Η κοτόσουπα
Η κοτόσουπα
Τα λουλούδια της Astier de Villatte βγαίνουν ξανά από τη βιτρίνα, γυαλίζονται και ακουμπιούνται με ευλάβεια στον πάγκο. Ποτήρια, πετσέτες με χειμωνιάτικους πανσέδες, μαχαιροπίρουνα, κουτάλια και κουταλάκια ακολουθούν την πομπή. Ανάμεσα στα βότσαλα και τα κοχύλια του παλιού μωσαϊκού το μεσημβρινό φως φτιάχνει χρωματιστές ανταύγειες στην εσωστρέφεια του αίθριου. Βγάλε τα παπούτσια σου, θα φθάσουμε στις θέσεις μας μ’ ένα φανταστικό πατινάζ.
Η κοτόσουπα αβγολέμονο έχει φιληθεί τρεις φορές και ξεχειλίζει αχνιστή στη σουπιέρα. Μου περνάτε το πιπέρι; Η ιστορία λέει ότι η κότα πιάστηκε πάνω σε μια ελιά και κακαρίζοντας οδυνηρά άφησε την τελευταία της πνοή και μια σακούλα πούπουλα κοκκινωπά. Μικρές ολοστρόγγυλες πατάτες ψημένες σε θυμάρι και χονδρό αλάτι συνοδεύουν τη γαλοπούλα, μην φας το λιωμένο ροκφόρ και τα κουκουνάρια της γέμισης, τα θέλω όλα εγώ, μαζί με μια φέτα μαύρο ζυμωτό ψωμί, από αυτό με τις στριφτές πλεξούδες. Κοιτάς τη γαζία; Μια ολόκληρη ζωή την ξέρω. Την φύτεψαν οι γονείς μου όταν γεννήθηκα. Στο πρεβάζι μου, πριν λίγο καιρό βρήκα ένα τσαμπί με μια δεκαριά κίτρινες μπίλιες, το μάζεψα και τώρα στο χαρίζω. Παράξενο, ένα τσαμπί ανθισμένης γαζίας μες το καταχείμωνο! Μετά θα πιούμε τσάι, αυτά τα ανθάκια πρέπει να τα αφήνεις 5 ακριβώς λεπτά μες το νερό για να ανοίξουν. Μπορεί και να έχουν γεύση αληθινών δακρύων. Οι δίπλες είναι της πρώτης μου δασκάλας και οι κουραμπιέδες φτιαγμένοι από τη θεία Μαρία με λάδι και όχι βούτυρο.
Βιδωμένη χρόνια εδώ, στην ίδια θέση, βλέποντας μέσα από χρωματιστά τετράγωνα τα δέντρα του κήπου, ανάβω όλα μαζί τα τελευταία σπίρτα του φετινού κουτιού μου και ύστερα μου εμφανίζεται πάντα το ίδιο ξανθό κοριτσάκι. Το βλέπεις; Σκύψε λιγάκι, είναι κρυμμένο κάτω από το τραπέζι. Κοίτα το, έχει απλώσει όλες τις κούκλες και περιμένει τον θείο της για να γίνει ο γάμος, φορά ένα μπλε βελούδινο φόρεμα, λευκό καλσόν και ασορτί μπλε παπούτσια. Κάτσε μαζί μας στο πάτωμα, είναι ζεστά, τώρα δα απαγγέλει το αγαπημένο της παραμύθι. Ακούς; «Έπεφτε πυκνό χιόνι και κόντευε να νυχτώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά του χρόνου, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σ' εκείνο το κρύο και σ' εκείνο το σκοτάδι, ένα κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι, ούτε στα πόδια του…»
Όταν θα σβήσω το σπίρτο, ξέρω καλά πως δε θα είσαι πια εδώ. Αλλά όσο αυτό είναι αναμμένο, κάτσε κοντά μου. Δε μου κατεβαίνει αλλιώς το φαί. Μη φεύγεις. Μη. Μείνε. Σε παρακαλώ.
Έμεινες; Σε ευχαριστώ. Πολύ, για όλα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News