και πέτρας, πιο εύπρόσβλητη, αλλοιώνεται αλλά είναι ακόμη αναστρέψιμη. Μέχρι να καλυφθεί και το τελευταίο εκατοστό χώματος από ανένδοτα υλικά και η πόλη να καταρρεύσει από το βάρος των φοβισμένων κατοίκων της που θα ξαναγυρίσουν.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News